Του έμοιαζε στ' αλήθεια, ξανθός καθώς ήταν, μακρυμάλλης, με γαλανά μάτια. Δεν τον φανταζόταν έτσι στην αρχή. Κάπως απειλητικό τον φανταζόταν, μελαχροινό, ένα γκόλεμ του ίντερνετ, από αυτά που πετάγονται ξάφνου μπροστά σου και σου κόβουν τη χολή.
Είχε τρομάξει λίγο, είναι η αλήθεια. Μα του έκανε χώρο στα υπάρχοντά της, έναν υπολογιστή και μια μοναξιά, μάλλον αναπόφευκτα.
Μιλούσαν ήδη ένα τρίμηνο. Σε λίγο θα τον συναντούσε.
Σε λίγο. Σε δυο-τρεις ώρες. Έπαιζε στα χέρια της τη φωτογραφία του. Του είχε στείλει τη δική της προηγουμένως. Πραγματική φωτογραφία, χάρτινη. Είχε επιμείνει πολύ εκείνος σχετικά. Σε μια ταχυδρομική θυρίδα που της είπε. Μετά της έστειλε κι αυτός.
Είχε χαρεί, αν και δεν υπήρχε - αντικειμενικά - ιδιαίτερος λόγος. Αλλά είχε κάτι το χειροπιαστό. Μια φωτογραφία χάρτινη, χειροπιαστή, κάτι που μπορούσε να χαϊδέψει, να φιλήσει, να βάλει κάτω απ΄το μαξιλάρι και να βγάλει κρυφά μέσα στη νύχτα, να προσευχηθεί. Θα χε έρθει το πλήρωμα του χρόνου να πιστέψει κι αυτή. Ο υιός του Θεού επί της γης στα δυο της χέρια. Ήταν νευρική στον φωτογράφο. Ίσιωσε βέβαια τη φράντζα της, όχι πολύ, μη φανεί κραυγαλέο, πέτυχε κι ένα μειδίαμα σχεδόν πειστικό. Όχι σα να το ι-κέ-τευε ακριβώς, αλλά σα να άξιζε να έμπαινε κάποιος στον κόπο να τη σώσει.
Θα ήθελε να κοιμηθεί λίγο, αλλά με τόσο κόσμο στο λεωφορείο, τόσο θόρυβο, ήταν αδύνατον. Τελευταία στιγμή αποφάσισε να πάει να τον βρει. Η μυρωδιά της γιαούρτης της διπλανής - τόσο χαρακτηριστική η γιαούρτη στα ΚΤΕΛ κι εκείνη έψαχνε για οιωνούς απεγνωσμένα - ήταν αβάσταχτη, όμως οι πόροι της την απορροφούσαν αγόγγυστα, αύξανε έτσι τις πιθανότητές της, θα έπεφτε στην αγκαλιά του άϋπνη και θα βρωμούσε σα γελαδάρισσα και τότε, δε μπορεί...
***
Είχε τακτοποιήσει τη φωτογραφία της στο άλμπουμ, μαζί με εκείνες των υπολοίπων. Ήταν απίστευτο πως όλες οι γυναίκες έμοιαζαν μεταξύ τους, μαλλί επιμελημένα ατημέλητο, πανομοιότυπο μειδίαμα, μαζί κι ανακουφιστικό. Η ομοιομορφία τους του έδιωχνε την όποια ανασφάλεια.
Όλες αυτές οι ψυχές που περίμεναν να σωθούν. Ένιωθε καμιά φορά κάτι σα βάρος, και τότε άνοιγε το παράθυρο και καρφωνόταν στο τέρμα των λεωφορείων. Τύχαινε πολλές φορές να τις αναγνωρίσει μάλιστα, όπως έβγαιναν από την έξοδο, αβέβαια, έπαιρναν έναν καφέ απ΄την καντίνα και περίμεναν. Μέχρι που σουρούπωνε. Τότε έκλεινε το παράθυρο και τις κοιτούσε πίσω από το τζάμι.
Δεν έβλεπε πια τα πρόσωπά τους και τότε ήταν που μπορούσε να δακρύσει. Πάντα το επιθυμούσε να ταν ξανθός, μακρυμάλλης, με γαλανά μάτια. Όμως δεν ήταν. Και ίσως - ήλπιζε - έτσι να τις έσωζε τελικά.
Είχε τρομάξει λίγο, είναι η αλήθεια. Μα του έκανε χώρο στα υπάρχοντά της, έναν υπολογιστή και μια μοναξιά, μάλλον αναπόφευκτα.
Μιλούσαν ήδη ένα τρίμηνο. Σε λίγο θα τον συναντούσε.
Σε λίγο. Σε δυο-τρεις ώρες. Έπαιζε στα χέρια της τη φωτογραφία του. Του είχε στείλει τη δική της προηγουμένως. Πραγματική φωτογραφία, χάρτινη. Είχε επιμείνει πολύ εκείνος σχετικά. Σε μια ταχυδρομική θυρίδα που της είπε. Μετά της έστειλε κι αυτός.
Είχε χαρεί, αν και δεν υπήρχε - αντικειμενικά - ιδιαίτερος λόγος. Αλλά είχε κάτι το χειροπιαστό. Μια φωτογραφία χάρτινη, χειροπιαστή, κάτι που μπορούσε να χαϊδέψει, να φιλήσει, να βάλει κάτω απ΄το μαξιλάρι και να βγάλει κρυφά μέσα στη νύχτα, να προσευχηθεί. Θα χε έρθει το πλήρωμα του χρόνου να πιστέψει κι αυτή. Ο υιός του Θεού επί της γης στα δυο της χέρια. Ήταν νευρική στον φωτογράφο. Ίσιωσε βέβαια τη φράντζα της, όχι πολύ, μη φανεί κραυγαλέο, πέτυχε κι ένα μειδίαμα σχεδόν πειστικό. Όχι σα να το ι-κέ-τευε ακριβώς, αλλά σα να άξιζε να έμπαινε κάποιος στον κόπο να τη σώσει.
Θα ήθελε να κοιμηθεί λίγο, αλλά με τόσο κόσμο στο λεωφορείο, τόσο θόρυβο, ήταν αδύνατον. Τελευταία στιγμή αποφάσισε να πάει να τον βρει. Η μυρωδιά της γιαούρτης της διπλανής - τόσο χαρακτηριστική η γιαούρτη στα ΚΤΕΛ κι εκείνη έψαχνε για οιωνούς απεγνωσμένα - ήταν αβάσταχτη, όμως οι πόροι της την απορροφούσαν αγόγγυστα, αύξανε έτσι τις πιθανότητές της, θα έπεφτε στην αγκαλιά του άϋπνη και θα βρωμούσε σα γελαδάρισσα και τότε, δε μπορεί...
***
Είχε τακτοποιήσει τη φωτογραφία της στο άλμπουμ, μαζί με εκείνες των υπολοίπων. Ήταν απίστευτο πως όλες οι γυναίκες έμοιαζαν μεταξύ τους, μαλλί επιμελημένα ατημέλητο, πανομοιότυπο μειδίαμα, μαζί κι ανακουφιστικό. Η ομοιομορφία τους του έδιωχνε την όποια ανασφάλεια.
Όλες αυτές οι ψυχές που περίμεναν να σωθούν. Ένιωθε καμιά φορά κάτι σα βάρος, και τότε άνοιγε το παράθυρο και καρφωνόταν στο τέρμα των λεωφορείων. Τύχαινε πολλές φορές να τις αναγνωρίσει μάλιστα, όπως έβγαιναν από την έξοδο, αβέβαια, έπαιρναν έναν καφέ απ΄την καντίνα και περίμεναν. Μέχρι που σουρούπωνε. Τότε έκλεινε το παράθυρο και τις κοιτούσε πίσω από το τζάμι.
Δεν έβλεπε πια τα πρόσωπά τους και τότε ήταν που μπορούσε να δακρύσει. Πάντα το επιθυμούσε να ταν ξανθός, μακρυμάλλης, με γαλανά μάτια. Όμως δεν ήταν. Και ίσως - ήλπιζε - έτσι να τις έσωζε τελικά.
17 comments:
Tι λες μαρή;
Γεροντοκόρη με παρα-θρησκευτικές ανησυχίες μεσήλικης κυράτσας.
reach out touch yogurt?
μου αρεσε που ολες ειχαν ιδιο λουκ και εκφραση για να Τον συναντησουν.
μπραβο
θλιβερο
καλημέρα
καλά είσαι;
@tanila: βρε τώρα δε σου κάθομαι που να χτυπιέσαι.
@fight back: thanks
@κολοκύθι: ίσως. Πότε θα ξαναγράψεις μικρή;
@numb: καλησπέρα! καλά είμαι.
:)
(κι ας μη σου λέει κάτι)
ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ!
μου ήρεσε!!
oi mikres sou istories einai sa mikres kyries
Διάβασα τα δύο τελευταία σου και μου άρεσε πολύ η γραφή σου… και οι εικόνες σου βέβαια!
Να είσαι καλά, καλή συνέχεια εύχομαι!
:-)))
Σας ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια.
Έχει απλά κάτι το ιδιαίτερο, το ιδιάζων...γελάει όταν μαθαίνει κάτι κακό. Σκάει στα γέλια στην κυριολεξία σα να της καθαρίζαν αυγά. Γελάει με την ψυχή της, σπαρταριστά, τα μάτια υγραίνονται, το σώμα συσπάται, λάμπει σα να άκουσε το πιο ευχάριστο νέο ή το καλύτερα ειπωμένο ανέκδοτο.
Σκότωσαν το Μάκη, πέθανε ο παππούς, η Ελένη δεν θα τη βγάλει....γέλια δυνατά, εκκωφαντικά, τραντάζεται όλη, βάζει το χέρι στο στόμα όπως όταν ήμασταν στα θρανία.
Μετά σκοτεινιάζει, το άστρο θαμπώνει, παρασύρεται σε μαύρη τρύπα και όταν βγαίνει απ΄το χωνί της είναι άλλη, το κεφάλι σκυμμένο, αγκώνες κολλημένοι στα πλευρά. Ενοχές.
Τον γνώρισε στην κηδεία της Ελένης, το χέρι ασφυκτικά βαλμένο στη μύτη και το στόμα, αναπνοή βαριά, να τρώει το χνώτο της, δάκρυα να νοτίζουν το μαύρο γιακά, δάκρυα γέλιου πνιχτού, αφορισμένου, στάση προβαρισμένη ώρες στον καθρέφτη υπό την επίβλεψη μου, μελάνιασα το χέρι της να την καθίζω μπροστά ξανά και ξανά μέχρι να το τελειοποιήσει, να μην την πάρουν χαμπάρι. Εκείνος απέναντι, ένας λάκκος να τους χωρίζει και μια επιθυμία, μια ικανότητα αξιοζήλευτη: να κλαίει γοερά, μ’αληθινά δάκρυα, μουσκίδι όλο το ζιβάγκο, ρυτίδες πόνου κι απόγνωσης, μετά ηρεμία, άπνοια. Έδωσαν τα χέρια στον καφέ, έκατσαν μαζί στο γωνιακό τραπέζι, αυτή φωτεινή αυτός σκοτεινός, δεν πέρασαν δέκα λεπτά κι άρχισε τα ανέκδοτα, να την τσιμπάω κάτω απ΄το τραπέζι, να της γυρνάω το δέρμα στα νύχια μου, να γελάει πιο πολύ, να θεριεύει στο τσίμπημα μου. Την κοίταξε που κακάριζε και έβαλε τα κλάματα, ξάδελφος της της Ελένης, παίζανε παιδιά, πονούσε. Τους άφησα εκεί και έφυγα, ενοχλήθηκα, βαρέθηκα, κολλητή ξεκολλητή την μπούχτισα την πετριά της.
Τους είδα τυχαία οκτώ μήνες μετά, αρραβωνιασμένους τους άφησα, τώρα μου λέγανε τα νέα για το γάμο και το παιδί που ερχόταν. «Και γω περιμένω παιδί» είπα αιφνιδιαστικά. Εκείνη μ’αγκάλιασε, μου μίλησε με μια μάτια εκτυφλωτικά, εκείνος κουβέντα, γύρισα και τον κοίταξα, του έδωσα το χέρι να φύγω, έσκυψε το κεφάλι και άρχισε να κλαίει, να τρέμει, έχωσε το χέρι στο στόμα και στο σφάλισε σα να’χε ακούσει το πιο κακό νέο του κόσμου. «Α δεν είναι τίποτᨻ πετάχτηκε η κολλητή μου, «η πετριά του είναι, κλαίει όταν μαθαίνει κάτι καλό».
dedicated to A. by J.
Χαχααχαχαχα! Μλκα δάκρυσα. Κι ας ήταν ωραία η έκπληξη!
http://forlornhotel.blogspot.com/
to allo ksexastike..nea prospatheia..se xairetizw. j
ώς είθισται ωραίο.
Μού επιτρέπετε καλή μου ρέντον;
Προσφάτως είχα ένα τίνι τρόπω παρεμφερές εδώ: http://vangelakas.blogspot.com/2008/05/blog-post_7774.html
μέ όλο τό θάρρος...
Κι εγώ δλδ που είμαι ψηλός, ξανθός, με γαλανά μάτια, τί πρέπει να κάνω, δλδσ;;;; Μού διαφεύγει κατιτίς;;;;;
Σ;-))))
(πού χάθηκες βρε ψυχή; όλα καλά στα γνωστά μέτωπα;;;)
αλήθεια, τόσοι τρελοί ανάμεσά μας να μας κατευθύνουν, να μας βάζουν να καθόμαστε όπου θέλουν, να αγοράζουμε αυτο που θέλουν, να μας παρακολουθούν και μετά να νομίζουν πως μας σώζουν πουλώντας μας ψεύτικες ελπίδες.
Αν υπάρχει θεός, κι αυτός έτσι το διασκεδάζει και ηδονίζεται παρακολουθώντας μας να τον υπηρετούμε ή να τον αμφισβητούμε.
Πού είσαι;
Post a Comment