Sep 18, 2006

...

«Παιδιά κάντε ησυχία, ο μπαμπάς δουλεύει!» Η όμορφη ξανθιά γυναίκα κλείνει σιγανά την πόρτα πίσω της. Ο ήχος από τα τακούνια της σβήνει, καθώς εκείνη απομακρύνεται στο διάδρομο.

Έχει αφήσει το δίσκο με το πρωινό του στην αριστερή γωνία του γραφείου του. Πορτοκαλάδα, γαλλικό καφέ και κρουασάν. Σε σερβίτσιο με κίτρινα λουλούδια, πάνω σε πράσινο παστέλ δίσκο. Όλα εκεί μέσα μαρτυρούν το αψεγάδιαστο προσωπικό της γούστο: το σερβίτσιο, ο δίσκος, το ξύλινο αντικέ γραφείο, το παραδοσιακό ανάκλιντρο με το λευκό πλεκτό πάπλωμα, οι χαμηλές καρέκλες με την πλάτη και το κάθισμα κεντημένα στο χέρι. Η γυναίκα του ήταν κάποτε διακοσμήτρια.

«Ο Πέτρος παρήγγειλε ένα από το συνηθισμένο. Ο σερβιτόρος του πέταξε σχεδόν το ποτήρι με το ουίσκι. Βαρέθηκε να τον βλέπει κάθε βράδυ στην ίδια ακριβώς θέση. Ο Πέτρος κράτησε για λίγο το ποτήρι στο ύψος των ματιών του. Κοίταξε μέσα από το κίτρινο υγρό σαν μέσα από παραμορφωτικό καθρέφτη. Μετά το άδειασε μονορούφι και καθώς το οινόπνευμα του έκαψε τα σωθικά, ένιωσε και πάλι το γνώριμο αίσθημα γαλήνης. Σα να επέστρεφε σπίτι…»

Ο Σ. κάνει παύση και υπογραμμίζει την παράγραφο. Ο εκδότης του έχει επισημάνει να υπογραμμίζει τα ενδιαφέροντα σημεία. Όχι πως η παράγραφος είναι ακριβώς ενδιαφέρουσα. Αλλά έχει ωραίες παρομοιώσεις: «τον παραμορφωτικό καθρέφτη» και «την επιστροφή στο σπίτι».

Ο Σ. πίνει αργά τον καφέ του κοιτάζοντας την οθόνη του υπολογιστή. Την κοιτάζει για πολλή ώρα. Και τότε αποφασίζει ότι του χρειάζεται μια βόλτα.

Καθώς κατεβαίνει τη σκάλα, παραπατάει πάνω σε ένα πλαστικό παπάκι που το χουν παρατήσει στο σκαλοπάτι. Στέκεται ασάλευτος για λίγο, μέχρι να χαμηλώσουν οι παλμοί του. Θα μπορούσε να έχει γκρεμοτσακιστεί.

Στο σαλόνι τα παιδιά βλέπουν κινούμενα σχέδια με τον ήχο στη διαπασών. Η γυναίκα του είναι στην κουζίνα και διαβάζει ένα περιοδικό. «Φεύγω» της ανακοινώνει. Η γυναίκα σηκώνει το κεφάλι έκπληκτη. Κάτι πάει να πει, αλλά τελευταία στιγμή το μετανιώνει. «Μην αργήσεις μόνο για το μεσημεριανό», λέει στο τέλος. Ο Σ. είναι ήδη στην πόρτα.

Βγαίνοντας, αισθάνεται χαρούμενος που θυμήθηκε να πάρει και το πανωφόρι του. Έχει ήλιο, αλλά και μια διαπεραστική φθινοπωρινή ψυχρούλα. Αποφασίζει να πάει στο αγαπημένο του καφέ.

Συνήθως πηγαίνει με τα πόδια. Είναι μόλις ένα τέταρτο δρόμος και η άσκηση του κάνει καλό. Σήμερα όμως θα πάει με το λεωφορείο. Έχει ανάγκη να βρεθεί με ανθρώπους.

«Οι συγγραφείς είναι τα παράσιτα της ανθρωπότητας», σκέφτεται την ώρα που κατευθύνεται στη στάση. «Τρέφονται και επιβιώνουν από τις ζωές των άλλων. Από τα πρόσωπα των ξένων». Τους περισσότερους από τους ήρωές του τους έχει εμπνευστεί παρατηρώντας τα πρόσωπα των ανθρώπων στα λεωφορεία, στις αίθουσες αναμονής, στους σταθμούς του υπoγείου σιδηρόδρομου.

Το λεωφορείο έρχεται αμέσως. Ο Σ. ανεβαίνει, ακυρώνει το εισιτήριό του και πιάνει θέση στα ανάποδα καθίσματα.

Το λεωφορείο ξεκινάει. Απέναντί του κάθεται μία κοπέλα. Αεράτη, μοδάτη, μιλάει στο κινητό της. Κάπου κάπου διακόπτει τη συνομιλία για να χαχανίσει, καλύπτοντας το στόμα της με το χέρι της με τα μακριά δάχτυλα. Ένα ανόητο, άδειο πρόσωπο.

Ο Σ. κατεβαίνει από το λεωφορείο και η διάθεσή του είναι απαίσια.

Μπαίνει στο καφέ και πιάνει τη συνηθισμένη του γωνία. Παραγγέλνει ένα από το συνηθισμένο. Ο σερβιτόρος του πετάει σχεδόν το φλιτζάνι με τον γαλλικό. Έχει βαρεθεί να τον βλέπει κάθε μέρα στην ίδια ακριβώς θέση. Ο Σ. κοιτάζει μέσα στο καφέ υγρό σαν μέσα από παραμορφωτικό καθρέφτη. Μετά το αδειάζει μονορούφι και καθώς ο καυτός καφές του καίει τα σωθικά, νιώθει και πάλι το γνώριμο αίσθημα γαλήνης. Σα να επιστρέφει σπίτι…

«Βρε, βρε! Καλώς σε βρήκα!”

Ο Σ. στρέφει στο κεφάλι, προλαβαίνοντας να κρύψει τον πανικό του. Βλέπει το Λ. να έρχεται όλο έξαψη προς το μέρος του. Απρόσκλητος, όπως πάντα.

Ο Λ. πιάνει την καρέκλα και τη φέρνει κοντά στο συνάδελφό του. Μυρίζει απαίσια. Στο πέτο του πουκαμίσου του μια ευδιάκριτη κίτρινη γραμμή ιδρώτα.

«Λοιπόν, Σ., πώς πάει το καινούργιο μυθιστόρημα;»

«Προχωράει».

«Αργά και σταθερά, ε;» Του Σ. δεν του αρέσει καθόλου αυτή η παρατήρηση.

«Εγώ το δικό μου το υπέβαλα». Ο Λ. σκύβει συνωμοτικά προς το μέρος του. «Τελείως διαφορετικό από ότι έχω γράψει μέχρι τώρα. Ο εκδότης μου τρελάθηκε, μιλάμε, όταν το διάβασε ολοκληρωμένο. Θα σου έλεγα τι είναι, αλλά θα χαλούσε ο αιφνιδιασμός! Σύντομα θα μάθεις, άλλωστε. Αν όλα παν καλά, το πολύ σε δύο μήνες θα έχουμε την πρώτη παρουσίαση. Θα έρθεις, ε;»

«Φυσικά και θα έρθω.» Ο Σ. με έκπληξη παρατηρεί ότι τα χέρια του έχουν αρχίσει να ιδρώνουν.

«Λοιπόν;»

«Τι λοιπόν;»

«Πώς πάει η οικογένεια; Η σύζυγος; Τα παιδιά;»

«Όλοι καλά, δόξα τω Θεώ. Τα δίδυμα αρχίζουν φέτος σχολείο».

«Καλή αρχή λοιπόν! Η εικόνα της απόλυτης οικογενειακής ευτυχίας! Αλιά από μένα
δηλαδή! Ούτε γυναίκα να με προσέξει, ούτε παιδιά, ούτε τίποτα. Δε βαριέσαι… Μα…είσαι καλά;»

Ο Σ. συνειδητοποιεί ότι δεν είναι καλά. Και δεν είναι απλώς πρόφαση για να ξεφορτωθεί τον ανεπιθύμητο επισκέπτη.

«Δε…δε νομίζω. Έχω ναυτία.»

«Έτσι ξαφνικά;» Ο Λ. φαίνεται πραγματικά ανήσυχος. «Μήπως έφαγες κάτι που σε πείραξε;»

«Ναι, μάλλον. Πρέπει να πάω στο μέρος. Χάρηκα που σε είδα»

«Θες να σε πάω εγώ; Θες να σε πάω σπίτι;»

«Όχι, θα τα καταφέρω. Καλή επιτυχία με το βιβλίο».

Ο Σ. προχωρά με γρήγορα βήματα προς το WC. Ανοίγει την πόρτα και σκύβει πάνω από τη λεκάνη, ακριβώς στην ώρα για ν’ αδειάσει τα σωθικά του. Τραβάει το καζανάκι και κάθεται για λίγη ώρα πάνω στο καπάκι της τουαλέτας, μέχρι να ηρεμήσει. Έπειτα βγαίνει από την καμπίνα και πηγαίνει στο νιπτήρα για να πλυθεί. Το πρόσωπό του είναι στεγνό.

Αυτή τη φορά, επιστρέφει στο σπίτι με τα πόδια. Να τον χτυπήσει λίγος αέρας. Ευτυχώς στην έξοδο από την τουαλέτα, δε συνάντησε ξανά τον Λ. Θα φορτώθηκε σε καναν άλλον.

Ανοίγει την πόρτα του σπιτιού και κρεμάει το πανωφόρι του στον καλόγερο. Κανείς δεν έρχεται να τον υποδεχτεί.

Η γυναίκα και τα δίδυμα είναι στην τραπεζαρία και τρώνε. Η εικόνα της οικογενειακής ευτυχίας. Η όμορφη ξανθή γυναίκα, η ίδια γυναίκα που ακόμα κι αυτός ο λιγδιάρης ο Λ. κορτάριζε πέντε χρόνια πριν. Κι όμως την κέρδισε ο Σ., στενός του φίλος τότε, αυτή τη γυναίκα με το απαράμιλλο γούστο, αυτή τη γυναίκα που ήξερε πώς να κάνει έναν άντρα ευτυχισμένο. Μαζί της έκανε δύο παιδιά που σε μερικές ημέρες θα πάνε νηπιαγωγείο. Μαζί της αγόρασε αυτό το δίπατο σπίτι, σε καθώς πρέπει συνοικία της πόλης. Μαζί της έζησε το θρίαμβο του δεύτερου μυθιστορήματός του, που του έφερε την αναγνώριση και εξασφάλισε και στους δυο τους μια άνετη διαβίωση.

Και μαζί της στερήθηκε την έμπνευση για δύο χρόνια τώρα. Στερήθηκε τον επόμενο εκδοτικό του θρίαμβο, ενώ ο ανταγωνιστής του διαπρέπει. Εκείνη και το γούστο της, εκείνη και η οικογενειακή τους ευτυχία.

«Είσαι καλά;» τον ρωτά ανήσυχη. Όλοι σήμερα νοιάζονται για την υγεία του.

«Όχι πολύ. Πάω να ξαπλώσω. Θα φάω αργότερα», απαντά ο Σ. αποφεύγοντας να την κοιτάξει.

Ανεβαίνει τη σκάλα με σιγανά αποφασιστικά βήματα. «Ένα-δύο-τρία…» Στο δέκατο τρίτο σκαλοπάτι κείτεται ακόμα το πλαστικό παπάκι. Ένα κίτρινο, πλαστικό, ανυπεράσπιστο παπάκι.

Ο Σ. σηκώνει το πόδι και πατάει το παιχνίδι με όλη του τη δύναμη. Το παπάκι βγάζει μια διαπεραστική στριγκλιά. Για φαντάσου! Σα να έφαγε μόλις μαχαιριά.

11 comments:

Lex_Luthor06 said...

Επρεπε να γλυστρίσει και να πέσει από την σκάλα. Τοσα δηιγήματα και ακόμα να ανοίξει ρουθούνι. Το κοινό σου διψάει για αιμα.

:-P

(Για άλλη μια φορά εξαιρετικό.)

Weaver said...

Πολύ ωραία τα διηγήματα σου, αλλά έχω μιά απορία: Γιατί έχουν όλα για πρωταγωνιστές άντρες; Οι γυναίκες ή παίζουν δευτερεύοντα ρόλο ή είναι "αντικείμενα" πόθου.
Είναι πιό εύκολη η διερεύνηση της ψυχής των ανδρών;

angeliki marinou said...

@ lexluthor: εκεί, στην αγωνία!!!

@ outosekeinos: Το "Τεμαχίζοντας τη Μ." έχει για πρωταγωνίστρια γυναίκα. Μάλλον τυχαία μου προέκυψε η διάκριση αυτή, αλλά απ΄τη στιγμή που το επισήμανες, προβληματίστηκα.

Οχι, δεν είναι εύκολη η διερεύνηση της ψυχής των ανδρών. Είναι όμως πιο ανώδυνη. Οταν αντίθετα κάνεις κατάδυση στην ψυχή της γυναίκας, είναι σα να σαι στο λάκκο με τα πιράνχας. Για τις γυναίκες επιφύλαξα τις πιο σκληρές, "πονεμένες" ιστορίες, για τους άντρες τις πιο "νουάρ", τις πιο "εγκεφαλικές", ας πούμε.

Αυτή είναι η εξήγηση που δίνω υστερόχρονα (που και πάλι μπορεί να μην ισχύει).

satya said...

Θα συμφωνήσω με τον Λούθορα- όχι στο ρουθούνι, στο εξαιρετικό!!
Με ρουφάει ο τρόπος γραφής σου.

Αιολος said...

Εγώ θα συμφωνήσω με τον Σ σε κάτι. "Και μαζί της στερήθηκε την έμπνευση για δύο χρόνια τώρα". Τον νιώθω.

Σε παρακαλώ την επόμενη φορά μην αργήσεις τόσο να ποστάρεις.

Φιλιά.

Αιολος said...

α και χρειάζομαι ένα mail σου επιγόντως.
Εμένα με βρίσκεις από το μπλογκ.

Anonymous said...

Απλά τέλειο το κείμενο σου, για ακόμη μια φορα..

Aσχετο αλλα ήθελα να σου πω, πρόσεξα το αγαπημένο σου βιβλίο είναι το Catcher in the Rye, και έμεινα.. ΜΟΥ έχει μείνει και εμενα αξέχαστο αυτό το βιβλίο!..great minds think alike :)

sorry_girl said...

Δεν χρειάζεται να σου πω πως ήταν καλό ..το ξέρεις!Επίσης η εξήγηση για τους άντρες-χαρατήρες ήταν πολύ σωστή.

Κολοκύθι said...

Η καθαρή γραφή σου, οι ξεκάθαρες εικόνες και τα έντονα συναισθήματα των πρωταγωνιστών σου θα με κρατάνε να σε διαβάζω .
Πολύ καλό όπως και τα προηγούμενα.
(άλλα θέλω ονόματα.. αυτά τα Λ και Σ κάπως με χαλάνε)

Παπαρούνα said...

το τέλος μού θύμισε την πρώτη ιστορία με τη μύγα...;)

angeliki marinou said...

Πολύ σωστά παπαρούνα. Οι passive aggressive χαρακτήρες (άνθρωποι που δεν εξωτερικεύουν την οργή τους) μου είναι ιδιαίτερα προσφιλείς. Χωρίς αυτό να νομιμοποιεί το γεγονός ότι το τέλος στα δύο διηγήματα ήταν ουσιαστικά το ίδιο.

Χαίρομαι που το παρατήρησες κι ελπίζω σε περισσότερες τέτοιου είδους επισημάνσεις, σε κριτική με λίγα λόγια.