Aug 9, 2006

Ο ήλιος μες στη νύχτα




Ανοίγοντας την πόρτα βλέπει το σπίτι σκοτεινό. Αν και είναι μόλις επτά, έχει βραδιάσει. Ανάβει το φως του σαλονιού. Βγάζει τα παπούτσια του και τα αφήνει δίπλα στον καλόγερο. Πηγαίνει στην κουζίνα φορώντας τις κάλτσες του μοναχά. Ευτυχώς το πάτωμα είναι πάντοτε πεντακάθαρο. Δεν έχουν πια το σκύλο που τους γέμιζε τρίχες.

Στο μαγνητάκι του ψυγείου έχει σημείωμα. "Υπάρχει φαϊ στο ψυγείο. Ζέστανέ το. Εχει και μαρουλοσαλάτα. Ρίξε λάδι και λεμόνι. Μην ξεχάσεις τις βιταμίνες σου".

Εκείνη δεν είναι εκεί. Ο Γ. δεν έχει ιδέα που είναι. Κάτι πρέπει να του είπε το πρωί, πού θα πήγαινε, αλλά ο Γ. μέσα στο μισοϋπνι του ακόμα, δε συγκράτησε την πληροφορία. Ούτως ή άλλως δεν έχει τόση σημασία. Αφού θα γυρίσει. Πάντα γυρνάει.

Παίρνει από το ψυγείο το στρογγυλό ταψάκι που είναι σκεπασμένο με αλουμινόχαρτο. Κρέας με μελιτζάνες. Ωραίο φαϊ. Το βάζει κατευθείαν στο τραπέζι να φάει, χωρίς να το ζεστάνει. Πεινάει σα λύκος.

Η γυναίκα του του κάνει συνεχώς παρατηρήσεις. Που τρώει το φαϊ κρύο. "Θα πάθει το στομάχι σου". Και που τρώει τη μισή φρατζόλα ψωμί για συνοδευτικό. Θα πέσουν έξω, θαρρείς, από την υπερκατανάλωση του ψωμιού. Οι μελιτζάνες κολλάνε στο κίτρινο λίπος τους. Εδώ που τα λέμε, είναι λίγο αηδία, έτσι κρύες.

Το μαρούλι το αφήνει. Θυμάται όμως να πάρει τις βιταμίνες του. Πάσχει από χρόνια κόπωση. Σήμερα το πρωί τον πήρε πάλι λιγάκι ο ύπνος στην αφετηρία. Άργησε το δρομολόγιο κάπου δέκα λεπτά. Φωνές, διαμαρτυρίες, κακό...Ευτυχώς που πια δε δίνει σημασία. Βλέπει τους άλλους και δεν τους βλέπει. Αν είναι κι αυτό σύμπτωμα της κόπωσης, τότε αυτή η αρρώστια είναι ευλογία.

Μαζεύει τα ψίχουλα της φρατζόλας στο σουπλά και το αδειάζει στο σκουπιδοτενεκέ. Αλίμονο αν της αφήσει κανά ψίχουλο στο τραπέζι. Εκείνη φροντίζει να διατηρεί πάντα το σπίτι καθαρό.

Ολα τα κάνει στην εντέλεια. Του μαγειρεύει, του πλένει, του σιδερώνει, του αφήνει μηνυματάκια στο ψυγείο. Για να πάρει, θαρρείς, άφεση, που δεν είναι ποτέ εκεί. Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει τα ξεπορτίσματα. Μετά που έχασαν το σκύλο. Πότε στη μάνα της, πότε στη φίλη της τη Φόνη, τη χωρισμένη, πότε σε εκείνο το σύλλογο για τα δικαιώματα της γυναίκας. Κάθε τρεις και λίγο έχουν ολομέλειες σ'ένα κωλοξενοδοχείο.

Το χειρότερο είναι ότι όλες αυτές οι αηδίες είναι πιθανότατα και η αλήθεια. Αν η γυναίκα του είχε βρει κανα γκόμενο, θα γύρναγε πιο ανάλαφρη τα βράδια. Όμως εκείνη γυρνάει βαριά κι αμίλητη, με το μεζ μαλλί της, που τη μεγαλώνει τουλάχιστον είκοσι χρόνια, τα στρωτά της παπούτσια, τον ρωτάει αν έφαγε, διαβάζει για λίγο κάποιο μυθιστόρημα στο κρεβάτι, κάτω από το φως του πορτατίφ - τελείως ακατάλληλο για ανάγνωση - και μετά του λέει "καληνύχτα" και του γυρνά την πλάτη. Δεν είναι ευτυχισμένη. Δεν πηδιέται με άλλον. Προτιμά να χάνεται για ώρες ατέλειωτες, να αναλώνεται σε πράγματα χωρίς νόημα, παρά να είναι υποχρεωμένη να κάθεται σπίτι, μαζί του.

Αυτός φταίει γι' αυτό, το ξέρει και ψέγει σιωπηλά τον εαυτό του. Γιατί είναι πάντα τόσο σιωπηλός. Μεγάλωσαν μαζί, αλλά οι βίοι τους έμειναν παράλληλοι. Ίσως κάποτε στο άπειρο συναντηθούν, αλλά ποιος περιμένει μέχρι τότε.

Αν της είχε κάνει ένα παιδί, τότε που τον παρακαλούσε, πριν καμιά δεκαριά χρόνια, σήμερα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.

Η αν της είχε πάρει καινούργιο σκύλο. Αλλά αυτό άργησε πολύ να το σκεφτεί.
Η ώρα κοντεύει οχτώ. Στις εννιάμισι, δέκα το πολύ, πρέπει να κοιμηθεί, γιατί αύριο θα ξυπνήσει πάλι νωρίς. Αλλά δεν ξέρει πως να σκοτώσει τις δύο αυτές ώρες. Πηγαίνει στο σαλόνι και κάνει ζάπινγκ στην τηλεόραση. Χαζεύει λίγο τ' αθλητικά. Έχει αγώνα μπάσκετ σε επανάληψη. Βαριέται. Δεν έχει βγάλει ακόμα τα ρούχα του. Χωρίς να το σκεφτεί και πολύ βάζει τα παπούτσια του και πάλι, εκεί δίπλα στον καλόγερο, και βγαίνει από το διαμέρισμα.

Όταν βγαίνει έξω στο δρόμο θυμάται ότι - μάλλον - δεν έσβησε το φως της κουζίνας. Δεν είναι σίγουρος, οι κινήσεις του είναι πάντοτε μηχανικές. Τώρα είναι αργά για να ανέβει και πάλι πάνω να τσεκάρει. Δε βαριέσαι. Άλλωστε δε θα λείψει και πολύ. Καλύτερα κιόλας να υπάρχει φως στο σπίτι, για τους κλέφτες.

Παίρνει το μετρό. Διαλέγει προορισμό προς κέντρο.

Νιώθει λιγάκι περίεργα καθώς κατεβαίνει από τις κυλιόμενες σκάλες στην αποβάθρα. Σαν εκείνους τους ήρωες στις κουλτουριάρικες γαλλικές ταινίες. Εκείνους που περιπλανιόνται στην πόλη, στις γέφυρες, στον υπόγειο και πάντα συναντούν την καταραμένη ηρωίδα, τον έρωτα της ζωής τους. Όλα πάντα στο γαμήσι καταλήγουν. Μπλα, μπλα, μπλα, γαμήσι. Μπλα, μπλα, μπλα, γαμήσι. Τον πιάνει νευρικό γέλιο. Δεν τον νοιάζει που μερικοί τον κοιτάν παράξενα.

Αλλάζει στάση στην Ομόνοια για να πάρει τον ηλεκτρικό. Ο σταθμός του ηλεκτρικού έχει πάντα τα χάλια του, αλλά τουλάχιστον είναι πιο φιλόξενος. Μπορεί κανείς να καπνίσει σαν άνθρωπος.

Κατεβαίνει στη Βικτώρια. Δεν έχει όρεξη να το παρατραβήξει. Ξέρει κάτι μπαράκια εκεί γύρω. Μαζεύουν κόσμο ακόμα κι από τόσο νωρίς.

*****
"Μια βότκα σκέτη, χωρίς πάγο".

Η μπαργούμαν είναι μια νεαρή κοπέλα πολύ έντονα βαμμένη και μάλλον ξένη. Ψηλή, ξανθιά, γαλανομάτα. Μια παρέα από νεαρούς χαχανίζουν σε μια γωνία. Έχουν απλωμένα χαρτιά πάνω στο τραπέζι, χοντρές δεσμίδες πιασμένες με συρραπτικό στην άκρη. Θα ναι τίποτα σπουδαστές από δραματικές σχολές, έχει πολλές εκεί γύρω μαζεμένες. Θα προβάρουν τους ρόλους τους. Ανυποψίαστα νιάτα. Κάποτε θα καταλήξουν να πλασάρουν από το τηλέφωνο πιστωτικές κάρτες.

Η κοπέλα γυρνά με το ποτό και το αφήνει μπροστά του. "Σας ευχαριστώ πολύ. Είστε πολύ όμορφη". Η κοπέλα δε σκάει ούτε ένα τόσο δα χαμόγελο. Επαγγελματική ευσυνειδησία, και καλά. Δεν ήρθε από την Ουκρανία, ή ξέρω γω από πού, για να της την πέφτει ο κάθε τυχάρπαστος.

Ο Γ. πίνει το ποτό του γουλιά γουλιά, βουτάει από τους ξηρούς καρπούς στο γυάλινο μπολάκι και τραβάει ρουφηξιές από το τσιγάρο του. Μ' αυτή ακριβώς τη σειρά. Περιεργάζεται τις κοπέλες στο χώρο. Οι περισσότερες γελούν σαν κουρδισμένες. Δεν έχουν καμία σχέση με την καταραμένη ηρωίδα που έχει στο μυαλό του.

Ο Γ. παραγγέλνει και δεύτερο ποτό. Ευτυχώς έφαγε στο σπίτι και η βότκα δεν πρόκειται να τον πιάσει Με το τρίτο ίσως αρχίσει να ζαλίζεται. Εκεί θα σταματήσει.

Κάθε φορά που η πόρτα ανοίγει, ο Γ. στηλώνει το βλέμμα. Μπαίνουν περισσότερες παρέες, περισσότερες κοπέλες που γελούν σαν κουρδισμένες. Τι διάολο, λες κι έχει πέσει επιδημία.

"Έτσι, γελάστε, γελάστε, μπας και ξορκίσετε το κακό. Μπας και διώξετε τον κακό λύκο".

Και ξάφνου νάτην. Η καταραμένη ηρωίδα.

Μικροκαμωμένη, νευρικιά, γύρω στα 30. Καστανή - μάλλον -, φορά μπερέ και έχει καλοσχηματισμένες γάμπες, σα χορεύτριας. Μοιάζει όντως με Γαλλίδα. Έρχεται και κάθεται παραδίπλα του και παραγγέλνει. Ο Γ. δεν καταφέρνει ν' ακούσει τι. Την περιεργάζεται από τον καθρέφτη πίσω από το μπαρ. Έχει νόστιμη φατσούλα, όχι ακριβώς όμορφη, αλλά έχει τύπο. Φορά κάτι λεπτά γυαλάκια μυωπίας. Βγάζει ένα μικροσκοπικό κινητό από ένα εξίσου μικροσκοπικό τσαντάκι. Βγάζει κι ένα πακέτο τσιγάρα άφιλτρα. Μια γυναίκα που καπνίζει άφιλτρα! Μάλιστα. Αυτή θέλει να ξορκίσει το γεγονός ότι είναι μια κυριλέ, ντελικάτη κυρία, (ή μάλλον δεσποινίς, η βέρα λάμπει δια της απουσίας της) καπνίζοντας άφιλτρα. Αυτή θα πέσει σαν ώριμο φρούτο στην αγκαλιά του άξεστου οδηγού λεωφορείου.

Ο Γ. περιμένει να τελειώσει το ποτό της. Μετά φωνάζει τη μπαργούμαν. "Άλλη μια βότκα φέρε μου, και κέρνα την κυρία άλλο ένα από ό,τι πίνει". Η μπαργούμαν σουφρώνει τη μυτούλα της. Μερικές γυναίκες νομίζουν πως είναι μοναδικές.

Η γυναίκα σαν να τινάζεται από το κάθισμά της με το απρόσμενο κέρασμα. Απόλυτα προβλέψιμη αντίδραση. Του Γ. του αρέσει το προβλέψιμο. Ξέρει ότι βαίνει καλώς. Έχει κιόλας ζεσταθεί.

Σηκώνεται και την πλησιάζει με το ειδικό περπάτημα για να ρίχνει κανείς τις σοφιστικέ, ντελικάτες κυρίες. Το βαρύ, το αντρίκειο. "Γεια σου" της λέει. "Σε παρακολουθώ εδώ και ώρα. Είσαι η μόνη ενδιαφέρουσα παρουσία εδώ μέσα".

Η ειλικρίνεια είναι η ασφαλέστερη πολιτική. Πάντα πιάνει. Ειδικά αν κανείς δεν έχει πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Και ειδικά όταν πρόκειται για σοφιστικέ κυρίες, που διψούν για το "αληθινό", το "γνήσιο" στον άντρα. Του πήρε καιρό να τελειοποιήσει την στρατηγική του αυτή.

"Δε χάνεις χρόνο, έτσι;" του αντιγυρίζει αυτή την ατάκα. Ταυτόχρονα κοιτάζει τη βέρα του. Η φλέβα στο λαιμό της πάλλεται.

*****

Φεύγουν από το μπαρ πιασμένοι χέρι-χέρι. Ο Γ. είναι ευτυχής για την επιλογή του.

Δεν του αράδιασε την ιστορία της ζωής της όσο έπιναν ακόμη, δεν του άρχισε τις σπιρτόζικες υπεκφυγές. Που κάτι τέτοιο θα ήταν εν μέρει αναμενόμενο - είπαμε, είναι μια σοφιστικέ κυρία με παιδεία και πνεύμα. Θα μπορούσε να τον παιδέψει λίγο, να τον παίξει, να αφήσει να εννοηθεί ότι δεν είναι εύκολη λεία. Αντίθετα, όμως, ήταν περίεργα σιωπηλή, έπαιζε με τα δάχτυλά του και κάποια στιγμή ακούμπησε το χέρι της, λεπτό, νευρώδες, γυμνό από δαχτυλίδια, στο στομάχι του και το άφησε εκεί. Ο Γ. ανατρίχιασε στην επαφή. Δε θυμάται να του το έχει κάνει αυτό καμία άλλη γυναίκα.

"Όχι σε ξενοδοχείο" του λέει καθώς περπατούν. Ο Γ. αφήνεται να τον οδηγεί. Φτάνουν σε μια παιδική χαρά. Εκείνη ακουμπάει την πλάτη της στη βάση του πολύζυγου κι εκείνος στέκεται μπροστά της. Την κοιτάζει καταπρόσωπο τώρα. Το πρόσωπό της λάμπει σαν ήλιος μέσα στη νύχτα.

Της βγάζει τα γυαλιά της μυωπίας και τα κρατάει στο χέρι του, προσέχοντας μην τα λερώσει με τα δάχτυλά του. Σκύβει το κεφάλι και κολλάει τα χείλη του στον μικρό ήλιο. Το πρόσωπό του αρχίζει να λιώνει, τα μάτια του γίνονται δυο κάρβουνα απ΄τη θερμότητα. Δε βλέπει παρά μόνο κόκκινες και πορτοκαλί κουκίδες, μετά κόκκινους και πορτοκαλί ομόκεντρους κύκλους που μεγαλώνουν κι εξαφανίζονται στο σκοτάδι.
Ο Γ. τραβιέται πίσω απότομα. Νιώθει και πάλι τη βραδινή ψύχρα. Κι εκείνη πια δεν είναι ήλιος, έχει μείνει μπροστά του ακίνητη, μικροσκοπική, αβοήθητη. Με μια αποφασιστική κίνηση, βάζει το χέρι του κάτω από τη φούστα της και πιέζει το σώμα του πάνω στο δικό της, να το συνθλίψει, πάνω σ' εκείνο το πολύζυγο. Θα την πάρει επιτόπου, τώρα που η παιδική χαρά είναι ακόμα έρημη.

"Όχι"

Όχι; Πώς όχι; Ο Γ. δεν έχει πολύ χρόνο. Η φλέβα στο λαιμό της τον προκαλεί για νέα επίθεση.

"Όχι, σου λέω" λέει ξανά εκείνη με φωνή παράξενα στριγγιά και τραβιέται πίσω ισιάζοντας τη φούστα της. "Συγνώμη, δεν ξέρω τι μ' έπιασε πριν. Μάλλον ζαλίστηκα από το ποτό".

Μένουν να κοιτάζονται. Μισό μέτρο τους χωρίζει κι όμως είναι απέραντο. Σαν δυο ξένοι που βρίσκονται λίγο πριν τα μεσάνυχτα να περιμένουν το τελευταίο δρομολόγιο, στη στάση του λεωφορείου.

*****

Ο Γ. έχει το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι του βαγονιού.

Χαζεύει τις διαφημιστικές αφίσες που κοσμούν τις στάσεις του μετρό. Τις κοιτάζει επίμονα, ακόμα και όταν το βαγόνι ξεκινά, κι έτσι αναγκάζεται να στρίψει το κεφάλι, μέχρι οι γυμνές γυναίκες που διαφημίζουν ινστιτούτα αδυνατίσματος να χαθούν στην απόσταση.

Χαμογελά, χωρίς να ξέρει γιατί, ακριβώς. Μάλλον επειδή η πραγματικότητα αποδεικνύεται πιο απροσδόκητη από τις κουλτουριάρικες γαλλικές ταινίες.

Βλέπεις την ηρωίδα, την καταραμένη ηρωίδα των αντρικών ονειρώξεων, με το μπερέ και τη ντελικάτη φτιαξιά, κι εκείνη αποδεικνύεται ένα ανασφαλές, φοβισμένο πλάσμα. Που δε σε θέλει μόνο για μια νύχτα. Θέλει να παίξετε κρυφτούλι, θέλει να σε βάλει στο σκοτεινό της λαβύρινθο. Μήπως καθώς θα την αναζητάς στους μπλεγμένους διαδρόμους, με τον καιρό, καταφέρει να αποκτήσεις την ανάγκη της.

Να την αγαπήσεις, θα τολμούσε ακόμα κανείς να υποθέσει.

Ο Γ. βέβαια είναι μεγάλος πια για κρυφτό. Δεν ήταν άλλωστε και ποτέ καλός σ' αυτό το παιχνίδι. Μια ζωή θυμάται να τον ανακαλύπτουν αμέσως, και μετά να τον βάζουν να τα φυλάει. "Ένα, δύο, τρία...φτου και βγαίνω". Ζήτημα αν κατάφερε ποτέ να βρει κάποιο παιδί στην κρυψώνα του.

Γι' αυτό και το πέταξε το χαρτάκι με το τηλέφωνο της άγνωστης, όταν χώρισαν. "Για να βρεθούν άλλη φορά, σε πιο κατάλληλο μέρος". Όταν σκηνοθετείς το όνειρο, δεν έχει πια καμιά αξία.

Άσε που η γυναίκα του ψάχνει τις τσέπες του και θα μπορούσε να το βρει. Κάποτε τουλάχιστον τις έψαχνε, και ο Γ. την είχε μαλώσει εκατό φορές για αυτή της τη συνήθεια.

10 comments:

Lex_Luthor06 said...

Στα ασπρόμαυρα σοκάκια του κόσμου της renton οι Λεοφοριατζήδες κυκλοφορούν σαν Ιδ. Ντετέκτιβ σε φιλμ νουάρ.

Είμαι σίγουρος πως όταν ήσουν παιδί σου άρεσε να φυλακίζεις μυρμήγκια μέσα σε ανοιχτά κουτιά και να τους τοποθετείς διάφορα εμπόδια από lego για να παρατηρείς τις αντιδράσεις τους πριν αποφασίσεις αν θα τα σκοτώσεις ή τα ελευθερώσεις.

Εκπληκτικό κείμενο. (χαλάλι τα μυρμήγκια)

angeliki marinou said...

Οσο προχωράν τα διηγήματα, οι κομπάρσοι γίνονται ήρωες της ιστορίας.

Ο κ. Κ. της "Μύγας" είχε χαιρετήσει στο δρόμο τον καθώς πρέπει κύριο Ν., τον ασφαλιστή,
με το γιο που πήρε το Λοουερ.

Ο κ. Ν. αποκαλύπτεται όχι και τόσο καθώς πρέπει στον "Σκοπευτή", αφού λιγουρεύεται και κατασκοπεύει ασυστόλως νεαρά συνάδελφό του, αντί να εργάζεται πυρετωδώς ως οφείλει, ο ποταπός, ο αχρείος.

Ο λεωφορειατζής στον "Ηλιο" ήταν εκείνος που τον είχε πάρει ο ύπνος στη "Μύγα" και τσακώθηκε με τον κοντόχοντρο εξυπνάκια.

Συμπερασματικά, κύριε Λούθορα, δεν είχα την πρόνοια να χώσω έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ κάπου σφήνα, για να τον επαναφέρω αργότερα. Αλλά γιατί ένας λεωφοριατζής δεν μπορεί να είναι νουάρ; Τί ρατσισμός.

(επίσης έκοβα τα φτερά από τις αλογόμυγες και μετά τις έκανα κολιέ)

Lex_Luthor06 said...

Πολύ εξύπνο.
Ισως στο 6ο - 7ο διήγημα να το παρατηρούσα. Δεν βοηθάνε και τα ονόματα τους (Ν.Κ.Φ ΚΤΛ)

Ανυπομονώ για το διήγημα της Ουκρανέζας Μπαργούμαν.
:-D

Είμαι σίγουρος ότι στα κουτιά σου τελικά έβαζες παραπάνω από ένα μυρμήγκι. Παραδέξου το επιτέλους.

Εγω γέμιζα ενα βάζο με δεκάδες τζιτζίκια και το άνοιγα απότομα μπροστά στο πρόσωπο της ανυποψίαστης γιαγιάς μου.

pascal said...

Μπράβο. Τώρα σε ανακάλυψα. Συνέχισε, γουστάρω.

sorry_girl said...

Πιο πολύ γουστάρω το μη αναμενόμενο τέλος.Και την λίγη εσωτερικότητα των ηρώων.Bravo madame!

angeliki marinou said...

Φιλτάτη Κουνελίνα:

Απαξιώ ν' ασχοληθώ μαζί σου, να σε κάνω μπάνιο, να σ' αλείψω μουρουνέλαιο να βρωμάς σα μουρούνι, πόσο μάλλον να σ' ευχαριστήσω κιόλας. Τεμπέλικο πλάσμα.

Τον Πασκάλ και τη Σόρυ Γκερλ ευχαριστώ πολύ επιδεικτικά.

Παπαρούνα said...

πολύ καλό, σαν μια πόλη διηγημάτων..

Κολοκύθι said...

Υπάρχουν λανθασμένες στιγμές για να διαβάσεις ένα κείμενο. Αυτό το δευτερόλεπτο που πάταω το επόμενο γράμμα είναι το πιο ακατάλληλο. Όπως ακατάλληλο είναι ώρες ώρες το δευτερόλεπτο που αγκαλιάζει τη κάθε υπέροχη στιγμή που ζούμε στη κατά τα άλλα βαρετή ζωή μας. Αν οι στιγμές και οι επίλογες ήταν πάντα συνηδητές ίσως καποια δευτερόλεπτα να γεμίζανε προς λεπτά. Ενδέχεται..
(υπέροχο κείμενο)

Αιολος said...

Δεν ξέρω τι λες εσύ πάντως είσαι στα links μου με τα τσαρούχια...

(δεν έβρισκα το mail σου να στο στείλω).

Καλή συνέχεια.

Pablito said...

"Όταν σκηνοθετείς το όνειρο, δεν έχει πια καμιά αξία."

αυτό!