Της έβαζε στο στόμα το τσιγάρο. Την άφηνε να πάρει μια βαθιά τζούρα. Το έβγαζε.
Της έβαζε ξανά στο στόμα το τσιγάρο. Περίμενε. Το έβγαζε ξανά. Και μετά πάλι απ΄την αρχή.
Είχε πάρει τη θέση της στην καρέκλα και την κρατούσε στα γόνατά του σαν κούκλα Αγκαλίτσα. Μετά από μία σεκάνς γρυλισμάτων, διαολοσταλσιμάτων κι ασυνεννοησίας, όλων των μικρών αυτών πραγμάτων που στεριώνουν μια φιλία, είχαν αναπτύξει κώδικα επικοινωνίας που έμοιαζε περίπου με τιτίβισμα. Και πήγε κάπως έτσι:
«Τώρα, τί; Θα με βάλετε σε γυάλα; «Η γυναίκα-μπονσάι»»;
Ο «Λάμπρος» γέλασε.
«Όχι. Τώρα θα πεθάνεις».
«Τι βγάζεις βόλτα το σκύλο νυχτιάτικα; Θα σου επιτεθεί κανας ανώμαλος και…» «Μπα...»
Δεν έχει σημασία, αγάπη μου. Ποτέ δεν είχε.
«Θα μου λείψεις πάντως»
«Κι εμένα»
«Σε πρόσεξα, να ξέρεις. Η καλύτερή μου δουλειά. Καθαρές τομές. Τίποτα να περισσεύει. Νομίζω.».
«Ξέρω. Σ’ ευχαριστώ και για το μπάνιο».
Παύση. Τζούρα.
«Τα δαχτυλάκια σου τα κράτησα – για να σε θυμάμαι»
Παύση – μέχρι που να κατεβεί ο κόμπος.
«Το τσιγάρο τελείωσε».
«Ναι, είναι ώρα».
Πήγε να φέρει το πριόνι.
«Φτου γαμώτο»
«Χάλασε;;;»
«Όχι. Γαμώτο. Έπρεπε να σου άφηνα ένα χέρι.»
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω. Μήπως ήθελες να στο κρατάω»
Την ώρα που πλησίαζε στη δίνη, είδε την πλάτη του αγαπημένου της σκυφτή, είδε τον πατέρα της να εξαφανίζεται σε ένα ασανσέρ, σε μία πράσινη σακούλα με φερμουάρ, είδε τον εαυτό της να μονολογεί απελπισμένα για κάποιον που ήταν μακριά για να ακούσει. Κι ένιωσε τη ζέστη, μετά σαν επιθανάτιο σπασμό την ευτυχία, όταν το κεφάλι της ξεκόλλησε, κι ήρθε να κυλίσει λίγο μπροστά απ΄την καρέκλα της.
Της έβαζε ξανά στο στόμα το τσιγάρο. Περίμενε. Το έβγαζε ξανά. Και μετά πάλι απ΄την αρχή.
Είχε πάρει τη θέση της στην καρέκλα και την κρατούσε στα γόνατά του σαν κούκλα Αγκαλίτσα. Μετά από μία σεκάνς γρυλισμάτων, διαολοσταλσιμάτων κι ασυνεννοησίας, όλων των μικρών αυτών πραγμάτων που στεριώνουν μια φιλία, είχαν αναπτύξει κώδικα επικοινωνίας που έμοιαζε περίπου με τιτίβισμα. Και πήγε κάπως έτσι:
«Τώρα, τί; Θα με βάλετε σε γυάλα; «Η γυναίκα-μπονσάι»»;
Ο «Λάμπρος» γέλασε.
«Όχι. Τώρα θα πεθάνεις».
«Τι βγάζεις βόλτα το σκύλο νυχτιάτικα; Θα σου επιτεθεί κανας ανώμαλος και…» «Μπα...»
Δεν έχει σημασία, αγάπη μου. Ποτέ δεν είχε.
«Θα μου λείψεις πάντως»
«Κι εμένα»
«Σε πρόσεξα, να ξέρεις. Η καλύτερή μου δουλειά. Καθαρές τομές. Τίποτα να περισσεύει. Νομίζω.».
«Ξέρω. Σ’ ευχαριστώ και για το μπάνιο».
Παύση. Τζούρα.
«Τα δαχτυλάκια σου τα κράτησα – για να σε θυμάμαι»
Παύση – μέχρι που να κατεβεί ο κόμπος.
«Το τσιγάρο τελείωσε».
«Ναι, είναι ώρα».
Πήγε να φέρει το πριόνι.
«Φτου γαμώτο»
«Χάλασε;;;»
«Όχι. Γαμώτο. Έπρεπε να σου άφηνα ένα χέρι.»
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω. Μήπως ήθελες να στο κρατάω»
Την ώρα που πλησίαζε στη δίνη, είδε την πλάτη του αγαπημένου της σκυφτή, είδε τον πατέρα της να εξαφανίζεται σε ένα ασανσέρ, σε μία πράσινη σακούλα με φερμουάρ, είδε τον εαυτό της να μονολογεί απελπισμένα για κάποιον που ήταν μακριά για να ακούσει. Κι ένιωσε τη ζέστη, μετά σαν επιθανάτιο σπασμό την ευτυχία, όταν το κεφάλι της ξεκόλλησε, κι ήρθε να κυλίσει λίγο μπροστά απ΄την καρέκλα της.
1 comment:
Κοίτα να δεις. Εγώ που δε διάβασα τα 1.156,8 προηγούμενα μέρη οπότε έχω κενά έχω χάσει και την υδρορροή της σκέψης σου έχω μα δηλώσω πως εντάξει το χέρι μαλακία δε πιάνει πολύ στην αγορά. Απορώ πως το σκέφτηκε. Ενώ με πόδι άνετα φιάχνει πενταδάχτυλο. (και πτεροδάχτυλο)
Post a Comment