"Παιδιά, αμέτε στα κρεββάτια σας".
Δε χρειάστηκε να τους το πει δεύτερη φορά. Τα δύο αγοράκια κρεμάστηκαν απ΄το λαιμό της, τη φίλησαν κι εξαφανίστηκαν τρέχοντας σχεδόν στο δωμάτιό τους.
Η Ασημούλα πάει στην κουζίνα να ετοιμάσει τους καφέδες. Διπλούς, σκέτους.
Στο σαλόνι, οι τρεις άνθρωποι κάθονται αμίλητοι. Ο άντρας και τα κουνιάδια της. Καθώς μοιράζει τους καφέδες, ο ένας της χύνεται λιγάκι στο πιατάκι. Δαγκώνεται, μην της ξεφύγει κανά "Γούρι, γούρι" από συνήθεια.
Οι άνθρωποι του γραφείου κηδειών έφεραν το φέρετρο πριν καμιά ώρα. Φόρεσαν στην πεθερά της το καλό της φουστάνι, αυτό που φόραγε στην εκκλησιά, στους γάμους που την καλούσαν, που τα τελευταία χρόνια όλο και το στένευαν. Τη βάψανε κιόλας κι έγινε αγνώριστη, ίδια μάσκα σαν αυτές που φοράν στο θέατρο. Άδικο είχαν τα παιδιά που τρόμαξαν...
Το φέρετρο τώρα είναι τοποθετημένο στο κέντρο του σαλονιού. Η Ασημούλα κάθεται στην πιο απομακρυσμένη πολυθρόνα, μακριά απ΄το φως των κεριών, ελπίζοντας έτσι να την αφήσουν στην ησυχία της. Η κουνιάδα ήδη κοιτάζει το ρολόι. Αυτή θα είναι η πρώτη που θα την πάρει ο ύπνος. Το ότι παρίσταται στην ολονυχτία είναι από μόνο του μεγάλη παραχώρηση. "Ποιός κάνει στις μέρες μας ολονυχτία".
Οι άντρες μιλάν χαμηλόφωνα. Ο νους της Ασημούλας τριγυρνά σε διάφορα άσχετα. Θα φτάσει το ψάρι για όλους τους καλεσμένους; Ελπίζει να μην καταφτάσουν διάφοροι παρατρεχάμενοι στην κηδεία, αν και τα τελευταία χρόνια η πεθερά της είχε περιορίσει τις κοινωνικές σχέσεις στο ελάχιστο, όχι ότι ήταν ποτέ της κοινωνική. Ηταν πεπεισμένη πως όλοι ήθελαν κάτι απ΄αυτή - και είχε δίκιο. Το σπίτι ήταν κλειστό, η μόνη της επαφή ήταν με τις αδελφές της, που τις έπαιρνε τηλέφωνο και τους έδινε ραπόρτο, πρήστηκαν τα πόδια μου, πονάει το κεφάλι μου, έχω φαγούρα, τί να πουν και οι γιατροί και ποιός να με νοιαστεί, βρε μάνα, πάλι στο τηλέφωνο, κλείστο επιτέλους, θα μας έρθει ο λογαριασμός βουνό. Η κατάκλισή της τελικά ήταν ευλογία για όλους. Για όλους εκτός απ΄την Ασημούλα που είχε αναλάβει τη φροντίδα της."Ασημούλα, νερό". "Ασημούλα, τουαλέτα". "Ασημούλα...". Καμιά φορά θυμόταν το παλιό της αστείο και τη φώναζε "Ασχημούλα". Και η Ασημούλα γέλαγε για να την ευχαριστήσει.
Η Ασημούλα είναι ψηλή, χοντρή, μαυριδερή, με αραιά δόντια. Ο πατέρας της πάντα έλεγε ποιος θα στραβωνόταν να την πάρει, αλλά η καλή φύση προνόησε και της χάρισε κώλο για γκαλίκα. Γκαλίκα είναι το καλάθι που φορτώνονται οι γυναίκες τις πατάτες και τα αλεύρια και το στερεώνουν στο γοφό. Προσόν ανεκτίμητο για νοικοκυροκόριτσο, η προξενήτρα είχε φροντίσει να το τονίσει δεόντως, στο τέλος βρήκε το γαμπρό... αλλά η ασχήμια ασχήμια. Γι αυτό της φόρτωσαν τα πάντα στον κώλο, πατάτες, αλεύρια, παιδιά, καφέδες, κατάκοιτη πεθερά, γιατί κάπως έπρεπε να επανορθώσει. Η Ασημούλα έκλαιγε μέσα της για χρόνια για την αδικία, αλλά τώρα, περασμένα ξεχασμένα. Και όταν τη φωνάζαν "Ασχημούλα" έμαθε να γελάει.
Παράξενη είναι η νεκρή με το φουστάνι. Καιρό είχε να τη δει με φουστάνι. Όλο με νυχτικιές ήταν, με φραμπαλάδες, κορδελίτσες και δαντέλες. Η πεθερά της ήταν όμορφη, κοκέτα, ακόμα και γριά. Και όλο έδινε διαταγές, γιατί το γάλα δεν είναι αρκετά ζεστό, δε μουσκεύει το παξιμάδι, γιατί δε μου έριξες ζάχαρη στο γάλα, γιατί το απαγορεύει ο γιατρός, έχετε ζάχαρο μητέρα, και τί ξέρει αυτός, βάλε μου ζαχαρίτσα να πάω τουλάχιστον χορτάτη, έλα, βάλε μου, και δώστου να φωνάζει και δώστου η Ασημούλα στην κουζίνα να εκτελέσει τις παραγγελιές. Και δώστου ν' αλλάξει μετά τη νυχτικιά γιατί η κατάκοιτη έχυνε τελικά το γάλα πάνω της.
Η μητέρα ο ήλιος και η Ασημούλα ο δορυφόρος που τριγύρναγε γύρω της και γύρω από τον εαυτό της.
Το εβδομαδιαίο μπάνιο. Να γεμίζει τη μπανιέρα αφρόλουτρο με άρωμα βανίλια. Το έκανε ειδική παραγγελία από το μίνι μάρκετ, μόνο αυτό ήθελε η μητέρα και κανένα άλλο. Την απίθωνε με προσοχή μες στη μπανιέρα, μετά που δεν τη βαστούσαν πια τα πόδια της, την έβαζε σε καρεκλάκι μέσα στη μπανιέρα. Δυνατή η Ασημούλα, ίσαμε δυο άντρες. Και τη σαπούνιζε από πάνω ως κάτω, και χώνονταν τα βυζιά της μέσα στα νερά, τα δικά της βυζιά, μεγάλα και χαλαρά σαν της αγελάδας, δυο παιδιά βύζαξαν, δυο παιδιά κι ο κόσμος όλος. Η μητέρα είχε βυζιά μικρά σα λεμονάκια. Δυο λεμονάκια που δεν τα κοβε κανείς κι άρχιζαν σιγά σιγά να σαπίζουν.
Ο άντρας της χασμουριέται. Αμ, κύριε, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, κώλους για γκαλίκα, που μου θελες κι ολονυχτία κι επέμενες, που εσύ κοιμάσαι με τις κότες. Αλλά τα μάτια του είναι πρησμένα, το κλάμα φέρνει νύστα, συγχωρεμένος, έχασε τη μανούλα του, άσχετα αν αυτή δεν είχε κανέναν στα τελευταία της κοντά, παρά αυτήν, την Ασχημούλα.
Μετά το μπάνιο της έβαζε κρέμα για τη φαγούρα. Στα μπράτσα, στα πόδια και στην πλάτη. Της έκανε μασάζ αργά αργά, και ζύμωνε τα μπράτσα, μαλακά και γλιστερά και διάφανα, σαν τις μέδουσες που είχε δει μια φορά στην παραλία που είχαν πάει τα παιδιά να κάνουν μπάνιο και η Ασημούλα απλώς έβρεξε τα ποδάρια της, η Ασημούλα δεν έμαθε κολύμπι γιατί ποτέ της δεν τόλμησε να βάλει μαγιό, κι εκεί που έκανε πλάτσα πλούτσα και χαιρόταν τις είδε ξαφνικά στον αφρό, εκεί που έσκαγαν τα κύματα, τί είναι αυτά Αντώνη, α πα πα μέδουσες, παιδιά πάμε να φύγουμε, είναι βρώμικη η θάλασσα. Και η Ασημούλα λυπήθηκε γιατί είχε ωραίο καιρό και ήλιο.
Τριγύρω σιωπή. Ολοι κοιμούνται.
Και είναι η στιγμή που η Ασημούλα διαλέγει να κλάψει. Απ΄έξω της. Τώρα που φύγαν οι μέδουσες.
Σηκώνεται από την πολυθρόνα και παραλίγο να πέσει, τα πόδια της είχαν μουδιάσει και δεν τα ένιωθε. Πλησιάζει το φέρετρο. Την κοιτάζει για λίγη ώρα σκυμμένη, τα βυζιά της χωμένα στα λουλούδια, και μετά χαμηλώνει, να Τη φιλήσει ευλαβικά στα χείλη.
Δε χρειάστηκε να τους το πει δεύτερη φορά. Τα δύο αγοράκια κρεμάστηκαν απ΄το λαιμό της, τη φίλησαν κι εξαφανίστηκαν τρέχοντας σχεδόν στο δωμάτιό τους.
Η Ασημούλα πάει στην κουζίνα να ετοιμάσει τους καφέδες. Διπλούς, σκέτους.
Στο σαλόνι, οι τρεις άνθρωποι κάθονται αμίλητοι. Ο άντρας και τα κουνιάδια της. Καθώς μοιράζει τους καφέδες, ο ένας της χύνεται λιγάκι στο πιατάκι. Δαγκώνεται, μην της ξεφύγει κανά "Γούρι, γούρι" από συνήθεια.
Οι άνθρωποι του γραφείου κηδειών έφεραν το φέρετρο πριν καμιά ώρα. Φόρεσαν στην πεθερά της το καλό της φουστάνι, αυτό που φόραγε στην εκκλησιά, στους γάμους που την καλούσαν, που τα τελευταία χρόνια όλο και το στένευαν. Τη βάψανε κιόλας κι έγινε αγνώριστη, ίδια μάσκα σαν αυτές που φοράν στο θέατρο. Άδικο είχαν τα παιδιά που τρόμαξαν...
Το φέρετρο τώρα είναι τοποθετημένο στο κέντρο του σαλονιού. Η Ασημούλα κάθεται στην πιο απομακρυσμένη πολυθρόνα, μακριά απ΄το φως των κεριών, ελπίζοντας έτσι να την αφήσουν στην ησυχία της. Η κουνιάδα ήδη κοιτάζει το ρολόι. Αυτή θα είναι η πρώτη που θα την πάρει ο ύπνος. Το ότι παρίσταται στην ολονυχτία είναι από μόνο του μεγάλη παραχώρηση. "Ποιός κάνει στις μέρες μας ολονυχτία".
Οι άντρες μιλάν χαμηλόφωνα. Ο νους της Ασημούλας τριγυρνά σε διάφορα άσχετα. Θα φτάσει το ψάρι για όλους τους καλεσμένους; Ελπίζει να μην καταφτάσουν διάφοροι παρατρεχάμενοι στην κηδεία, αν και τα τελευταία χρόνια η πεθερά της είχε περιορίσει τις κοινωνικές σχέσεις στο ελάχιστο, όχι ότι ήταν ποτέ της κοινωνική. Ηταν πεπεισμένη πως όλοι ήθελαν κάτι απ΄αυτή - και είχε δίκιο. Το σπίτι ήταν κλειστό, η μόνη της επαφή ήταν με τις αδελφές της, που τις έπαιρνε τηλέφωνο και τους έδινε ραπόρτο, πρήστηκαν τα πόδια μου, πονάει το κεφάλι μου, έχω φαγούρα, τί να πουν και οι γιατροί και ποιός να με νοιαστεί, βρε μάνα, πάλι στο τηλέφωνο, κλείστο επιτέλους, θα μας έρθει ο λογαριασμός βουνό. Η κατάκλισή της τελικά ήταν ευλογία για όλους. Για όλους εκτός απ΄την Ασημούλα που είχε αναλάβει τη φροντίδα της."Ασημούλα, νερό". "Ασημούλα, τουαλέτα". "Ασημούλα...". Καμιά φορά θυμόταν το παλιό της αστείο και τη φώναζε "Ασχημούλα". Και η Ασημούλα γέλαγε για να την ευχαριστήσει.
Η Ασημούλα είναι ψηλή, χοντρή, μαυριδερή, με αραιά δόντια. Ο πατέρας της πάντα έλεγε ποιος θα στραβωνόταν να την πάρει, αλλά η καλή φύση προνόησε και της χάρισε κώλο για γκαλίκα. Γκαλίκα είναι το καλάθι που φορτώνονται οι γυναίκες τις πατάτες και τα αλεύρια και το στερεώνουν στο γοφό. Προσόν ανεκτίμητο για νοικοκυροκόριτσο, η προξενήτρα είχε φροντίσει να το τονίσει δεόντως, στο τέλος βρήκε το γαμπρό... αλλά η ασχήμια ασχήμια. Γι αυτό της φόρτωσαν τα πάντα στον κώλο, πατάτες, αλεύρια, παιδιά, καφέδες, κατάκοιτη πεθερά, γιατί κάπως έπρεπε να επανορθώσει. Η Ασημούλα έκλαιγε μέσα της για χρόνια για την αδικία, αλλά τώρα, περασμένα ξεχασμένα. Και όταν τη φωνάζαν "Ασχημούλα" έμαθε να γελάει.
Παράξενη είναι η νεκρή με το φουστάνι. Καιρό είχε να τη δει με φουστάνι. Όλο με νυχτικιές ήταν, με φραμπαλάδες, κορδελίτσες και δαντέλες. Η πεθερά της ήταν όμορφη, κοκέτα, ακόμα και γριά. Και όλο έδινε διαταγές, γιατί το γάλα δεν είναι αρκετά ζεστό, δε μουσκεύει το παξιμάδι, γιατί δε μου έριξες ζάχαρη στο γάλα, γιατί το απαγορεύει ο γιατρός, έχετε ζάχαρο μητέρα, και τί ξέρει αυτός, βάλε μου ζαχαρίτσα να πάω τουλάχιστον χορτάτη, έλα, βάλε μου, και δώστου να φωνάζει και δώστου η Ασημούλα στην κουζίνα να εκτελέσει τις παραγγελιές. Και δώστου ν' αλλάξει μετά τη νυχτικιά γιατί η κατάκοιτη έχυνε τελικά το γάλα πάνω της.
Η μητέρα ο ήλιος και η Ασημούλα ο δορυφόρος που τριγύρναγε γύρω της και γύρω από τον εαυτό της.
Το εβδομαδιαίο μπάνιο. Να γεμίζει τη μπανιέρα αφρόλουτρο με άρωμα βανίλια. Το έκανε ειδική παραγγελία από το μίνι μάρκετ, μόνο αυτό ήθελε η μητέρα και κανένα άλλο. Την απίθωνε με προσοχή μες στη μπανιέρα, μετά που δεν τη βαστούσαν πια τα πόδια της, την έβαζε σε καρεκλάκι μέσα στη μπανιέρα. Δυνατή η Ασημούλα, ίσαμε δυο άντρες. Και τη σαπούνιζε από πάνω ως κάτω, και χώνονταν τα βυζιά της μέσα στα νερά, τα δικά της βυζιά, μεγάλα και χαλαρά σαν της αγελάδας, δυο παιδιά βύζαξαν, δυο παιδιά κι ο κόσμος όλος. Η μητέρα είχε βυζιά μικρά σα λεμονάκια. Δυο λεμονάκια που δεν τα κοβε κανείς κι άρχιζαν σιγά σιγά να σαπίζουν.
Ο άντρας της χασμουριέται. Αμ, κύριε, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, κώλους για γκαλίκα, που μου θελες κι ολονυχτία κι επέμενες, που εσύ κοιμάσαι με τις κότες. Αλλά τα μάτια του είναι πρησμένα, το κλάμα φέρνει νύστα, συγχωρεμένος, έχασε τη μανούλα του, άσχετα αν αυτή δεν είχε κανέναν στα τελευταία της κοντά, παρά αυτήν, την Ασχημούλα.
Μετά το μπάνιο της έβαζε κρέμα για τη φαγούρα. Στα μπράτσα, στα πόδια και στην πλάτη. Της έκανε μασάζ αργά αργά, και ζύμωνε τα μπράτσα, μαλακά και γλιστερά και διάφανα, σαν τις μέδουσες που είχε δει μια φορά στην παραλία που είχαν πάει τα παιδιά να κάνουν μπάνιο και η Ασημούλα απλώς έβρεξε τα ποδάρια της, η Ασημούλα δεν έμαθε κολύμπι γιατί ποτέ της δεν τόλμησε να βάλει μαγιό, κι εκεί που έκανε πλάτσα πλούτσα και χαιρόταν τις είδε ξαφνικά στον αφρό, εκεί που έσκαγαν τα κύματα, τί είναι αυτά Αντώνη, α πα πα μέδουσες, παιδιά πάμε να φύγουμε, είναι βρώμικη η θάλασσα. Και η Ασημούλα λυπήθηκε γιατί είχε ωραίο καιρό και ήλιο.
Τριγύρω σιωπή. Ολοι κοιμούνται.
Και είναι η στιγμή που η Ασημούλα διαλέγει να κλάψει. Απ΄έξω της. Τώρα που φύγαν οι μέδουσες.
Σηκώνεται από την πολυθρόνα και παραλίγο να πέσει, τα πόδια της είχαν μουδιάσει και δεν τα ένιωθε. Πλησιάζει το φέρετρο. Την κοιτάζει για λίγη ώρα σκυμμένη, τα βυζιά της χωμένα στα λουλούδια, και μετά χαμηλώνει, να Τη φιλήσει ευλαβικά στα χείλη.
16 comments:
Τα ήθελε ο "κώλος¨" της της Ασημούλας.
Κάτι δεν πάει καλά με σην Ασημούλα ε;
Πολύ ωραίο διήγημα. Σε μια κοινωνία όπου οι σχέσεις των ανθρώπων στηρίζονται πάνω και την εντύπωση, τον ατομισμό και το συμφέρον, μάθημα ζωής για όλους το πως η ζωή απομονώνει τους πραγματικούς της ήρωες. Εύγε σου.
αχ πριν την λέξη εντύπωση, είχα πει για το ιματζ...δεν θα πέρασε στο πληκτρολόγιο. Συγνώμη για την παράλειψη.
Δεν είμαι σίγουρος αν ήταν το καλύτερο σου. Νομίζω πως ήταν (με τα δικα μου κριτίρια πάντα).
Ο Χαρακτήρας σου ειναι τέλεια σκιαγραφημένος, οι εικόνες σου τέλειες και οι λιτες περιγραφές σου φερνουν μυρωδιές και ήχους.
Περιέγραψες σε λιγες λεξεις μια ζωη ολόκληρη. Λες και γνωρισα την ηρωίδα σου , λες και ξερω πως θα ειναι τα υπολοιπα χροναι της ζωης της.
Πραγματικά εντυπωσιάστικα.
Πολυ καλο, πολυ αληθινό, καλη μου..
Πραγματικα, ετσι είναι οι αληθινοί ήρωες της ανθρωπότητας. Σπανια άτομα, σαν την Ασημούλα, *the quiet achievers*.
Ανθρωποι που κάνουν κάτι σπουδαίο χωρίς να το συνειδητοποιούν..
Ανθρωποι που αφιερώνουν ολόκληρη την ζωή τους προσφέροντας σε άλλους, για να βρουν τον ευατο τους...
Μερικές φορές απορώ.. Πόσους ανθρώπους μπορεί να χωρέσει η ψυχούλα σου? Γιατί δεν τους φτιάχνει μόνο το μυαλό σου, αυτό είναι βέβαιο..
Η ατμόσφαιρα του κειμένου σου είναι αποπνικτική- όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι. Οι περιγραφές σου είναι ακαταμάχητες. Μου αρέσει που δεν είσαι επιτηδευμένη στο λεξιλόγιό σου.
Υπέροχη για ακόμη μια φορά...
Στις τόσες ιστορίες satya μου, μόνο τον Τάκη έβγαλα απ΄το μυαλό μου. Οι άλλοι υπήρξαν γύρω μου και - πλέον - μέσα μου.
Σας ευχαριστώ πολύ όλους για τα σχόλιά σας. Μεγάλο κίνητρο η αγάπη για να ζει κανείς. Και απροσδόκητο ώρες ώρες.
Απλώς όταν περιγράφεις ένα χαρακτήρα, το κάνεις άψογα.
Είμαι σίγουρη πως είναι το καλύτερό σου.
Σ΄ευχαριστώ αγαπητή, μου φτιαξες τη μέρα!
Καλημέρα και μπράβο και καλή τύχη με το επόμενο
Έχω την εντύπωση ότι ο λόγος σου ξεκλειδώνεται…
;)
Φωτιά!!!!!!!!!!!!!!!!!
Σε ποιά ηλικία έχεις τόσο μεστή πείρα από τη ζωή;
Την καλησπέρα μου
Καλημέρα μαυρόγατε. Στην ηλικία που είμαι ακόμα δέκτης και σφουγγάρι. Ελπίζω σε μερικά χρόνια να μου χουν φύγει οι συμπόνιες και οι προβληματισμοί, να κόψω και το γράψιμο και ν' αρχίσω body-building.
Στις 28 του μήνα μάλιστα δέχομαι ευχές, γίνομαι εικοσιδέκα.
herinna, numb2006, καλώς ήρθατε κι ευχαριστώ.
Βόδυ βίλδινγκ! Μια συγγραφέας! Γιατί; Θέλεις να δείρεις κανέναν, στ αλήθεια ή στα ψέμματα;
Σ;)))))
Συγγραφέας!!! Βαρύς τίτλος.
Επιδειξίας, μάλιστα. Εδώ επιδεικνύω γραπτά, εκεί μυς (οι body-builders βρε δε δέρνουν. Απλά περιφέρονται, σφίγγονται και κάνουν τους άλλους ν' αναστενάζουν. Εχω ευγενείς στόχους για την τρίτη, άντε τέταρτη δεκαετία μου).
Post a Comment