Το φόρεμα κρέμεται στα αριστερά της ντουλάπας, ξέχωρα απ΄τ' άλλα. Soie sauvage και δαντέλα, κατευθείαν απ΄το Παρίσι.
"Μαμά παντρεύομαι" πληροφόρησε τη φωτογραφία στον τοίχο.
"Μην το λερώσεις μόνο, κακομοίρα μου. Όπως το πήρες, έτσι να το γυρίσεις".
Το σώμα της ταιριάζει άψογα στο νυφικό της μαμάς.
Βρώμικο φως μπαίνει απ΄τις γρίλιες. Οι εκθέσεις αδιόρθωτες, στοίβες, πάνω στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού. Έχει όλο τον καιρό, μέχρι το μάθημα της Τρίτης. Ένα μπουκάλι με μπλε liqueur, Parfait d' amour, το ποτηράκι άπλυτο. Δίκιο έχει η μάνα της που την λέει τσαπατσούλα.
Δεν ανοίγει τις γρίλιες. Γρουσουζιά να δουν τη νύφη πριν το γάμο. Η καμπάνα της εκκλησιάς ηχεί τέσσερις φορές.
Hier encore j’avais 20 ans je caressais le temps et jouais de la vie
Comme on joue de l’amour et je vivais la nuit sans compter sur mes jours
qui fuyaient dans le temps
Πρέπει να βιαστεί.
Κάθεται στο μαξιλάρι της τουαλέτας που αναδίδει άρωμα λουστραρισμένης κερασιάς. Κοιτάζεται στον καθρέφτη. Είναι χλωμή. Μόλις που κοιμήθηκε τρεις ώρες, το βράδυ. Νωρίτερα το πρωί πήγε κομμωτήριο. Την ώρα ακριβώς που άνοιγαν. "Παντρεύομαι". Τα μαλλιά της μαζεμένα, αφράτα στην κορφή, για ύψος. Ξανθά. Έπρεπε να τα είχε βάψει, να δώσει χρώμα. Μα το ξανθό είναι πιο αριστοκρατικό. Comme la reine brisée.
Eφαρμόζει τη βάση με τις άκρες των δαχτύλων, χωρίς να βιάζεται. Πούδρα με άρωμα τριαντάφυλλο. Μια γραμμή στα μάτια. Αλλη μία. Καφέ σκιά. Μπόλικο απ΄το κομματιασμένο ρουζ στο χρυσό κουτί με το καθρεφτάκι. Στις παρειές, στη μύτη, στο μέτωπο, στο πηγούνι. Τώρα είναι πολύ καλύτερα. Πάντα επιμένει να βάφεται μόνη της. Η τέχνη της δεν την έχει προδώσει ποτέ.
"Μη σε ξαναδώ στο μάθημα βαμμένη, θα το πω στο λυκειάρχη. Μεγαλώσατε μαθές και θέλετε άντρα. Τσουλιά".
Ψάχνει το κουτί το λαξεμένο με έρωτες. Αυτό της γαλλίδας γιαγιάς. Οι έρωτες ξερνάν ένα σύννεφο σκόνης, καθώς ανοίγει το κουτί.
J’ai fait tant de projets qui sont restés en l’air
j’ai fondé tant d’espoirs qui se sont envolés
Que je reste perdu ne sachant où allant aller
mes yeux cherchant le ciel mais le coeur mis en terre.
Μια χρυσή αλυσίδα με charm. Ένα σετ χρυσά σκουλαρίκια με φίλντισι. Ευτυχώς που δεν έκλεισαν οι τρύπες στ' αυτιά της. Το σχολείο έχει αυστηρούς κανονισμούς. Που ακούστηκε καθηγήτρια να φορά κρεμαστά σκουλαρίκια. Βραχιόλια με διαμαντάκια, κουμπωτά. Έχει λεπτούς καρπούς και δε χρειάζεται να τα ξεκουμπώσει. Σαν τη γιαγιά της.
Μια ματιά στο ρολόι του τοίχου. Πέντε και μισή. Ένα ψέκασμα άρωμα γιασεμί και είναι έτοιμη.
*****
Έξω έχει ακόμα φως. Σεπτέμβρης μήνας. Χθες έβρεξε, αλλά σήμερα είχε ήλιο.
Προχωρά με αργά βηματάκια κρατώντας σφιχτά την τσαντούλα της με τις παγιέτες. Η εκκλησία είναι πέντε λεπτά. Ο πεζόδρομος ανώμαλος.
Ο κόσμος την κοιτάζει περίεργα. Εκείνη αποστρέφει το βλέμμα της. Comme la reine brisée. Μην κατσουφιάσει, θα χαλάσει όλος ο κόπος της τελευταίας ώρας.
Παραλίγο να πέσει δυο φορές, έτσι όπως προχωρά με το κεφάλι γυρισμένο. "Οι άλλοι είναι η δυστυχία σου", πόσο δίκιο είχε ο Proust. Άξεστοι άνθρωποι. Μα δε θα κάνει σε κανένα τη χάρη.
Δυο κοπέλες έρχονται προς το μέρος της πιασμένες χέρι χέρι. Τις βλέπει με την άκρη του ματιού. Σα δε ντρέπονται, μέσα στον κόσμο. Δυο φοιτήτριες με σάκες στον ώμο, άβαφες. Το προσωπείο της παρθενίας. Μα η προστυχιά φωνάζει από μακριά. Εκείνη δεν την ξεγελάνε.
Η μια τους δαγκώνεται καθώς την προσπερνάνε, το πρόσωπό της μια τσαλακωμένη μάσκα κωμικού. Και τότε δεν κρατιέται.
"Τί γελάς μωρή; Τί γελάς; Θα σου ξεριζώσω το μαλλί τρίχα τρίχα! Αει στο διάολο!" και συνεχίζει φουρκισμένη το δρόμο της, το ρουζ κομματιασμένο, το πρόσωπό της σαν άνυδρη έρημος, άνυδρο από δάκρυα, άνυδρο από αισθήματα χρόνια τώρα. Δε θα τους κάνει τη χάρη.
Οι κοπέλες παγώνουν προς στιγμή. Μετά συνεχίζουν γρήγορα το δρόμο τους, κι όταν έχουν φτάσει πια σε απόσταση ασφαλείας, ξεραίνονται στο γέλιο. Το γέλιο που ξεπλένει την προσβολή.
"Τί ήταν αυτό, ρε μαλάκα;"
"Kαλά, ας μην ήταν τρελή και θα σου λεγα. Θα της απαντούσα, αλλά δεν την είδες; Θεότρελη!"
Ο κύριος που πουλάει χαρτομάντηλα στη στάση των λεωφορείων:
"Βρε κορίτσια, συμπαθάτε τη, τη γριά. Πριν καμιά σαρανταριά χρόνια, κάποιος την έστησε στα σκαλιά της εκκλησίας. Τέτοια μέρα θάταν. Όλοι εδώ την ξέρουμε, άκακη είναι, αλλά έχει τη βίδα της. Πάρτε ένα χαρτομάντηλο. Τώρα που πιάνουν τα κρύα..."
"Μαμά παντρεύομαι" πληροφόρησε τη φωτογραφία στον τοίχο.
"Μην το λερώσεις μόνο, κακομοίρα μου. Όπως το πήρες, έτσι να το γυρίσεις".
Το σώμα της ταιριάζει άψογα στο νυφικό της μαμάς.
Βρώμικο φως μπαίνει απ΄τις γρίλιες. Οι εκθέσεις αδιόρθωτες, στοίβες, πάνω στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού. Έχει όλο τον καιρό, μέχρι το μάθημα της Τρίτης. Ένα μπουκάλι με μπλε liqueur, Parfait d' amour, το ποτηράκι άπλυτο. Δίκιο έχει η μάνα της που την λέει τσαπατσούλα.
Δεν ανοίγει τις γρίλιες. Γρουσουζιά να δουν τη νύφη πριν το γάμο. Η καμπάνα της εκκλησιάς ηχεί τέσσερις φορές.
Hier encore j’avais 20 ans je caressais le temps et jouais de la vie
Comme on joue de l’amour et je vivais la nuit sans compter sur mes jours
qui fuyaient dans le temps
Πρέπει να βιαστεί.
Κάθεται στο μαξιλάρι της τουαλέτας που αναδίδει άρωμα λουστραρισμένης κερασιάς. Κοιτάζεται στον καθρέφτη. Είναι χλωμή. Μόλις που κοιμήθηκε τρεις ώρες, το βράδυ. Νωρίτερα το πρωί πήγε κομμωτήριο. Την ώρα ακριβώς που άνοιγαν. "Παντρεύομαι". Τα μαλλιά της μαζεμένα, αφράτα στην κορφή, για ύψος. Ξανθά. Έπρεπε να τα είχε βάψει, να δώσει χρώμα. Μα το ξανθό είναι πιο αριστοκρατικό. Comme la reine brisée.
Eφαρμόζει τη βάση με τις άκρες των δαχτύλων, χωρίς να βιάζεται. Πούδρα με άρωμα τριαντάφυλλο. Μια γραμμή στα μάτια. Αλλη μία. Καφέ σκιά. Μπόλικο απ΄το κομματιασμένο ρουζ στο χρυσό κουτί με το καθρεφτάκι. Στις παρειές, στη μύτη, στο μέτωπο, στο πηγούνι. Τώρα είναι πολύ καλύτερα. Πάντα επιμένει να βάφεται μόνη της. Η τέχνη της δεν την έχει προδώσει ποτέ.
"Μη σε ξαναδώ στο μάθημα βαμμένη, θα το πω στο λυκειάρχη. Μεγαλώσατε μαθές και θέλετε άντρα. Τσουλιά".
Ψάχνει το κουτί το λαξεμένο με έρωτες. Αυτό της γαλλίδας γιαγιάς. Οι έρωτες ξερνάν ένα σύννεφο σκόνης, καθώς ανοίγει το κουτί.
J’ai fait tant de projets qui sont restés en l’air
j’ai fondé tant d’espoirs qui se sont envolés
Que je reste perdu ne sachant où allant aller
mes yeux cherchant le ciel mais le coeur mis en terre.
Μια χρυσή αλυσίδα με charm. Ένα σετ χρυσά σκουλαρίκια με φίλντισι. Ευτυχώς που δεν έκλεισαν οι τρύπες στ' αυτιά της. Το σχολείο έχει αυστηρούς κανονισμούς. Που ακούστηκε καθηγήτρια να φορά κρεμαστά σκουλαρίκια. Βραχιόλια με διαμαντάκια, κουμπωτά. Έχει λεπτούς καρπούς και δε χρειάζεται να τα ξεκουμπώσει. Σαν τη γιαγιά της.
Μια ματιά στο ρολόι του τοίχου. Πέντε και μισή. Ένα ψέκασμα άρωμα γιασεμί και είναι έτοιμη.
*****
Έξω έχει ακόμα φως. Σεπτέμβρης μήνας. Χθες έβρεξε, αλλά σήμερα είχε ήλιο.
Προχωρά με αργά βηματάκια κρατώντας σφιχτά την τσαντούλα της με τις παγιέτες. Η εκκλησία είναι πέντε λεπτά. Ο πεζόδρομος ανώμαλος.
Ο κόσμος την κοιτάζει περίεργα. Εκείνη αποστρέφει το βλέμμα της. Comme la reine brisée. Μην κατσουφιάσει, θα χαλάσει όλος ο κόπος της τελευταίας ώρας.
Παραλίγο να πέσει δυο φορές, έτσι όπως προχωρά με το κεφάλι γυρισμένο. "Οι άλλοι είναι η δυστυχία σου", πόσο δίκιο είχε ο Proust. Άξεστοι άνθρωποι. Μα δε θα κάνει σε κανένα τη χάρη.
Δυο κοπέλες έρχονται προς το μέρος της πιασμένες χέρι χέρι. Τις βλέπει με την άκρη του ματιού. Σα δε ντρέπονται, μέσα στον κόσμο. Δυο φοιτήτριες με σάκες στον ώμο, άβαφες. Το προσωπείο της παρθενίας. Μα η προστυχιά φωνάζει από μακριά. Εκείνη δεν την ξεγελάνε.
Η μια τους δαγκώνεται καθώς την προσπερνάνε, το πρόσωπό της μια τσαλακωμένη μάσκα κωμικού. Και τότε δεν κρατιέται.
"Τί γελάς μωρή; Τί γελάς; Θα σου ξεριζώσω το μαλλί τρίχα τρίχα! Αει στο διάολο!" και συνεχίζει φουρκισμένη το δρόμο της, το ρουζ κομματιασμένο, το πρόσωπό της σαν άνυδρη έρημος, άνυδρο από δάκρυα, άνυδρο από αισθήματα χρόνια τώρα. Δε θα τους κάνει τη χάρη.
Οι κοπέλες παγώνουν προς στιγμή. Μετά συνεχίζουν γρήγορα το δρόμο τους, κι όταν έχουν φτάσει πια σε απόσταση ασφαλείας, ξεραίνονται στο γέλιο. Το γέλιο που ξεπλένει την προσβολή.
"Τί ήταν αυτό, ρε μαλάκα;"
"Kαλά, ας μην ήταν τρελή και θα σου λεγα. Θα της απαντούσα, αλλά δεν την είδες; Θεότρελη!"
Ο κύριος που πουλάει χαρτομάντηλα στη στάση των λεωφορείων:
"Βρε κορίτσια, συμπαθάτε τη, τη γριά. Πριν καμιά σαρανταριά χρόνια, κάποιος την έστησε στα σκαλιά της εκκλησίας. Τέτοια μέρα θάταν. Όλοι εδώ την ξέρουμε, άκακη είναι, αλλά έχει τη βίδα της. Πάρτε ένα χαρτομάντηλο. Τώρα που πιάνουν τα κρύα..."
14 comments:
Οι στίχοι είναι απ΄το "Hier encore" Charles Aznavour.
Parfois la vie est cruelle et tragique...
πολύ όμορφο
:-)
Αυτοι οι περιπτεραδες τα ξερουν ολα τελικα.
tres jolie!
πολύ καλό καλό σου βράδυ
Χλωμό, κείμενο που σε κάνει να κοιτάζεσαι στο καθρέφτη. Χλωμό και όμορφο. :-)
Βρήκα και ποια μου θύμισε η ηρωίδα σου.
Την γρία από το ''Μεγάλες Προσδοκίες'' στην ταινία με τον Ηθαν Χοκ και την Γουίνεθ Πάλτροου. (το έκανε βιβλίο και ο Τσαρλς Ντικενς αργότερα)
Καλά που μου το είπες. Να τους ζητήσω τα πνευματικά δικαιώματα (εγώ το σκέφτηκα πρώτη).
....
Λοιπόν, κι εγώ αυτή τη γριά είχα στο μυαλό μου ΑΡΧΙΚΑ και ήθελα να γράψω κάτι σχετικό.
Μέχρι που πριν ένα μήνα παίχτηκε το σκηνικό που περιέγραψα (με τη γριά που έβρισε τις κοπέλες που την κοίταζαν περίεργα) στον πεζόδρομο της Ακαδημίας. Με τη διαφορά ότι η γριά δεν ήταν ντυμένη νύφη, αλλά ...ναυτάκι (μα το Θεό).
Οπότε η νύφη παντρεύτηκε το ναυτάκι, βγήκε το αλαλούμ που διαβάσετε και...ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια εδώ στην Καισαριανή, κυκλοφορούσε μια γυναίκα πολύ μεγάλης ηλικίας, παράξενη, με αλόκοτο ντύσιμο και ασυνήθιστη συμπεριφορά. Όταν περπατούσε λογάριαζε με τα δάχτυλα, μιλούσε σε φανταστικούς συνομιλητές και στο κεφάλι της πάντα είχε τυλιγμένο ένα τσεμπέρι. Την πρώτη φορά που την είδα, ο συνδυασμός εμφάνισης και κίνησης που προκάλεσε ένα ηλίθιο γέλοιο για το οποίο ένιωσα ντροπή αμέσως μόλις τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά μου. Μια γυναίκα γνωστή που παρακολούθησε τη φάση από κοντά, μου είπε, " Αυτή που βλέπεις κοπέλα μου, είναι η μάνα της Ηρώς Κωσταντοπούλου". Μου την θύμισε η περιγραφή σου reton. Μαζί μ' αυτήν κι όλες αυτές τις τραγικές φιγούρες της ζωής που πολύ αγάπησαν και η προδοσία της έστειλε δια παντός σε έναν άλλο πλανήτη.
Το έστησες πολύ όμορφα, με ζέστη ανθρώπινη και βαθιά ευαισθησία. Ως συγγραφέας τιμάς την πέννα σου και σε συγχαίρω γι' αυτό.
ωχ εκ παραδρομής λάθος. Όχι που προκάλεσε, ΜΟΥ προκάλεσε.
Μελαγχόλησα..
αλλά αυτό θα πει πως ήταν πολύ καλό!
@herinna: μου το είπε και μια συνάδελφος που μένει απ΄τη μεριά του σκοπευτηρίου για τη μητέρα της Η.Κ. Επίσης, για πολύ καιρό έβλεπα στο λεωφορείο Πειραιά-Γλυφάδας δυο αδελφές (μάλλον) πολύ μεγάλες σε ηλικία που ντύνονταν μπεμπέ - και φαίνονταν να είναι όμορφες στα νιάτα τους...
Το θέμα είναι ότι οι ίδιοι είναι ευτυχισμένοι στην πραγματικότητά τους, πιστεύω. Δηλαδή εμείς τους οικτίρουμε, επειδή ακριβώς είμαστε απέξω κι επειδή θέλουμε αποδιοπομπαίους τράγους (εκεί κολλάει το "οι άλλοι είναι η δυστυχία σου"), όχι γιατί είναι στ΄αλήθεια αξιολύπητοι. Αλλωστε όλοι λέμε ψέμματα στον εαυτό μας για διάφορα θέματα, ε, αυτοί λένε λίγα παραπάνω.
Mes chers "inconnue" et avaton, λούθορα, alkyoni, κολοκύθι, herinna, sorry_girl σας ευχαριστώ πολύ πολύ για τα σχόλιά σας.
Xmmm.... και στα δικά μου.
Δε θα μου πετάτε όμως πέτρες στο δρόμο, εντάξει;
το κομματιασμένο ροζ φταίει
Post a Comment