Εκείνη την ημέρα, σαράντα χρόνια πριν, η Τασία πότιζε τις ζέρμπερες στο μπαλκόνι της. Την έβλεπε την άλλη που ανέβαινε την ανηφόρα, αγκομαχώντας στο λιοπύρι. Κάποια φορά σήκωσε το κεφάλι, τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν.
Ηταν μίσος με την πρώτη ματιά.
"Τούτο εδώ είναι το οικόπεδο; Που πουλιέται;"
"Κυρία μου, άδικο κόπο κάνατε. Το οικόπεδο το έχει καπαρώσει ο αδελφός μου".
Ο αδελφός της πράγματι σκόπευε να αγοράσει το οικόπεδο. Είχαν μεγαλώσει με τις αρχές "Το να χέρι νίβει τ΄άλλο και τα δυο το πρόσωπο", "να στε κοντά τ' αδέλφια, ν' αλληλοβοηθιέστε". Εμενε μοναχά να πέσουν κι άλλο οι τιμές των ακινήτων, να σταθεροποιούνταν η παγκόσμια οικονομία για να αποτολμήσει να ξεθάψει τις καταθέσεις του από το στρώμα, το ειδικά διαμορφωμένο με φερμουάρ στο πλάι, και να περάσει τα δυο επόμενα χρόνια της ζωής του σε διαρκή προστριβή με τα μαστόρια και την αδελφή του την Τασία που θα έκανε υποδείξεις με ύφος επιστάτη. Δηλαδή σε ένα πολύ μακρινό κι αβέβαιο μέλλον.
Η Τασία φυσικά το ήξερε. Μόνο μέλημά της ήταν να μη χτιστεί δίπλα της μεγαλύτερη πολυκατοικία απ΄τη δική της. Εβγαινε το πρωί να ποτίσει τις ζέρμπερες και είχε την εποπτεία ολόκληρης της γειτονιάς. Δε θα ερχόταν τώρα μια στεγνή γυναικούλα, μια αγκομαχούσα, να της στερήσει τα προνόμιά της.
Η άλλη - επίσης φυσικά - "έγραψε" και την Τασία και τον αδελφό της. Και υπέγραψε τα συμβόλαια της αγοράς του οικοπέδου, με τον άντρα της, έναν κοιλαρά φορτηγατζή ονόματι Μήτσο. Ηταν η πράξη που σηματοδότησε την απαρχή των εχθροπραξιων.
Η Τασία είχε γνωστό πολύ κόσμο. Στη δημαρχία, στην αστυνομία, στην πολεοδομία. Κάθε άντρας με εξουσία κρύβει καρδιά τρυφερή ωσάν μαρουλιού και άλυτα θέματα σεξουαλικής φύσεως. Δεν εξηγείται αλλιώς πώς ο Ανέστης ο αντιδήμαρχος, κοιτούσε την Τασία που έβαζε το χέρι στη μέση "άκου δω, αυτη η ελεεινή που χτίζει σπίτι δίπλα σκάβει και τα δικά μου θεμέλια. Θα μου γκρεμίσουν το σπίτι" και έλιωνε από λατρεία. Μέρα παρά μέρα έστελναν στους διπλανούς την πολεοδομία, "για παράβαση των κανόνων ανέγερσης", την αστυνομία "για διατάραξη κοινής ησυχίας", κι έκατσε κι έγραψε κι ο ίδιος κατατροπωτική έκθεση. Οι εκσκαφείς πληρώνονταν καθημερινά για να κάθονται, η στεγνή κι ο κοιλαράς ήταν να σκάσουν και η Τασία έβγαινε στο μπαλκόνι να ποτίσει και να απολαύσει το θέαμα, χουχούλιαζοντας τα χέρια της - υπό θερμοκρασία 38 βαθμών Κελσίου.
Το μόνο που δεν υπολόγισε ήταν τα αντίποινα. Οταν η στεγνή, που έφερε παρεπιπτόντως το όνομα "κυρία Ευγενία", πήγε στο υποθηκοφυλάκιο κι ανακάλυψε ότι το υπόγειο της Τασίας ήταν παράνομο. Εκεί τα πράγματα έγιναν στ' αλήθεια σκούρα. Εγινε δικαστήριο, οι δικαστές δεν υπέκυψαν στα θέλγητρα της "αφέντρας" και το σπίτι της Τασίας παραλίγο να βγει στον πλειστηριασμό. Ευτυχώς που οι άλλοι από "ανωτερότητα" δεν το προχώρησαν, ευτυχώς ή δυστυχώς, γιατί η Τασία δεν ήταν από κείνους που ανέχονταν ευχαρίστως τέτοια διφορούμενα αισθήματα, όπως η ανωτερότητα. Για καιρό το φύσαγε και δεν το κρύωνε. "Πήγα για μαλλί και βγήκα κουρεμένη".
Η διπλανή πολυκατοικία τελείωσε, παρά τις αντιξοότητες. Δεν ήταν φηλότερη απ΄τη δική της, όπως φοβόταν η Τασία. Εφτανε όμως να της στερήσει τη θέα της και την εποπτεία της γειτονιάς. Το γεγονός αυτό και σηματοδότησε την αλλαγή στρατηγικής.
Οι ίδιοι οι διπλανοί της όπλισαν το χέρι. Ο κυρ-Μήτσος δούλευε στα φορτηγά ολάκερη τη βδομάδα, μόνο μια Κυριακή είχε να ξεκουραστεί και να ξεδώσει. Η Τασία ξυπνούσε πουρνό πουρνό από τα αγκομαχητά και τις καυλιάρικες χριστοπαναγίες (ημέρα Θεού, ήμαρτον!) και κόλλαγε το αυτί στον τοίχο και φανταζόταν τον Μήτσο να έχει λιώσει τη στεγνή κάτω απ΄την κοιλάρα του, οι στάσεις άλλαζαν, τέζα, στα τέσσερα, η κοιλάρα έμενε πανομοιότυπη, και αυτές οι φαντασιώσεις της προκαλούσαν τόση ταραχή που φορούσε τα καλά της και το καπελίνο της και τράβαγε στην εκκλησιά. "Τί έχεις Τασία μου; Κομμένη σε βλέπω". "Τί να έχω Κούλα μου, που οι αντίχριστοι γαμιούνταν πάλι σα σκυλιά - Θεέ μου σχώρα με - και με ξύπνησαν απ΄τ' άγρια χαράματα". Σύντομα η Ζωή, η Κούλα, η Κίτσα και τα άλλα φαρμακόγλωσσα κορίτσα, κοίταζαν τους διπλανούς με μισό μάτι. Ομως αυτό δε φάνηκε να στοιχίζει τόσο στους αποδέκτες των μισών βλεμμάτων, ώστε να θεωρείται Τάσειος νίκη. Κάτι η Τασία δεν είχε υπολογίσει σωστά, ή μάλλον τα ήθη είχαν αλλάξει ανεπιστρεπτί.
Τα επόμενα χρόνια κύλησαν μάλλον πεζά κι ανέμπνευστα. Χαρακτηριστικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την ανεπιτυχή προσπάθεια της Τασίας να πείσει τους υπαλλήλους της πολεοδομίας ότι το πλύσιμο με το λάστιχο της ταράτσας των διπλανών έφερνε υγρασία στο δικό της σπίτι - το κόλπο συνιστώνταν στην καθημερινή επάλειψη του ταβανιού της με σφουγγάρι βουτηγμένο το νερό, μέχρι που πράγματι ο σοβάς φούσκωσε και μια μέρα σχεδόν της ήρθε στο κεφάλι. Το ότι έριξε φόλα στο κοπρόσκυλό τους. Το ότι φώναζε την αστυνομία κάθε που ο κοιλαράς πάρκαρε το φορτηγό έξω απ΄το σπίτι της τις βροχερές μέρες, με την αιτιολογία ότι οι ρόδες άλλαζαν τη φορά του νερού κι έστελναν τη βροχή στην εξώπορτά της. Οι αστυνομικοί σιχτίριζαν, αλλά τί να έκαναν, πήγαιναν. Ενεκα ο διοικητής τους, "πατρίς, θρησκεία και Τασία".
Η πραγματικά αξιομνημόνευτη νίκη έλαβε χώρα καμιά εικοσαριά χρόνια μετά. Στα παντρολογήματα της Φώφης, όπου Φώφη, βλέπε τέκνο των αντίχριστων.
Ο αρραβωνιάρης, πάρκαρε το κάμπριο έξω από την πόρτα της Τασίας και πήγαινε στα πεθερικά, ροδοκόκκινος, στρουμπουλός και φουσκωτός σα διάνος. Η Τασία τον κοίταζε κρυφά απ΄τις γρίλιες και σταυροκοπιόταν. Βρε, χαράς στον άντρα! Εκατό σαν και δαύτον, θα μπορούσε να χε πάρει του λόγου της, μ' αυτή την παρακαλάγανε άνθρωποι με αξιώματα, όχι παρακατιανοί, ούτε αρχοντοχωριάτες, να τριγυρνούν με ένα κάμπριο και να νομίζουν πως κάτι έχουν. Μα αν δεν ταιριάζανε δε θα συμπεθεριάζανε. Χαράς και σ' ελόγου της, της Φώφης, που μάσαγε τσίχλα μ' ανοιχτό το στόμα, και τριγύρναγε με κάτι μηχανόβιους μέσα στ΄άγρια χαράματα, ή σάμπως δεν ήξερε η Τασία πόσοι την περάσανε και δαύτηνε, που παρίστανε τώρα τη χαμηλοβλεπούσα κοπέλα της παντρειάς.
Ενα μεσημέρι η Τασία τον παραφύλαξε που ερχόταν και βγήκε στο κατώφλι.
- Βρε, καλώς τονε! Εχω φρέσκα σύκα, να σας τρατάρω!
Σιγά μην έλεγε όχι, ο παιδοβούβαλος.
- Τί να σας πω, πολύ χαίρομαι! Φαίνεστε καλό παιδί και το Φώφάκι είναι χρυσό κορίτσι! Ολοι εδώ στη γειτονιά έχουμε να το λέμε, το πόσο ταιριαστοί είστε!
- Να στε καλά. Να στε καλά.
- Κι ένας Θεός ξέρει τί πέρασε αυτό το κορίτσι. Πόσο του άξιζε τέτοια τύχη!
- Αλήθεια;
- Ε, τί να σας πω τώρα. Ξέρετε, τα σημερινά κορίτσια...πόσοι επιτήδειοι βρίσκονται να τα εκμεταλλευτούν...κι άμα τα βρίσκουν αγνά και άμαθα...
- Τί μου λέτε;, άκουγε τώρα με πραγματικό ενδιαφέρον ο χοντρός. Καλά η Τασία τον είχε κόψει για "παλαιών αρχών".
- Ξέρεις κύριέ μου, τί είναι να ψάχνεις τον άνθρωπό σου...να ψάχνεις να στεριώσεις φαμίλια... κι αυτός να σε γλεντάει και να σε πετάει, με καταλαβαίνετε τί θέλω να πω...
Ο χοντρός είχε χάσει το χρώμα του.
- Είχε βέβαια ατυχίες το Φωφάκι. Ομως όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Τώρα που βρήκε εσάς να την προσέχετε. Ολοι εδώ την έχουμε σαν παιδί μας.
- Πρέπει να πηγαίνω, ψέλλισε ο χοντρός. Σχεδόν παραπάτησε στο σκαλί.
- Να πάτε, να πάτε στη νυφούλα σας. Και μη στενοχωριέστε τώρα, μ' αυτά που σας είπα. Καλό είναι να έχει η γυναίκα εμπειρίες πριν το γάμο, ακούστε κι εμένα που κάτι ξέρω παραπάνω, παρά να ψάχνει αργότερα για αγαπητικούς και να χαλνά την οικογένειά της, με καταλαβαίνετε, του πέταξε τη χαριστική βολη η Τασία κι έκλεισε πίσω της την πόρτα.
Ο χοντρός δε σταμάτησε βέβαια να έρχεται. Ούτε κορδωτός ήταν όμως πια, ούτε καν ροδοκόκκινος. Ερχόταν κι έφευγε σαν κλέφτης. Σαν "αγαπητικός". Η Τασία έμεινε με αυτή την ανάμνηση να τη ζεσταίνει στην ψυχροπολεμική περίοδο των επομένων ετών. Τότε που παντρεύτηκε τελικά η Φώφη κι έφυγε, "έφυγε" κι από ανακοπή ο κοιλαράς κι έμειναν με την κυρά-Ευγενία. Μόνες, οι δυο τους.
Το μόνο που έτρεμε η Τασία ήταν μην έφευγε η Ευγενία και πήγαινε να ζήσει με την κόρη της. Τα τελευταία χρόνια δεν έβλεπε καλά. Εβγαινε σπάνια για περίπατο, ή πήγαινε στη λαϊκή σέρνοντας προσεκτικά το καρότσι τοίχο-τοίχο. Της αρκούσε της Τασίας να την βλέπει σε αυτή την κατάσταση, δεν είχε πια συμμάχους. η Κούλα είχε πεθάνει, οι πιο νέοι δεν την ήξεραν ή της μιλούσαν συγκαταβατικά, αυτής της Τασίας, του άλλοτε φόβητρου της γειτονιάς, της αρκούσε μόνο να την έχει μια ανάσα κοντά της και να τη βλέπει να ψηλαφάει στα τυφλά και σιγομουρμούριζε ακαταλαβίστικες κατάρες, μέσα απ΄τα δόντια της, και σιγόκλαιγε, να ξεράσει με τα δόκρυα την πίκρα μιας ολόκληρης ζωής.
Μια μέρα ήρθε δίπλα το ΕΚΑΒ. Το είχε φωνάξει η γυναίκα που φρόντιζε την κυρα Ευγενία. Η Τασία δε βγήκε καν στις γρίλιες, να δει να παίρνουν με το φορείο τη γριά. Ηξερε πως δε θα την ξανάβλεπε. Δεν ξαναβγήκε απ΄το σπίτι. Την ανακάλυψε κι αυτήν το υγειονομικό, ένα μήνα μετά, όταν η μπόχα είχε γίνει αφόρητη.
Το μόνο κενοτάφιο υπήρχε δίπλα στον τάφο της Ευγενίας, οπότε έριξαν εκεί λάχου-λάχου την Τασία. Βρέθηκαν πάλι μόνες, οι δυο τους. Και η ζωή συνεχίστηκε.
Ηταν μίσος με την πρώτη ματιά.
"Τούτο εδώ είναι το οικόπεδο; Που πουλιέται;"
"Κυρία μου, άδικο κόπο κάνατε. Το οικόπεδο το έχει καπαρώσει ο αδελφός μου".
Ο αδελφός της πράγματι σκόπευε να αγοράσει το οικόπεδο. Είχαν μεγαλώσει με τις αρχές "Το να χέρι νίβει τ΄άλλο και τα δυο το πρόσωπο", "να στε κοντά τ' αδέλφια, ν' αλληλοβοηθιέστε". Εμενε μοναχά να πέσουν κι άλλο οι τιμές των ακινήτων, να σταθεροποιούνταν η παγκόσμια οικονομία για να αποτολμήσει να ξεθάψει τις καταθέσεις του από το στρώμα, το ειδικά διαμορφωμένο με φερμουάρ στο πλάι, και να περάσει τα δυο επόμενα χρόνια της ζωής του σε διαρκή προστριβή με τα μαστόρια και την αδελφή του την Τασία που θα έκανε υποδείξεις με ύφος επιστάτη. Δηλαδή σε ένα πολύ μακρινό κι αβέβαιο μέλλον.
Η Τασία φυσικά το ήξερε. Μόνο μέλημά της ήταν να μη χτιστεί δίπλα της μεγαλύτερη πολυκατοικία απ΄τη δική της. Εβγαινε το πρωί να ποτίσει τις ζέρμπερες και είχε την εποπτεία ολόκληρης της γειτονιάς. Δε θα ερχόταν τώρα μια στεγνή γυναικούλα, μια αγκομαχούσα, να της στερήσει τα προνόμιά της.
Η άλλη - επίσης φυσικά - "έγραψε" και την Τασία και τον αδελφό της. Και υπέγραψε τα συμβόλαια της αγοράς του οικοπέδου, με τον άντρα της, έναν κοιλαρά φορτηγατζή ονόματι Μήτσο. Ηταν η πράξη που σηματοδότησε την απαρχή των εχθροπραξιων.
Η Τασία είχε γνωστό πολύ κόσμο. Στη δημαρχία, στην αστυνομία, στην πολεοδομία. Κάθε άντρας με εξουσία κρύβει καρδιά τρυφερή ωσάν μαρουλιού και άλυτα θέματα σεξουαλικής φύσεως. Δεν εξηγείται αλλιώς πώς ο Ανέστης ο αντιδήμαρχος, κοιτούσε την Τασία που έβαζε το χέρι στη μέση "άκου δω, αυτη η ελεεινή που χτίζει σπίτι δίπλα σκάβει και τα δικά μου θεμέλια. Θα μου γκρεμίσουν το σπίτι" και έλιωνε από λατρεία. Μέρα παρά μέρα έστελναν στους διπλανούς την πολεοδομία, "για παράβαση των κανόνων ανέγερσης", την αστυνομία "για διατάραξη κοινής ησυχίας", κι έκατσε κι έγραψε κι ο ίδιος κατατροπωτική έκθεση. Οι εκσκαφείς πληρώνονταν καθημερινά για να κάθονται, η στεγνή κι ο κοιλαράς ήταν να σκάσουν και η Τασία έβγαινε στο μπαλκόνι να ποτίσει και να απολαύσει το θέαμα, χουχούλιαζοντας τα χέρια της - υπό θερμοκρασία 38 βαθμών Κελσίου.
Το μόνο που δεν υπολόγισε ήταν τα αντίποινα. Οταν η στεγνή, που έφερε παρεπιπτόντως το όνομα "κυρία Ευγενία", πήγε στο υποθηκοφυλάκιο κι ανακάλυψε ότι το υπόγειο της Τασίας ήταν παράνομο. Εκεί τα πράγματα έγιναν στ' αλήθεια σκούρα. Εγινε δικαστήριο, οι δικαστές δεν υπέκυψαν στα θέλγητρα της "αφέντρας" και το σπίτι της Τασίας παραλίγο να βγει στον πλειστηριασμό. Ευτυχώς που οι άλλοι από "ανωτερότητα" δεν το προχώρησαν, ευτυχώς ή δυστυχώς, γιατί η Τασία δεν ήταν από κείνους που ανέχονταν ευχαρίστως τέτοια διφορούμενα αισθήματα, όπως η ανωτερότητα. Για καιρό το φύσαγε και δεν το κρύωνε. "Πήγα για μαλλί και βγήκα κουρεμένη".
Η διπλανή πολυκατοικία τελείωσε, παρά τις αντιξοότητες. Δεν ήταν φηλότερη απ΄τη δική της, όπως φοβόταν η Τασία. Εφτανε όμως να της στερήσει τη θέα της και την εποπτεία της γειτονιάς. Το γεγονός αυτό και σηματοδότησε την αλλαγή στρατηγικής.
Οι ίδιοι οι διπλανοί της όπλισαν το χέρι. Ο κυρ-Μήτσος δούλευε στα φορτηγά ολάκερη τη βδομάδα, μόνο μια Κυριακή είχε να ξεκουραστεί και να ξεδώσει. Η Τασία ξυπνούσε πουρνό πουρνό από τα αγκομαχητά και τις καυλιάρικες χριστοπαναγίες (ημέρα Θεού, ήμαρτον!) και κόλλαγε το αυτί στον τοίχο και φανταζόταν τον Μήτσο να έχει λιώσει τη στεγνή κάτω απ΄την κοιλάρα του, οι στάσεις άλλαζαν, τέζα, στα τέσσερα, η κοιλάρα έμενε πανομοιότυπη, και αυτές οι φαντασιώσεις της προκαλούσαν τόση ταραχή που φορούσε τα καλά της και το καπελίνο της και τράβαγε στην εκκλησιά. "Τί έχεις Τασία μου; Κομμένη σε βλέπω". "Τί να έχω Κούλα μου, που οι αντίχριστοι γαμιούνταν πάλι σα σκυλιά - Θεέ μου σχώρα με - και με ξύπνησαν απ΄τ' άγρια χαράματα". Σύντομα η Ζωή, η Κούλα, η Κίτσα και τα άλλα φαρμακόγλωσσα κορίτσα, κοίταζαν τους διπλανούς με μισό μάτι. Ομως αυτό δε φάνηκε να στοιχίζει τόσο στους αποδέκτες των μισών βλεμμάτων, ώστε να θεωρείται Τάσειος νίκη. Κάτι η Τασία δεν είχε υπολογίσει σωστά, ή μάλλον τα ήθη είχαν αλλάξει ανεπιστρεπτί.
Τα επόμενα χρόνια κύλησαν μάλλον πεζά κι ανέμπνευστα. Χαρακτηριστικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την ανεπιτυχή προσπάθεια της Τασίας να πείσει τους υπαλλήλους της πολεοδομίας ότι το πλύσιμο με το λάστιχο της ταράτσας των διπλανών έφερνε υγρασία στο δικό της σπίτι - το κόλπο συνιστώνταν στην καθημερινή επάλειψη του ταβανιού της με σφουγγάρι βουτηγμένο το νερό, μέχρι που πράγματι ο σοβάς φούσκωσε και μια μέρα σχεδόν της ήρθε στο κεφάλι. Το ότι έριξε φόλα στο κοπρόσκυλό τους. Το ότι φώναζε την αστυνομία κάθε που ο κοιλαράς πάρκαρε το φορτηγό έξω απ΄το σπίτι της τις βροχερές μέρες, με την αιτιολογία ότι οι ρόδες άλλαζαν τη φορά του νερού κι έστελναν τη βροχή στην εξώπορτά της. Οι αστυνομικοί σιχτίριζαν, αλλά τί να έκαναν, πήγαιναν. Ενεκα ο διοικητής τους, "πατρίς, θρησκεία και Τασία".
Η πραγματικά αξιομνημόνευτη νίκη έλαβε χώρα καμιά εικοσαριά χρόνια μετά. Στα παντρολογήματα της Φώφης, όπου Φώφη, βλέπε τέκνο των αντίχριστων.
Ο αρραβωνιάρης, πάρκαρε το κάμπριο έξω από την πόρτα της Τασίας και πήγαινε στα πεθερικά, ροδοκόκκινος, στρουμπουλός και φουσκωτός σα διάνος. Η Τασία τον κοίταζε κρυφά απ΄τις γρίλιες και σταυροκοπιόταν. Βρε, χαράς στον άντρα! Εκατό σαν και δαύτον, θα μπορούσε να χε πάρει του λόγου της, μ' αυτή την παρακαλάγανε άνθρωποι με αξιώματα, όχι παρακατιανοί, ούτε αρχοντοχωριάτες, να τριγυρνούν με ένα κάμπριο και να νομίζουν πως κάτι έχουν. Μα αν δεν ταιριάζανε δε θα συμπεθεριάζανε. Χαράς και σ' ελόγου της, της Φώφης, που μάσαγε τσίχλα μ' ανοιχτό το στόμα, και τριγύρναγε με κάτι μηχανόβιους μέσα στ΄άγρια χαράματα, ή σάμπως δεν ήξερε η Τασία πόσοι την περάσανε και δαύτηνε, που παρίστανε τώρα τη χαμηλοβλεπούσα κοπέλα της παντρειάς.
Ενα μεσημέρι η Τασία τον παραφύλαξε που ερχόταν και βγήκε στο κατώφλι.
- Βρε, καλώς τονε! Εχω φρέσκα σύκα, να σας τρατάρω!
Σιγά μην έλεγε όχι, ο παιδοβούβαλος.
- Τί να σας πω, πολύ χαίρομαι! Φαίνεστε καλό παιδί και το Φώφάκι είναι χρυσό κορίτσι! Ολοι εδώ στη γειτονιά έχουμε να το λέμε, το πόσο ταιριαστοί είστε!
- Να στε καλά. Να στε καλά.
- Κι ένας Θεός ξέρει τί πέρασε αυτό το κορίτσι. Πόσο του άξιζε τέτοια τύχη!
- Αλήθεια;
- Ε, τί να σας πω τώρα. Ξέρετε, τα σημερινά κορίτσια...πόσοι επιτήδειοι βρίσκονται να τα εκμεταλλευτούν...κι άμα τα βρίσκουν αγνά και άμαθα...
- Τί μου λέτε;, άκουγε τώρα με πραγματικό ενδιαφέρον ο χοντρός. Καλά η Τασία τον είχε κόψει για "παλαιών αρχών".
- Ξέρεις κύριέ μου, τί είναι να ψάχνεις τον άνθρωπό σου...να ψάχνεις να στεριώσεις φαμίλια... κι αυτός να σε γλεντάει και να σε πετάει, με καταλαβαίνετε τί θέλω να πω...
Ο χοντρός είχε χάσει το χρώμα του.
- Είχε βέβαια ατυχίες το Φωφάκι. Ομως όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Τώρα που βρήκε εσάς να την προσέχετε. Ολοι εδώ την έχουμε σαν παιδί μας.
- Πρέπει να πηγαίνω, ψέλλισε ο χοντρός. Σχεδόν παραπάτησε στο σκαλί.
- Να πάτε, να πάτε στη νυφούλα σας. Και μη στενοχωριέστε τώρα, μ' αυτά που σας είπα. Καλό είναι να έχει η γυναίκα εμπειρίες πριν το γάμο, ακούστε κι εμένα που κάτι ξέρω παραπάνω, παρά να ψάχνει αργότερα για αγαπητικούς και να χαλνά την οικογένειά της, με καταλαβαίνετε, του πέταξε τη χαριστική βολη η Τασία κι έκλεισε πίσω της την πόρτα.
Ο χοντρός δε σταμάτησε βέβαια να έρχεται. Ούτε κορδωτός ήταν όμως πια, ούτε καν ροδοκόκκινος. Ερχόταν κι έφευγε σαν κλέφτης. Σαν "αγαπητικός". Η Τασία έμεινε με αυτή την ανάμνηση να τη ζεσταίνει στην ψυχροπολεμική περίοδο των επομένων ετών. Τότε που παντρεύτηκε τελικά η Φώφη κι έφυγε, "έφυγε" κι από ανακοπή ο κοιλαράς κι έμειναν με την κυρά-Ευγενία. Μόνες, οι δυο τους.
Το μόνο που έτρεμε η Τασία ήταν μην έφευγε η Ευγενία και πήγαινε να ζήσει με την κόρη της. Τα τελευταία χρόνια δεν έβλεπε καλά. Εβγαινε σπάνια για περίπατο, ή πήγαινε στη λαϊκή σέρνοντας προσεκτικά το καρότσι τοίχο-τοίχο. Της αρκούσε της Τασίας να την βλέπει σε αυτή την κατάσταση, δεν είχε πια συμμάχους. η Κούλα είχε πεθάνει, οι πιο νέοι δεν την ήξεραν ή της μιλούσαν συγκαταβατικά, αυτής της Τασίας, του άλλοτε φόβητρου της γειτονιάς, της αρκούσε μόνο να την έχει μια ανάσα κοντά της και να τη βλέπει να ψηλαφάει στα τυφλά και σιγομουρμούριζε ακαταλαβίστικες κατάρες, μέσα απ΄τα δόντια της, και σιγόκλαιγε, να ξεράσει με τα δόκρυα την πίκρα μιας ολόκληρης ζωής.
Μια μέρα ήρθε δίπλα το ΕΚΑΒ. Το είχε φωνάξει η γυναίκα που φρόντιζε την κυρα Ευγενία. Η Τασία δε βγήκε καν στις γρίλιες, να δει να παίρνουν με το φορείο τη γριά. Ηξερε πως δε θα την ξανάβλεπε. Δεν ξαναβγήκε απ΄το σπίτι. Την ανακάλυψε κι αυτήν το υγειονομικό, ένα μήνα μετά, όταν η μπόχα είχε γίνει αφόρητη.
Το μόνο κενοτάφιο υπήρχε δίπλα στον τάφο της Ευγενίας, οπότε έριξαν εκεί λάχου-λάχου την Τασία. Βρέθηκαν πάλι μόνες, οι δυο τους. Και η ζωή συνεχίστηκε.
25 comments:
Η αλήθεια είναι ότι δεν συνηθίζω να διαβάζω "σεντόνια" αλλά αυτό με καθήλωσε, η Ελλάδα σε όλο της το μεγαλείο.
"Ποιά πήγε κι άπλωσε τα ρούχα στην ταράτσα, ε;;;;;"
Λοιπόν Ρεντόν αυτό είναι σενάριο τουλάχιστον για ένα σήριαλ.
Αν και είναι εξαιρετικό κι έτσι, θα μπορούσες να το αναπτύξεις λίγο, και να εμβαθύνεις και στα γύρω πρόσωπα, δεν έχω ποτέ ξαναδιαβάσει κάτι τέτοιο και σίγουρα θα άξιζε τον κόπο.
Όπως και νά' χει είναι καταπληκτικό.
Καλή Πρωτο+Χρονιά!
Σ;))))))))))
Μπήκα, αλλά δεν πρόλαβα να διαβάσω τίποτα. Μέχρι να το κάνω σου εύχομαι χρόνια πολλά και καλή Πρωτοχρονιά, καθώς και οι καινούργιος χρόνος να σε βρει γεμάτη υγεία, εμπνευση κι επιτυχίες.
Φιλιά
rockordie, και μένα μου τη δίνουν τα σεντόνια - θέλω να πιστεύω ότι σε αποζημίωσε το ψιλοgore στο τέλος. Να σαι καλά, καλη μεταλλική χρονιά σου (μας) εύχομαι!
μαυρόγατε, έχω γράψει κάτι αντίστοιχο μεγάλου μήκους, οπότε επιφυλάσσομαι. Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε! Καλή χρονιά!
herinna;;;;;!!!
Χαίρομαι πολύ που είσαι πίσω. Τις καλύτερες ευχές μου, υγεία σε εσένα και στην οικογένειά σου και θα τα πούμε...
Απολαυστική γραφή όπως πάντα . Καλή σου χρονιά ! :)))
Καταπληκτικό όντως! (you outdid yourself)
Τα πολλά λόγια είναι περιττά...
Καλή πρωτοχρονιά Αγγελική μου..με υγεία και ευτυχία, ότι το καλύτερο για το 2007.
Πολλά πολλά φιλια
Ελληνίδα μου, καλή χρονιά, με υγεία, θετικότητα και ποίηση!
Αννούλα σου εύχομαι καλή χρονιά και ό,τι καλύτερο. Σμουατς!
Καλή χρονιά!!!
Ωραίο ήταν και αυτό το κείμενο
Χρόνια πολλά και καλά.
Να είσαι γερή και να πετύχεις, ό, τι θέλεις.
Επιτρέπεις, να πω με δυό λόγια, τι σκέφτομαι, διαβάζοντάς το;
Έχει, νομίζω, σωστό ψυχολογικό ειρμό και δέσιμο.
Εσωτερική δομή.
Προσεκτικά, μας οδηγεί σε εικόνες που υπήρχαν - κι ίσως ακόμα υπάρχουν -, στην Ελλάδα, στις γειτονιές της Αθήνας, του Πειραιά, κι ίσως στην επαρχία...
Μας δίνει καθαρές εικόνες.
Και πραγματική ψυχολογία, πραγματικών ανθρώπων.
Μου αρέσει, renton!
Καλό 2007!
Παροτι απλη και οικεια ιστορια, ειχε τετοια ωραια ευρηματα και απεφυγε το ευκολο και ακραιο μισος, που τελικα δεν ηταν μια συνηθισμενη ιστορια.
Επισης μεγαλη εκπληξη για μενα, σε σχεση με τα προηγουμενα ποστ.
Καλη χρονια!!
Αx αυτό μ'αρεσε. Μου θύμισε γειτονιά του '50, σε ελληνική ταινία όπου η μια είναι η Δέσπω Διαμαντίδου και η άλλη η Τασώ Καββαδία και αναμετριούτναι με τα χέρια στις μέσες και με οεντρίσιο βλέμμα.
Αγαπη και μίσος μαζί.
Καλή χρονιά.
Χαίρομαι που σε γνωρίζω. Θαυμάσιο γράψιμο.
Μπράβο!
numb, quartier, σας ευχαριστώ, και quartier, να επισημάνω, ναι, υπάρχουν ακόμα τέτοιες εικόνες, διαφορετικά η ιστοριούλα δε θα είχε γραφτεί.
fight back, χαίρομαι που σου άρεσε. Οσο για τη διαφορετικότητα της ιστορίας...μάλλον το κοινωνικό διήγημα είναι ο επίσημος "αγαπητικός" μου (μπουαχαχα) και το μελλοντολογικό-τρομοειδές-μεταφυσικό ο παράνομος. Αντε να δούμε πού θα γείρει η πλάστιγγα.
λεξοτανίλα, μου άρεσε πολύ το σχόλιό σου. Παρασταστικό και απέδωσε επιγραμματικά το νόημα της ιστορίας "αγάπη και μίσος μαζί". (άσε που όταν περιέγραφα τη στριμμένη είχα κάτι σαν εσένα στο μυαλό μου. Είσαι η μούσα μου λέμε!)
sofogreg, καλή χρονιά και καλώς ήρθες. Σ' ευχαριστώ πολύ.
Ποιά απ'τις 2 είμαι;
Η Διαμαντίδου ή η Καββαδία;
Η Καββαδία. Στεγνή, σαυροειδής και αδυσώπητη.
Πολύ μα πολύ μου άρεσε!
Και ήθελα να σου γράψω πως είναι απόλυτα σεναριακό αλλά με προλάβανε!
κλαψ!
Σκέφτηκα μήπως ήθελες τούτο
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΟΣΤ; MHN TEMΠΕΛΙΑΖΕΙΣ ΛΕΜΕΕΕΕΕ
(άσχετο, τι γραμματοσειρά χρησιμοποιείς;)
@ sorry: σ' ευχαριστώ girl!
@ pascal: πλάκα κάνεις. Ελεγα να μου δώσω ρεπό κι αυτή την εβδομάδα. Τέσπα, αν βγάλω κάτι πιο πρώτα, εσύ θα φταις!
Η γραμμ. είναι Arial - Normal Size
Αγαπημένη μου να σε είχα κοντά να σου έδινα τρεις μεγάλες αγκαλιές! Μια για τον χρόνο τον καινούριο να είναι καλός μαζί σου κι εσύ με αυτόν, μια για τον καιρό που έχω να σε διαβάσω και σε ξαναβρίσκω με ένα τόσο υπέροχο κείμενο σαν αυτό (ένιωθα σα να έβλεπα ασπρόμαυρη στην ΥΕΝΕΔ!!!) που με κάνει χαρούμενη μια δύσκολη μέρα και την τρίτη έτσι, γιατί γουστάρω!!!!
satya είσαι ο λόγος που ποτέ δε θα γίνω καταθλιπτική (σοβαρά, τουλάχιστον).
Να σαι καλά κουκλί μου κι εύχομαι οι δύσκολες μέρες να φύγουν και να μην ξαναγυρίσουν.
Καλή χρονιά :))
Καλή χρονιά μπερδεμένη μου, ακυμάτιστη!
Ο θάνατος πάντα ήταν αφορμή.
Πιστεύω θα πιάσει
Καλή χρονιά!
Post a Comment