Sep 7, 2006

Το πηγάδι





Με το που μπαίνει στο σπίτι, τον χτυπά στη μύτη η μυρωδιά της κλεισούρας και τον αποτσιγάρων στα τασάκια. Είναι πάντα δυσάρεστη η πρώτη επαφή με το σπίτι, όταν έρχεται απ΄έξω. Η γυναίκα που έρχεται και του καθαρίζει κάθε Τρίτη συνέχεια διαμαρτύρεται γιατί δεν αερίζει ποτέ. Ούτε αυτήν την αφήνει να αερίσει. Κάθησε πολλές φορές με υπομονή και της εξήγησε ότι η ενέργεια του σπιτιού δεν πρέπει να διασκορπίζεται. Ετσι τους είπε ο δάσκαλος στο τάι-κβον-το. Γι' αυτό και δεν πρέπει ν' ανοίγουμε πόρτες και παράθυρα. Η γυναίκα ακούει πάντα το κατεβατό του με μάτια ορθάνοιχτα και κουνώντας το κεφάλι. Στο τέλος τέλος αναφωνεί "Τί βλακείες είναι αυτές!" και του δείχνει με το δάχτυλο τις γωνίες στους τοίχους, εκεί που το χρώμα έχει ξεκολλήσει από την υγρασία. Στο σημείο αυτό ο Λ. δεν έχει επιχειρήματα να της αντιτάξει.

Είναι σίγουρος ότι τον θεωρεί λοξό. Του αρέσει λιγάκι όταν περνάει για ιδιόρρυθμος. Αλλωστε οι περισσότεροι συγγραφείς είναι ιδιόρρυθμοι.

Καλά που έχει κι αυτήν. Τους γονείς του τους έχασε πριν δύο χρόνια, και τους δύο. Τον μπαμπά από καρκίνο, τη μαμά από τον καημό της. Δεν πίστευε ότι τη σήμερον υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν απ΄τον καημό τους. Εφυγε από τη γκαρσονιέρα που νοίκιαζε και ήρθε κι εγκαταστάθηκε στο πατρικό σπίτι.

Του στοίχισε πολύ όλη η ιστορία. Δεν περίμενε ότι θα του στοιχήσει τόσο γιατί ο πατέρας του όλο άχρηστο τον έλεγε. Τον είχε βάλει σε ένα τηλεοπτικό κανάλι μέσω κάτι γνωστών, και ο καλός σου σηκώθηκε και έφυγε για να αφιερωθεί στη συγγραφή. Κι όμως του έλειψε ο γέρος και τον πονάει ακόμα που η μάνα του σηκώθηκε και έφυγε μαζί του. "Σηκώθηκε", τρόπος του λέγειν.

Και ήρθε λοιπόν στο πατρικό σπίτι. Κάτι πρέπει να βρισκόταν στην αύρα του σπιτιού, με τα έπιπλα-αντίκες, τους κεντητούς πίνακες στους τοίχους, ίσως ήταν ο πόνος του, ίσως ήταν που άρχισε τάι-κβο-ντο για να ανοίξει λίγο το μυαλό του, πάντως αστεία-αστεία κάθησε και έγραψε ολόκληρο μυθιστόρημα. Σοβαρό μυθιστόρημα, κοντά τριακόσιες σελίδες. Για πότε το τελείωσε, ούτε που το κατάλαβε. Και καλό, πιασάρικο. Ο εκδότης του έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τώρα περιμένει το επόμενο δίμηνο που θα γίνει η παρουσίαση.

Ευτυχώς έφαγε καλά σήμερα. Είχε βγει με μία που γνώρισε στο ίντερνετ. Καλούλα ήταν. Φάγανε χοιρινές μπριζόλες και ήπιαν μπόλικο κρασί. Κέρασε εκείνη, ευτυχώς. Μετά πήγαν στο ξενοδοχείο παραδίπλα για τα περαιτέρω. Στάθηκε αρκετά έξυπνος για να μην τη φέρει σπίτι, να δει τα αποτσίγαρα και τα λοιπά. Δε θα άντεχε να του φύγει, μετά από φιλότιμη προσπάθεια ενός μήνα που "μιλάγανε" καθημερινά.

Και πάλι πάντως πολύ εύκολα έπεσε, βρε παιδί μου. Να κάνουν σεξ από το πρώτο ραντεβού! Και είναι και παντρεμένη, για παιδιά δε θυμάται, αν του είπε ότι έχει. Οχι, ότι έχει σημασία, στην τελική. Βρε τί μοναξιά που έχει ο κόσμος! Αυτό θα είναι το θέμα για κανά μελλοντικό μυθιστόρημα. Η ανθρώπινη μοναξιά. Σκέφτεται αν αξίζει τον κόπο να την ξαναδεί. Θα το σκεφτεί αύριο καλύτερα, τώρα είναι ακόμα λίγο ζαλισμένος.

Ευτυχώς θυμήθηκε να πάρει την απόδειξη της ταβέρνας μαζί του. Η κυρά-Γιώτα (η γυναίκα που του καθαρίζει) τον ρωτά συνέχεια αν έφαγε και τί έφαγε. Ανησυχεί για την υγεία του, πλάκα-πλάκα. Του λέει ότι είναι χλωμός κι ότι πιθανότατα πάσχει από αβιταμίνωση, γιατί του πέφτουν τα μαλλιά. Κι εκείνος παίρνει τις αποδείξεις από τις ταβέρνες, ειδικά όταν τρώει γεμιστά και άλλα - παραδοσιακά - υγιεινά φαγητά και της τις δείχνει όλο καμάρι. Ελπίζει να εγκρίνει τις χοιρινές μπριζόλες.

Ιδιαίτερη χαρά θα κάνει εκείνη, άμα θα δει τις δύο μερίδες. Του έχει φάει το κεφάλι να βρει γυναίκα. "Δε θα μαι γω μια ζωή να σε φροντίζω" του λέει. Ολο τον απειλεί ότι θα μείνει μαγκούφης, άτεκνος και θα καταλήξει σε κανένα γηροκομείο να τον δέρνουν και να τον χαράζουν οι νοσοκόμοι με κλειδιά. Κρίμα, τέτοια φαντασία και πήγε στράφι. Η κυρά-Γιώτα θα ήταν μανούλα στα θρίλερ. Οι μανιακοί νοσοκόμοι με τα κλειδιά.

Λες και οι γυναίκες βγαίνουν παραγγελία. Και ο Λ. βαριέται την όλη διαδικασία. Να πλυθείς, να ξυριστείς, να πας να στηθείς στα "νυφοπάζαρα", καφετέριες, μπαρ για να σου κάτσει η καλή. Και θα ναι καλή; Ιδού το ερώτημα. Τις περισσότερες βέβαια τις τραβά η αύρα του λογοτέχνη, η θανατερή χλωμάδα, κι ας είναι το πουκάμισο άπλυτο και τα γένια δέκα ημερών. Αλλά αυτές δεν είναι να τις βλέπεις σοβαρά. Από "μούσες" δα, βρώμισε ο τόπος.

Αλλά έτσι είναι η ζωή. Ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει, και ο Λ. δεν είναι για καλύτερα, με τη βαρεμάρα που τον δέρνει. Ευτυχώς έχει γνώθι σαυτόν.

Εχει να γράψει τη στήλη του για το περιοδικό. Τα κινηματογραφικά νέα και οι νέες κυκλοφορίες DVD. Εχει πάρει από το βίντεοκλαμπ κάπου πέντε κασσέτες να δει. Τις βλέπει μονορούφι, όλη τη νύχτα, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω απ΄τ' άλλο. Το πρωί πηγαίνει για καφέ και μετά γυρνά στο σπίτι, γράφει λίγο, μπαίνει στο ίντερνετ και μετά κοιμάται.

Ακούει γέλια από το δρόμο. Πάει να δει ποιός είναι. Του αρέσει να παρατηρεί τον κόσμο από το παράθυρο. Οπως ο "Σιωπηλός μάρτυρας" του Χίτσκοκ. Η, σωστότερα, σαν κυρά-Κατίνα της γειτονιάς, σκέφτεται ξύνοντας το κεφάλι του και χαμογελώντας αυτοσαρκαστικά. Μα η παρατήρηση είναι η δουλειά του, στην τελική.

Ενα αγόρι κι ένα κορίτσι είναι. Αποχαιρετιούνται. Φιλιούνται με πάθος, ενώ ρίχνουν κλεφτά βλέμματα γύρω-γύρω. Σεμνότητα, και καλά. Χωρίζουν. Η κοπέλα βγάζει τα κλειδιά της και ανοίγει την εξώπορτα. Του ρίχνει ένα τελευταίο βλέμμα, ενώ εκείνος μένει να την παρατηρεί από τη θέση του, με ένα χαμόγελο, σαν κολλημένο. Οταν η κοπελιά χάνεται πίσω από την πόρτα, εκείνος αποφασίζει επιτέλους να φύγει με ένα βλέμμα ικανοποίησης. Το βλέμμα του ερωτευμένου νικητή.

Την ξέρει αυτή την κοπέλα ο Λ. Η κόρη της διαχειρίστριας είναι. Εχει βγάλει κιόλας όνομα στην πολυκατοικία, η "ξεπεταγμένη" και άλλα πιο χυδαία επίθετα - και είναι δεν είναι δεκαεφτά χρονών. Κάθε φορά που έρχεται να πάρει τα κοινόχρηστα κοιτάζει γύρω γύρω το αχούρι του σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Αφήνεται να εισπνεύσει τη γοητεία της παρακμής. "Και τί γράφετε τώρα;" τον ρωτά κάθε φορά, και ταυτόχρονα τον καρφώνει στα μάτια. Εκεί ο Λ. δεν ξέρει αν πρέπει να γελάσει ή να ταραχτεί. Δεν έχει ξαναδεί τέτοιο θράσος, πιτσιρίκι πράγμα να σε καρφώνει στα μάτια! Εκείνη τη στιγμή νιώθει πολύ καθυστερημένος, πολύ γέρος.

"Του χρόνου που θα ενηλικιωθεί, θα της πω να έρθει για το δώρο της".

Ναι, αυτόν θα περιμένει σίγουρα! Πόσοι και πόσοι ερωτευμένοι νικητές δεν πέρασαν το δρόμο εκείνο... Πόσοι δεν εξαφανίστηκαν ηττημένοι...Σαν ο Θεός να την έστειλε μάστιγα, μια δροσερή κοπέλα με ίσια καστανά μαλλιά και ελαφίσια μάτια, να πέσει πάνω στην αντρική ματαιοδοξία, να την αφανίσει. Του Λ. του αρέσουν οι θρησκευτικές παρομοιώσεις κι ας μην έχει και πολλές σχέσεις πια με τη θρησκεία.

Τραβιέται μέσα. Παίρνει το πρώτο DVD και το βάζει στην υποδοχή. Θα δει πρώτα τα δράματα και μετά τις περιπέτειες, που δε θέλουν και τόση προσοχή. Ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Παρακολουθεί την ταινία και παράλληλα χαζεύει τα κυκλάκια καπνού που βγάζει απ΄το στόμα. Τα χαζεύει ώσπου να εξαφανιστούν.

Εχει περάσει κάπου μισή ώρα και ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι δε θυμάται τίποτα από το κομμάτι της ταινίας που είδε μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Απόψε δεν τον θέλει. Δε μπορεί να συγκεντρωθεί.

Ανάβει και άλλο τσιγάρο. Η γεύση αρχίζει να του προκαλεί κάποια δυσφορία. Θέλει κάτι γλυκό να φάει, αλλά πού να το βρει.

Για κάποιο λόγο σκέφτεται συνέχεια το νεαρό ζευγάρι που φιλιόταν στο δρόμο. Ξέρει πως ο νεαρός εραστής έχει ημερομηνία λήξης σε μια εβδομάδα περίπου. Ετσι όπως τον είδε να απομακρύνεται, με εκείνο το κολλημένο χαμόγελο ευφορίας στο πρόσωπο, τον λυπήθηκε. Α, ρε κακομοίρη και νάξερες. Πάντα νιώθει δικαιωμένος όταν η κοσμοθεωρία του επαληθεύεται. Ολα είναι μάταια, όλα είναι περαστικά. Κανείς δεν είναι ασφαλής εκεί έξω, κανείς, παρά οι άνθρωποι που έχουν μάθει να ζουν σε πλαίσια, όπως αυτός. Αυτός που παρατηρεί τη ζωή πίσω από το πλαίσιο του παραθύρου, του ηλεκτρονικού υπολογιστή, της τηλεόρασης.

Αλλά συχνά νιώθει μια αόρατη απειλή. Οπως τώρα.

Σαν κάτι να ξεπετάγεται ξαφνικά και να έρχεται ολοταχώς καταπάνω του. Οπως η από χρόνια νεκρή Σάντακο που βγήκε απ΄το πηγάδι με κείνα τα γλιτσιασμένα μαλλιά, τα χέρια σαν πλοκάμια, το άδειο βλέμμα, να σκορπίσει τη φρίκη και το θάνατο.

Τίποτα, μάλλον το κρασί τον πείραξε. Ζαλίστηκε. Μπορεί κι εκείνο το βαρύ, γυναικείο σώμα που ταλαντευόταν πάνω του ανελέητα, δύο ώρες πριν - κι ακόμα δεν είχε χωνέψει το φαγητό του. Ντρέπεται τώρα που την άφησε να πληρώσει εκείνη. Θα μπορούσε να την προσφέρει τουλάχιστον ένα πιάτο μπριζόλες και καλό κρασί, αφού πια δε μπορεί να της προσφέρει τίποτε άλλο. Τώρα το ξέρει ότι δεν πρόκειται να την ξαναδεί.

Αν την ξαναδεί, θα είναι σα ν' ανοίγει το δρόμο στην απειλή. Και την απειλή πρέπει να την κρατάμε φυλακισμένη στο πηγάδι.

25 comments:

angeliki marinou said...

Οι κινηματογραφικές αναφορές είναι από την ταινία Ringu (1998).

Lex_Luthor06 said...

Ενοικιάζεται...πηγάδι με θέα.

Παπαρούνα said...

αυτό με την απειλή δεν το πολυκαταλαβα...Τί εννοεις ακριβως;

angeliki marinou said...

Η ΖΩΗ είναι η απειλή, παπαρούνα, στην προκειμένη.

vangelakas said...

ΔιόΛου Λοξός ο Λ. ...

Matron Maya said...

Σάντακο! :)

Ωραίος!

Κολοκύθι said...

Ένας από τους κλασικούς τύπους. Καμία προτοτυπία. Κανένα ενδιαφέρον για ψάξιμο.
(ο Λ ,όχι το κείμενο)

sorry_girl said...

Όντως γνωστός τύπος.Μόνο οι ενοχές του στο τέλος δεν είναι πολύ γνωστές.Πολύ καλό renton!

Anonymous said...

και κρυμμένη στο πηγάδι να είναι, πάντα θα μας στοιχειώνει. Απειλη είναι αυτή, δεν χάνεται.

angeliki marinou said...

Η λιγδίλα και το πνευματικό βάθος ενός συγγραφέα τέτοιου βεληνεκούς απαιτούν φόντο στυλ Ψυρρή, και δεδομένου ότι ο ήρωάς μας δεν ήθελε να επιβαρύνει πολύ την ευγενή χορηγό του επέλεξε χοιρινή μπριζόλα.

Το σεξ απ το πρώτο ραντεβού θα ήταν το αντίτιμο της ευγενούς χορηγίας (λυσσάρες γκρούπι).

Αιολος said...

Αχ...μου έχει λείψει η φαντασίωση αυτής της ζωής. Όλα εκτός από τη λίγδα. Μου έχει λείψει και το τσιγάρο.

Το ξαναρχίζω λοιπόν.

Χαιρετώ.

angeliki marinou said...

Οχι βρε αίολε να γίνω και ηθικός αυτουργός της καταστροφής ενός ανθρώπου.

Οι παραπομπές σε ταινία τρόμου δεν ήταν τυχαίες και ο Λ. κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτος είναι. Φοβάται να συναγελαστεί με ανθρώπους (κι όχι αρπαχτές), προτιμά να ζει πίσω από πλαίσια, του PC, του DVD, του παραθύρου, να κατασκοπεύει, όλα αυτά γιατί είναι ανίκανος να ζήσει (ν' ανοίξει την πόρτα στην "απειλή", όπως τη θεωρεί, της ζωής), ανίκανος να βιώσει συναισθήματα, φοβάται, αλλά δεν παραδέχεται τη δειλία του, αποδίδει τη στάση του σε πνευματική ανωτερότητα. Η στάση του είναι σα μορφή καρκίνου - ανώδυνη που δεν τη συνειδητοποιεί κανείς μέχρι να είναι αργά.

Δεν ξέρω αν είναι καλό που επεξηγώ, υποτίθεται ότι καθένας αποκομίζει αυτό που θέλει από μια ιστορία. Ομως "το πηγάδι" είναι το αγαπημένο μου διήγημα so far οπότε υπέκυψα στον πειρασμό της επεξήγησης απ΄το φόβο της παρερμηνείας.

Αιολος said...

εχεις δικαιο. Οχι οτι αποκόμισα κατι λιγότερο ή περισσότερο.

Ευχαριστω πάντως.

Anonymous said...

όλα καλά, αλλά ποιός τρώει στο πρώτο ραντεβού χοιρινή μπριζόλα;
--------------------------------
ΕΓΩ!

angeliki marinou said...

Μπα; Δε χτυπάει στη μασέλα;;;

Glad to see you, γριά απαισία και φαφούτα.

Ανδρομεδα said...

! Χαίρω πολύ!

Anonymous said...

Έχω φυτευτά ψεύτικα δόντια από τιτάνιο και όχι μασέλα. Μασάω και πέτρες.
Σοβαρά, έχεις σκεφτεί να εκδοθείς;
(δεν εννοώ στη Συγγρού)

Anonymous said...

Διάβασα με αυξανόμενο ενδιαφέρον την ιστορία σου-ίσως γιατι σε πολλά, μα παρα πολλά σημεία της, μου θυμίζει τη ζωή μου .. (-:

Θα μπορούσε να έχει και συνέχεια ..?

angeliki marinou said...

Ανώνυμε, θα έχει "συνέχεια"...από την ανάποδη (θα καταλάβεις, αν διαβάσεις το επόμενο διήγημα).

Λεξοτανίλι μου, εσύ θα πλήρωνες για να με διαβάσεις; Πες μου να σε απαντήσω.

Anonymous said...

Αναμένω ..

Anonymous said...

Καθε φορα που διαβάζω τα κείμενα σου, είναι σα να βρίσκομαι στο κινηματογράφο..Καταπληκτικά κάθε φορα.. mesmerizing..

angeliki marinou said...

Σ' ευχαριστώ πολύ, Αγνωστη, χαίρομαι που σε βλέπω!

Pablito said...

Είναι το πρώτο που διαβάζω και το διάβασα ευχάριστα...είδα το σπίτι και μύρισα την τσιγαρίλα...είναι το είδος της παρακμής που εκτιμώ αφάνταστα σε ένα κείμενο.
Εγώ θα πλήρωνα να τη διαβάσω τη συνέχεια για να απαντήσω στην ερώτηση που έκανες στη γριά φαφούτα

Anonymous said...

@ renton: Βουί.
@ Pablito: Το κατάφερες το γκομενάκι γερομπισμπίκη;

Anonymous said...

mpouaxaxaxaxa