Nov 10, 2006

Mercy

"Ακόμα να φύγει αυτός;"
"Ακόμα. Έχει ταμπουρωθεί στην τουαλέτα"
"Σύστημα υγείας σου λέει μετά. Να φέρουν τον πρεζάκια στην κλινική τη δική μας, αντί να τον μαντρώσουνε στην ψυχιατρική".
"Και τί να κάνανε οι άνθρωποι. Με τόσα προβλήματα που έχει".
"Να τους βάζουν αλλού. Με το να μάτι κοιμόμουν τόσες νύχτες μη μπει κρυφά στο θάλαμο. Όλο λεφτά ψάχνουν αυτοί"
"Ε, τώρα δα τον διώχνουν. Τον είδε ο φύλακας στο πάρκο το πρωί, που έπαιρνε τη δόση του. Ο άνθρωπος είναι καμμένο χαρτί".
"Και γιατί δε φεύγει τέλος πάντων; Τι κάνει στην τουαλέτα τόσες ώρες, από το πρωί;"

Φτιάχνει τα μαλλιά του. Νερώνει τη χτένα και τα ισιάζει. Χαρίζει στον εαυτό του ένα πλατύ χαμόγελο. Η πρέζα καταστρέφει τα δόντια, αλλά τα δικά του αστράφτουν. Πάντα είχε τα μέσα να φτιάχνει τα χαλασμένα. Πάντα. Το μόνο που δε μπορεί να φτιάξει είναι τα άντερά του. Σε λίγο θα ξαναθέλει τουαλέτα. Δεν πειράζει. Σιγά σιγά όλα θα γίνουν.

"Θα μου το φάτε το παιδί. Τώρα που μπήκε σ' ένα πρόγραμμα, τώρα θέλετε να τον διώξετε; Και τί σας έκανε; Πείραξε κανέναν;"
"Εμείς ό,τι μπορούσαμε κάναμε. Ο γιος σας δεν ακολουθεί τη θεραπεία. Παίρνει ναρκωτικά μέσα στο νοσοκομείο. Δεν έχει λόγο να βρίσκεται εδώ"
"Θα φέρω όλα τα κανάλια..."
"Και δε φέρνεις και τον πάπα, κυρά μου", ακούγεται μια στριγγιά φωνή, "όταν ο γιόκας σου τρυπιόταν στα καταγώγια, εσύ που ήσουνα να τον μαζέψεις;"

Όλοι εκεί έξω γι΄αυτόνε μαλώνουνε. Πάντα του το ‘ξερε πως είναι σημαντικός. Και οι άλλοι το ήξεραν, γι’ αυτό τον εχθρεύονταν. Yπήρξε στη ζωή του τυχερός, είχε πολλούς φίλους, κι άλλους τόσους εχθρούς. Όλους τους τους κανόνισε καλά. Και στη φυλακή που ήταν, άλλοι δουλεύανε γι΄αυτόν. Κι εδώ που τον φέρανε, ξέρανε όλοι τους ποιος είναι. Πρώτον αυτόν παίρνανε για εξετάσεις, πρώτον αυτόν ρώταγε ο εφημερεύων: "Πώς είστε σήμερα, κύριε Πιερίδη;" "Πολύ καλά ευχαριστώ. Μόνο που το φαί σας δε μ' αρέσει. Θα ήθελα κοτόπουλο ψητό". "Μα στην κατάστασή σας..." Σηκωνόταν, έβαζε το μπουφάν του και πήγαινε στης Σεμίνας να φάει κοτόπουλο ψητό. Κανείς δεν του ‘λεγε τίποτα. Μόνο που το πρωί στάθηκε απρόσεκτος. Ήταν ανάγκη να περνά ο μαλάκας ο φύλακας απ΄το πάρκο;

"Κύριε Πιερίδη. Κύριε Πιερίδη. Πρέπει να βγείτε. Τώρα."
"Μισό λεπτό και θα βγω. Όταν θα ‘μαι έτοιμος".

Η Αγγελική δεν ήρθε ακόμα. Δε θα χρειαζόταν καν να τη δει, για να καταλάβει την παρουσία της. Μα τί ώρα, διάολε, σχολάει; Του ‘χε πει, είναι σίγουρος, αλλά δε θυμάται. Δε μπορεί να φύγει, χωρίς να τη χαιρετήσει.

Η Αγγελική κάπνιζε στο πάρκο. Την είδε και κοντοζύγωσε να της ζητήσει τσιγάρο. Θα του έδινε σίγουρα. Είναι άρχοντας, ακόμα κι όταν ζητά τσιγάρο. Όλες οι γυναίκες που τον λάτρεψαν, όλες οι γυναίκες που τον πίστεψαν "Είναι η τελευταία φορά, μόνο πρέπει να με στηρίξεις, μέχρι να ξεκόψω", όλες oι γυναίκες που κατάστρεψε και τον βλέπουν ακόμα σα Θεό, είχαν να το λένε. Αλλά την ώρα που πλησίαζε την κοίταζε καταπρόσωπο. Και είδε ότι ήταν μικρή. Και είδε ότι ήταν όμορφη.

"Γιατί ένα μικρό κορίτσι σαν εσένα να καπνίζει; Θα καταστρέψεις τα πνευμόνια σου"
"Δεν είμαι τόσο μικρή". Του χαμογέλασε. Της χαμογέλασε κι αυτός με τα φτιαγμένα δόντια του.
"Ποιόν έχεις εδώ;"
"Τον μπαμπά μου στην Παθολογική, στον τρίτο. Εσείς;"
Κάθησαν στο πεζούλι και της τα είπε όλα. Φύλαγε πάντα την τεχνική της εξομολόγησης σαν άσο στο μανίκι, όταν ήθελε να πετύχει κάτι. Αλλά τί να ‘θελε δα απ΄την μικρή; Δεν ήθελε πια τσιγάρο.

"Κύριε Πιερίδη..."
"ΤΩΡΑ, γαμώ το σπίτι μου μέσα".
"Μα θέλω να κάνω την ανάγκη μου". Ο διπλανός ήταν αυτός.
"Χέστηκα", λέει μέσα απ΄τα δόντια του, αλλά πριν ολοκληρώσει τη λέξη, την πραγματοποιεί. Γαμημένα άντερα.

Όχι, δε βγαίνει. Αν δεν έρθει η Αγγελική, δεν έχει να πάει πουθενά. Αν στείλει να τη φωνάξουν βέβαια, είναι σίγουρος πως θα το κάνουν. Να φύγει μια ώρα αρχύτερα, μη μολύνει τους τίμιους μαλάκες. Αλλά η Αγγελική είναι το μυστικό του και θέλει να την προστατέψει.

Της είπε το παρελθόν του. Γι’ αυτόν που σκότωσε πάνω στη συμπλοκή. Για τη φυλακή. Για τις γυναίκες, για τη Σεμίνα που τον περιμένει ακόμη. Της είπε και τα σχέδιά του. Γρουσουζιά το ‘χε πάντοτε να λέει σ' άλλους τα σχέδιά του, αλλά σ' αυτήν τα είπε όλα. Θα μπει σε πρόγραμμα απεξάρτησης. Όχι θα τον δεχτούν, κωλοτούμπες θα κάνουν, όλοι τον ξέρουν εκεί μέσα, τί τον πέρασε. Μετά θα φύγει να πάει κάπου να ηρεμήσει, έχει πολλούς φίλους, σημαντικά πρόσωπα. Είναι πρόθυμοι να πληρώσουν πολλά για την εχεμύθειά του. Μετά που θα γυρίσει θ' ανοίξει μαγαζί, θα φτιάχνει βάρκες, τί, κεφάλαιο, λεφτά με τη σέσουλα υπάρχουν, όλα καλά θα πάνε. Εκείνη δε μιλούσε και πολύ, όμως κάποια στιγμή του έπιασε το χέρι, και τότε ήταν πια σίγουρος.

Απ΄έξω θα χει μαζευτεί ένα κάρο κόσμος. Όλοι οι σεκιουριτάδες του κωλονοσοκομείου, μπορεί να ‘χουν φέρει και την αστυνομία.

Μακάρι να ‘χουν φέρει τουλάχιστον κανέναν υψηλόβαθμο. Έτσι, να μπει στο μάτι σ' όλα τ' ανθρωπάκια. Έχει ένα deja vu: ένας μπάτσος από δεξιά κι ένας από αριστερά, κι εκείνος στη μέση, με το άφτερ σέιβ του, το κουστουμάκι του, ο έμπορος, ο χρήστης, ο προαγωγός, ο εγκληματίας. Ο Ναπολέων με τα τρύπια άντερα. Οι κυράτσες θα τον κρυφοκοιτούν απ΄τους θαλάμους. Κι εκείνος θα σκορπά χαμόγελα όλο γοητεία.

Ας είναι. Θα βγει τώρα δα, το πήρε απόφαση. Κι ας μη χαιρετήσει την Αγγελική. Μόνο μ' αυτήν ένιωσε άνθρωπος, όσο άνθρωπος δεν είχε νιώσει ποτέ. Της το χρωστά να μην τον δει μ' αυτόν τον συρφετό, να μην της μείνει αυτή η τελευταία εικόνα. Καλύτερα τότε που του πιασε το χέρι.

Ψεκάζει την τουαλέτα με άρωμα λεβάντα για τη βρώμα, ένα φτου και βγαίνει.

...............

Βράδιασε. Η μάνα του του ‘φτιαξε ψαρόσουπα. Ούτε που την άγγιξε. Ψάρι τρώνε στις κηδείες.

Είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Μετράει τα λεπτά μέχρι την επόμενη επίσκεψη στην τουαλέτα. Έχουν κάνει ειδική διαρρύθμιση. Πήρε το δωμάτιο του αδελφού του, για να ναι πιο κοντά. Άλλος κι αυτός. "Αν έρθει "αυτός" στο σπίτι, εγώ δεν ξαναπατάω". Τέτοια αγάπη που σου ‘ρχεται συγκίνηση.

"Ε, σε κανά τρίλεπτο, άντε πεντάλεπτο, άμα είμαι τυχερός". Δεν είναι σίγουρος αν το σκέφτηκε ή αν το ονειρεύτηκε. Από την ώρα που βγήκε απ΄το νοσοκομείο τα μπερδεύει λίγο. Δεν έχει συνοχή. Κι όλο κάτι σαν να περιμένει.

Χτύποι ακούγονται στο τζάμι. Έλα Παναγία μου. Σαν κάποιος να ρίχνει πετραδάκια.

Κάνει μια μεγάλη προσπάθεια για να βγει στο παράθυρο. Βλέπει το πρόσωπο της Αγγελικής στο φεγγαρόφωτο.

"Τρελάθηκες μωρέ;" Η καρδιά του χτυπάει γοργά.
"Πήγα στο δωμάτιό σου και δε σε βρήκα. Μου παν σε διώξανε".
"Έφυγα, δε με διώξανε. Πώς βρήκες το σπίτι;"
"Το βρήκα. Θα μου ανοίξεις;"
"Περίμενε. Έρχομαι εγώ κάτω".

Πέρασε το τρίλεπτο, αλλά η τουαλέτα είναι μακρινή ανάμνηση. Είναι καλά, τόσο καλά όσο δεν ένιωσε ποτέ στη ζωή του. Ούτε καταλαβαίνει για πότε φοράει τα ρούχα του, πότε κατεβαίνει τη σκάλα, πότε βγαίνει στο κατώφλι.

"Βρε τρελάρα..."
"Δε με χαιρέτησες πριν φύγεις".
"Δε μπόρεσα, θα στα πω.... Τώρα όμως ήρθες. Έλα μέσα"
"Όχι, άλλαξα γνώμη. Πάμε καλύτερα μια βόλτα"
Ναι, βόλτα, γιατί όχι; Είναι καλά, είναι δυνατός και η Αγγελική του κρατά το χέρι. Σφιχτά το χέρι, με το ζεστό χεράκι της.
"Πάμε".

Φεύγουν. Οι λάμπες του δρόμου είναι χαλασμένες, το φως του φεγγαριού θαμπό. Ευτυχώς. Μπορεί να περπατά και να ονειρεύεται, τις βάρκες του, το μέλλον, εκείνην, μα δε μπορεί να δει τα βουρκωμένα της μάτια.

"Έχω τον μπαμπά μου στην Παθολογική, στον τρίτο". Όλα τα ψέματα που πρέπει κάθε φορά να αραδιάζει. Κάθε φορά θα γίνεται πιο εύκολο, της είπαν οι μεγάλοι, όμως δε γίνεται ποτέ. Όταν αφήνονται στα χέρια της με τόση εμπιστοσύνη, όταν της δίνουν μονάχοι την ψυχή τους.

Για πόσους δε μετάνιωσε, σε πόσους δε θέλησε να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Όμως αυτό δε μπορεί να το κάνει. Το μόνο που μπορεί είναι να τους χαρίζει κάθε φορά ένα όμορφη τελευταία οπτασία. Κάτι είναι κι αυτό. Μια μικρή πράξη ελέους, από τον νεαρότερο άγγελο του θανάτου.

15 comments:

Lex_Luthor06 said...

wow

Εμεινα μαλάκας λέμε.

Είμαι σίγουρος. Μακράν το καλυτερο σου. Φοβερό!

Anonymous said...

Μακράν το καλύτερο....ως τώρα.

Απίστευτο

Anonymous said...

Ανατρίχιασα!

Άγνωστη said...

Γύρισες πολύ δυνατή πάντως. Καταπληκτικό!

Μαύρος Γάτος said...

¨Αγγελική, Άγγελος του Θανάτου.....

Μπρρρρρ...... Πολύ δυνατό.

Καλό Σαββατόβραδο

sorry_girl said...

Αν πρέπει να παίρνεις άδεια για να μας γυρίζεις έτσι, κάντο όσο συχνά θες!Σου δίνω το ελεύθερο!
Τώρα όσο για το κείμενο, τι να πω;
Θα 'θελα να γράψω σεντόνι ολόκληρο!Ήταν πολύ καλό. Η ανάπτυξη χαρακτήρα, ο ρυθμός, οι εικόνες, ο ειρμός, όλα!
Χαίρομαι που βρεθήκαμε φίλτατη!
;)

angeliki marinou said...

Κι εγώ!

Anonymous said...

psarosoypa mono se khdeies??

Dhladh egv khdeies exw sxedon kathe 2 meres?

angeliki marinou said...

Δεν έχεις κι άδικο. Η ψαρόσουπα ήταν μάλλον foreshadowing.

Επιπλέον επειδή προσωπικά σιχαίνομαι τα ψάρια, ειδικά αυτά που έχουν κόκκαλα και κάνεις πέντε ώρες να τα καθαρίσεις, ή σου ξεφεύγει κανένα και σου στέκεται στα ούλα, το αιώνιο "επιχείρημά" μου στη μάνα μου όταν έφτιαχνε ψάρι ήταν "κηδεία έχουμε;"

el-bard said...

Σωστό για την κηδεία. Στέκεται πολύ όμορφα και σαρκαστικά το "Ψαρόσουπα; Κηδεία έχουμε;".
Το διήγημα ολόκληρο ήταν συγκλονιστικό, γροθιά στα μούτρα, στο στομάχι. Γροθιά που σε ξαπλώνει και ψάχνεις να βρεις δυο από τα δόντια σου στο χώμα. Από τα καλοδιατηρημένα σου δόντια.
Με γέμισε και χαίρομαι που σε ανακάλυψα.
Καλές ...συνέχειες!!!

angeliki marinou said...

Να σαι καλά, βάρδε.

Marina said...

Μου άρεσε πολύ αν και με λύπησε. Πέρυσι τέτοιο καιρό πέθανε ο ανηψιός μου ο Π. Εμοιαζε με τον χαρακτήρα που περιγράφεις. Αγέρωχος, κύριος, με νέα δόντια. Τον βρήκαν παραμονή Χριστουγέννων με την σύριγγα στο λαιμό. 32 ετών

angeliki marinou said...

Ευχαριστώ Μαρίνα. Λυπάμαι για τον ανηψιό σου.

Ο χαρακτήρας βασίστηκε σε άτομο που γνώρισα σε νοσοκομείο των Αθηνών.

Το μόνο που ελπίζω γι αυτόν είναι να είναι καλά (μάλλον "καλύτερα"), όπου και να βρίσκεται.

quartier libre said...

renton,
καλώς σε βρίσκω.
άργησα λίγο να μπω σ' αυτές τις ιστορίες, μπήκα όμως ...

σωστά έκανες που επέστρεψες..

σε φιλώ

angeliki marinou said...

Τον χάνεις στ΄αλήθεια;