Γυναικεία φωνή: «Μα τι, λιποθύμησε;»
Γρύλισμα
Γυναικεία φωνή: «Ξέρετε ότι αυτό που κάνατε απαγορεύεται από τον κανονισμό. Έπρεπε να είχατε διακόψει τη διαδικασία. Η να την συνεφέρνατε και να συνεχίζατε»
Γρύλισμα
Γυναικεία φωνή: «Αυτό είναι το νόημα της διαδικασίας, άλλωστε. Να νιώσει τα πάντα».
Γρύλισμα
Γυναικεία φωνή: «Περιμένω να ολοκληρώσετε με πλήρη συμμόρφωση προς τον κανονισμό. Αλλιώς θα υποστείτε τις συνέπειες».
Τίποτα.
Τακούνια όλο νεύρο κατευθύνθηκαν στην πόρτα που άνοιξε κι έκλεισε με έναν γδούπο.
Αει γαμήσου.
Είχε ανακτήσει τις αισθήσεις της από ώρα. Απλά είχε το μούδιασμα. Δεν τολμούσε να κουνήσει τα δαχτυλάκια των ποδιών της πάνω – κάτω. Ίσως να τα ένιωθε σαν αόρατες απολήξεις, ίσως όχι. Τώρα δεν είχε σημασία.
Σημασία είχε ν’ απαλλαγεί από τη μυρωδιά της αμμωνίας και την υγρασία στο παντελόνι της. Λίγο ακόμα να έμενε καθισμένη και το σύγκαμα ήταν σίγουρο.
Τα πέτσινα λουριά στα χέρια της ήταν προσαρμοσμένα για ένα συνηθισμένο μέγεθος. Όχι για τους δικούς της καρπούς. Είχε αφήσει μια πετυχημένη καριέρα διαρρήκτριας να περάσει από δίπλα της. Λεπτοί καρποί, λεπτά, μακριά δάχτυλα, τα έκανε χωνί και τα έβαζε παντού-τα έβγαζε από παντού.
Ξέχναγες τα κλειδιά στο αυτοκίνητο κι είχες αφήσει στο παράθυρο μια χαραμάδα; Θα κατάφερνε ν’ ανοίξει την ασφάλεια.
Σου έπεφταν τα κλειδιά στο κενό ανάμεσα στο κάθισμα και στο κιβώτιο των ταχυτήτων; Θα κατάφερνε να τα φτάσει και να τα βγάλει.
Κι άλλα πολλά τέτοια ανδραγαθήματα. Ήταν στ’ αλήθεια σπουδαία.
Είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει ολόκληρες τις παλάμες της απ΄τα λουριά, με το ελάχιστο γδάρσιμο. Μπροστά της, σε απόσταση, ακούγονταν μεταλλικά εργαλεία να κροταλίζουν. Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι ο χειριστής της είχε γυρισμένη την πλάτη. Ένστικτο.
Με το που ξεσκέπασε – επιτέλους – τα μάτια της ήταν το πρώτο πράγμα που είδε και την έκανε ν΄αναπηδήσει.
Ο Λάμπρος!
Σαφώς δεν ήταν ο Λάμπρος- αλλά του έμοιαζε πολύ. Ο Λάμπρος ήταν ο συντηρητής των φωτοτυπικών του γραφείου. Είχε ένα κεφαλάκι με ξέθωρα μάτια και σώμα προϊστορικού κήτους. Κάθε φορά που περπατούσε βιαστικά, έτρεμαν προγούλια, προκοίλια, προπορεύονταν αυτού, κατά κάποιο τρόπο. Κάθε φορά που την έστελναν για φωτοτυπίες στο υπόγειο, κοίταζε να ξεμπερδέψει το συντομότερο, γιατί καρφωνόταν πάνω της με γλύκα και το βλέμμα του ερωτοχτυπημένου ρινόκερου και της ερχόταν αναγούλα. Όταν πέθανε ο μπαμπάς, της έπιασε το χέρι για να τη συλλυπηθεί.
Χαχα, ήταν ειδική στον αυτομαζοχισμό, ειδικά σε τέτοιες ώρες.
Τα πόδια της χαμηλά ήταν καλυμμένα με γάζες. Καλύτερα. Έλυσε τα λουριά στους αστραγάλους και σηκώθηκε όρθια.
Δεν τα πήγαινε άσχημα στο βάδισμα της πάπιας. Προσεκτικά μόνο, μη γλιστρήσει. Το πάτωμα μύριζε Dettol. Τι καλά. Θα μπορούσε όλη μέρα να μαστουρώνει με Dettol. Προλάβαιναν κάθε της επιθυμία. Δεν έβλεπε τίποτα εύκαιρο δίπλα της, να χτυπήσει το τέρας. Έπρεπε να τον βγάλει απ΄τη μέση προτού σκεφτεί πώς θα έβγαινε από το δωμάτιο.
Άξαφνα αυτός γύρισε και την κοίταξε καταπρόσωπο.
Με τη δύναμη όλου του κορμιού της συσσωρεμένη στον δείκτη και τον μέσο της και με αστραπιαία κίνηση, του κατάφερε το χτύπημα της κόμπρας καρφώνοντας τα δάχτυλά της με τα άκοπα νύχια βαθιά μέσα στις κόρες του. Αυτός ούρλιαξε απ΄τον πόνο κι άρχισε να γυρίζει γύρω γύρω από τον εαυτό του τυφλός και τρελαμένος. Αυτή δεν έχασε καιρό – απ΄το τραπέζι με τα εργαλεία διάλεξε το ηλεκτρικό πριόνι κι έβαλε το καλώδιο στην πρίζα. Με ψυχρότητα κι ακρίβεια χειρούργου έκοψε τα στραβοπόδαρά του στο ύψος του γονάτου, την ώρα που το θύμα της στριφογύριζε, δημιουργώντας φαντασμαγορικούς πίδακες αίματος που άφηνε ευχαρίστως να την πιτσιλίζουν, βάφωντάς την με το χρώμα της εκδίκησης. Όταν το τέρας σωριάστηκε στο πάτωμα σαν κομμένος κορμός δέντρου, προτίμησε το κλασσικό τσεκούρι για το τελειωτικό χτύπημα. Μετά τον τελευταίο του σπασμό μέσα στην γλίτσα του αίματος, η λάμψη του κλειδιού που γλίστρησε από την τσέπη της ποδιάς του, της θύμισε και πάλι το χρώμα της ελπίδας.
R E W I N D………………………………………….
Ελπίζω να σε φαν οι τύψεις, παπάρα αδελφέ.
Τόσα χρόνια πήγαινε ο αδελφούλης της καράτε και δεν της έμαθε ποτέ το χτύπημα της κόμπρας. Αρκετό ξύλο έτρωγε απ’ αυτήν όταν ήτανε μικρός, για να της δίνει νέα όπλα. Η ζωή της όλο ματαιωμένες υποσχέσεις και το χτύπημα της κόμπρας μία από αυτές.
Καθόταν λοιπόν απλά και τον κοίταζε σαν χάνος. Και μόνο όταν της όρμηξε με ένα γρύλισμα που της έσπασε τα τύμπανα του έριξε μπουνιά στη μύτη που της ξέρανε το χέρι και γονατιά στ’ αρχίδια που δεν κατάλαβε αν βρήκε τ’ αρχίδια ή την πατσοκοιλιά που τα σκέπαζε, μάλλον το δεύτερο, γιατί το τέρας δεν πτοήθηκε καθόλου, τη σήκωσε ψηλά με τις χερούκλες του και την κάθισε πάλι πίσω στον μουσκεμένο κώλο της.
ΣΧΕΔΙΟ Β: «ΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟ»
«Ξέρω ότι δε θέλεις να το κάνεις και σε αναγκάζουνε. Αυτοί, αυτή που ήταν μέσα προ ολίγου. Σ’ απείλησε, την άκουσα. Θα υποστείς κυρώσεις. Αμελητέα μονάδα είσαι γι’ αυτούς. Σκουπίδι, τίποτα. Κι εσύ στη θέση μου θα βρεθείς στο τέλος, θα το δεις. Βοήθησέ με και θα σε βοηθήσω να ξεφύγεις κι εσύ. Δε μπορεί να θες να ζεις σ’ αυτόν τον εφιάλτη παντοτινά».
Ένα δίλημμα ζωγραφίστηκε στο μούτρο του προσωπικού της τέρατος. Κοίταζε μια πάνω, μια κάτω. Μια τα χέρια, μια τα πόδια. Κακά χέρια μπουνιά. Κακά πόδια κλωτσιά. Εγώ τιμωρήσω.
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΧΕΔΙΟΥ Γ : «ΠΙΠΑ»
Καθώς έπεσε στα γόνατα, λίγο έλλειψε να τσουβαλιαστεί. Δεν είχε πια δάχτυλα ποδιών που θα προσέδιδαν την απαραίτητη σταθερότητα. Άρχισε να ψάχνει για το φερμουάρ του, αλλά όπως το είχε φανταστεί, ήταν βαθιά βαθιά θαμμένο. Γαμώτο. Να καταλήγεις εκεί απ΄όπου έπρεπε να ξεκινήσεις. Και η προσπάθειά της έγινε πλέον αγωνιώδης, καθώς το τέρας δεν έδειχνε να πιάνει το νόημα – σάμπως του ‘χε ξανατύχει;- κι ήξερε ότι απ΄την ταχύτητά της θα κρίνονταν τα χέρια της, τα πόδια της, το κεφάλι της, η ύπαρξή της. Όμως αυτός την έπιασε ξανά από τα μπράτσα, το βλέμμα του είχε μαλακώσει, και πάλι την κάθισε πίσω. Και πήγε στα εργαλεία του. Διάλεξε το πριόνι.
«Οκέι. Αφησέ μου όμως τα χέρια μου. Σε παρακαλώ».
Η συνέχεια κύλισε χωρίς απρόοπτα. Ούτε εκείνη λιποθύμησε, ούτε εκείνος αναγκάστηκε να παραβεί τον κανονισμό. Ούρλιαζε βέβαια απ’ τον πόνο γιατί οι τομές έγιναν πάνω από τα γόνατά της, απ΄την αηδία για τα αίματα και τη μυρωδιά, αλλά είχε γλιτώσει τουλάχιστον τα χέρια της και μετά του είχε μισοαποσπάσει υπόσχεση (με γρύλισμα) να της κάνει γενική σωματική πλύση με Dettol, πράγμα που την έκανε, αν όχι χαρούμενη – δεδομένων των περιστάσεων –τουλάχιστον ανακουφισμένη.
Γρύλισμα
Γυναικεία φωνή: «Ξέρετε ότι αυτό που κάνατε απαγορεύεται από τον κανονισμό. Έπρεπε να είχατε διακόψει τη διαδικασία. Η να την συνεφέρνατε και να συνεχίζατε»
Γρύλισμα
Γυναικεία φωνή: «Αυτό είναι το νόημα της διαδικασίας, άλλωστε. Να νιώσει τα πάντα».
Γρύλισμα
Γυναικεία φωνή: «Περιμένω να ολοκληρώσετε με πλήρη συμμόρφωση προς τον κανονισμό. Αλλιώς θα υποστείτε τις συνέπειες».
Τίποτα.
Τακούνια όλο νεύρο κατευθύνθηκαν στην πόρτα που άνοιξε κι έκλεισε με έναν γδούπο.
Αει γαμήσου.
Είχε ανακτήσει τις αισθήσεις της από ώρα. Απλά είχε το μούδιασμα. Δεν τολμούσε να κουνήσει τα δαχτυλάκια των ποδιών της πάνω – κάτω. Ίσως να τα ένιωθε σαν αόρατες απολήξεις, ίσως όχι. Τώρα δεν είχε σημασία.
Σημασία είχε ν’ απαλλαγεί από τη μυρωδιά της αμμωνίας και την υγρασία στο παντελόνι της. Λίγο ακόμα να έμενε καθισμένη και το σύγκαμα ήταν σίγουρο.
Τα πέτσινα λουριά στα χέρια της ήταν προσαρμοσμένα για ένα συνηθισμένο μέγεθος. Όχι για τους δικούς της καρπούς. Είχε αφήσει μια πετυχημένη καριέρα διαρρήκτριας να περάσει από δίπλα της. Λεπτοί καρποί, λεπτά, μακριά δάχτυλα, τα έκανε χωνί και τα έβαζε παντού-τα έβγαζε από παντού.
Ξέχναγες τα κλειδιά στο αυτοκίνητο κι είχες αφήσει στο παράθυρο μια χαραμάδα; Θα κατάφερνε ν’ ανοίξει την ασφάλεια.
Σου έπεφταν τα κλειδιά στο κενό ανάμεσα στο κάθισμα και στο κιβώτιο των ταχυτήτων; Θα κατάφερνε να τα φτάσει και να τα βγάλει.
Κι άλλα πολλά τέτοια ανδραγαθήματα. Ήταν στ’ αλήθεια σπουδαία.
Είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει ολόκληρες τις παλάμες της απ΄τα λουριά, με το ελάχιστο γδάρσιμο. Μπροστά της, σε απόσταση, ακούγονταν μεταλλικά εργαλεία να κροταλίζουν. Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι ο χειριστής της είχε γυρισμένη την πλάτη. Ένστικτο.
Με το που ξεσκέπασε – επιτέλους – τα μάτια της ήταν το πρώτο πράγμα που είδε και την έκανε ν΄αναπηδήσει.
Ο Λάμπρος!
Σαφώς δεν ήταν ο Λάμπρος- αλλά του έμοιαζε πολύ. Ο Λάμπρος ήταν ο συντηρητής των φωτοτυπικών του γραφείου. Είχε ένα κεφαλάκι με ξέθωρα μάτια και σώμα προϊστορικού κήτους. Κάθε φορά που περπατούσε βιαστικά, έτρεμαν προγούλια, προκοίλια, προπορεύονταν αυτού, κατά κάποιο τρόπο. Κάθε φορά που την έστελναν για φωτοτυπίες στο υπόγειο, κοίταζε να ξεμπερδέψει το συντομότερο, γιατί καρφωνόταν πάνω της με γλύκα και το βλέμμα του ερωτοχτυπημένου ρινόκερου και της ερχόταν αναγούλα. Όταν πέθανε ο μπαμπάς, της έπιασε το χέρι για να τη συλλυπηθεί.
Χαχα, ήταν ειδική στον αυτομαζοχισμό, ειδικά σε τέτοιες ώρες.
Τα πόδια της χαμηλά ήταν καλυμμένα με γάζες. Καλύτερα. Έλυσε τα λουριά στους αστραγάλους και σηκώθηκε όρθια.
Δεν τα πήγαινε άσχημα στο βάδισμα της πάπιας. Προσεκτικά μόνο, μη γλιστρήσει. Το πάτωμα μύριζε Dettol. Τι καλά. Θα μπορούσε όλη μέρα να μαστουρώνει με Dettol. Προλάβαιναν κάθε της επιθυμία. Δεν έβλεπε τίποτα εύκαιρο δίπλα της, να χτυπήσει το τέρας. Έπρεπε να τον βγάλει απ΄τη μέση προτού σκεφτεί πώς θα έβγαινε από το δωμάτιο.
Άξαφνα αυτός γύρισε και την κοίταξε καταπρόσωπο.
Με τη δύναμη όλου του κορμιού της συσσωρεμένη στον δείκτη και τον μέσο της και με αστραπιαία κίνηση, του κατάφερε το χτύπημα της κόμπρας καρφώνοντας τα δάχτυλά της με τα άκοπα νύχια βαθιά μέσα στις κόρες του. Αυτός ούρλιαξε απ΄τον πόνο κι άρχισε να γυρίζει γύρω γύρω από τον εαυτό του τυφλός και τρελαμένος. Αυτή δεν έχασε καιρό – απ΄το τραπέζι με τα εργαλεία διάλεξε το ηλεκτρικό πριόνι κι έβαλε το καλώδιο στην πρίζα. Με ψυχρότητα κι ακρίβεια χειρούργου έκοψε τα στραβοπόδαρά του στο ύψος του γονάτου, την ώρα που το θύμα της στριφογύριζε, δημιουργώντας φαντασμαγορικούς πίδακες αίματος που άφηνε ευχαρίστως να την πιτσιλίζουν, βάφωντάς την με το χρώμα της εκδίκησης. Όταν το τέρας σωριάστηκε στο πάτωμα σαν κομμένος κορμός δέντρου, προτίμησε το κλασσικό τσεκούρι για το τελειωτικό χτύπημα. Μετά τον τελευταίο του σπασμό μέσα στην γλίτσα του αίματος, η λάμψη του κλειδιού που γλίστρησε από την τσέπη της ποδιάς του, της θύμισε και πάλι το χρώμα της ελπίδας.
R E W I N D………………………………………….
Ελπίζω να σε φαν οι τύψεις, παπάρα αδελφέ.
Τόσα χρόνια πήγαινε ο αδελφούλης της καράτε και δεν της έμαθε ποτέ το χτύπημα της κόμπρας. Αρκετό ξύλο έτρωγε απ’ αυτήν όταν ήτανε μικρός, για να της δίνει νέα όπλα. Η ζωή της όλο ματαιωμένες υποσχέσεις και το χτύπημα της κόμπρας μία από αυτές.
Καθόταν λοιπόν απλά και τον κοίταζε σαν χάνος. Και μόνο όταν της όρμηξε με ένα γρύλισμα που της έσπασε τα τύμπανα του έριξε μπουνιά στη μύτη που της ξέρανε το χέρι και γονατιά στ’ αρχίδια που δεν κατάλαβε αν βρήκε τ’ αρχίδια ή την πατσοκοιλιά που τα σκέπαζε, μάλλον το δεύτερο, γιατί το τέρας δεν πτοήθηκε καθόλου, τη σήκωσε ψηλά με τις χερούκλες του και την κάθισε πάλι πίσω στον μουσκεμένο κώλο της.
ΣΧΕΔΙΟ Β: «ΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟ»
«Ξέρω ότι δε θέλεις να το κάνεις και σε αναγκάζουνε. Αυτοί, αυτή που ήταν μέσα προ ολίγου. Σ’ απείλησε, την άκουσα. Θα υποστείς κυρώσεις. Αμελητέα μονάδα είσαι γι’ αυτούς. Σκουπίδι, τίποτα. Κι εσύ στη θέση μου θα βρεθείς στο τέλος, θα το δεις. Βοήθησέ με και θα σε βοηθήσω να ξεφύγεις κι εσύ. Δε μπορεί να θες να ζεις σ’ αυτόν τον εφιάλτη παντοτινά».
Ένα δίλημμα ζωγραφίστηκε στο μούτρο του προσωπικού της τέρατος. Κοίταζε μια πάνω, μια κάτω. Μια τα χέρια, μια τα πόδια. Κακά χέρια μπουνιά. Κακά πόδια κλωτσιά. Εγώ τιμωρήσω.
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΧΕΔΙΟΥ Γ : «ΠΙΠΑ»
Καθώς έπεσε στα γόνατα, λίγο έλλειψε να τσουβαλιαστεί. Δεν είχε πια δάχτυλα ποδιών που θα προσέδιδαν την απαραίτητη σταθερότητα. Άρχισε να ψάχνει για το φερμουάρ του, αλλά όπως το είχε φανταστεί, ήταν βαθιά βαθιά θαμμένο. Γαμώτο. Να καταλήγεις εκεί απ΄όπου έπρεπε να ξεκινήσεις. Και η προσπάθειά της έγινε πλέον αγωνιώδης, καθώς το τέρας δεν έδειχνε να πιάνει το νόημα – σάμπως του ‘χε ξανατύχει;- κι ήξερε ότι απ΄την ταχύτητά της θα κρίνονταν τα χέρια της, τα πόδια της, το κεφάλι της, η ύπαρξή της. Όμως αυτός την έπιασε ξανά από τα μπράτσα, το βλέμμα του είχε μαλακώσει, και πάλι την κάθισε πίσω. Και πήγε στα εργαλεία του. Διάλεξε το πριόνι.
«Οκέι. Αφησέ μου όμως τα χέρια μου. Σε παρακαλώ».
Η συνέχεια κύλισε χωρίς απρόοπτα. Ούτε εκείνη λιποθύμησε, ούτε εκείνος αναγκάστηκε να παραβεί τον κανονισμό. Ούρλιαζε βέβαια απ’ τον πόνο γιατί οι τομές έγιναν πάνω από τα γόνατά της, απ΄την αηδία για τα αίματα και τη μυρωδιά, αλλά είχε γλιτώσει τουλάχιστον τα χέρια της και μετά του είχε μισοαποσπάσει υπόσχεση (με γρύλισμα) να της κάνει γενική σωματική πλύση με Dettol, πράγμα που την έκανε, αν όχι χαρούμενη – δεδομένων των περιστάσεων –τουλάχιστον ανακουφισμένη.
3 comments:
:D
renton,
μ' αρέσει να πειραματίζεσαι !
Δε ξαναμιλάω μέχρι να τελειώσει
:-D
Post a Comment