Jun 28, 2010

Συνδικαιούχος

Περπατούσε στα ροζ και κίτρινα πλακάκια της Πανεπιστημίου. Το ροζ μελανιασμένο από το σφυροκόπημα και τη βρώμα και το κίτρινο κοτλέ, να καταπίνει τα τακούνια. Εκείνη φορούσε τσόκαρα, μαύρα κι ορθοπεδικά. Κλοπ κλοπ κλοπ. Ήταν καινούργια κι είχαν σκληρή ξύλινη σόλα. Κλοπ κλοπ κλοπ. Πως προτιμούσε τα παλιά της παπούτσια, τα καφέ. Πώς τη βόλευαν. Όμως δε μπορούσε να τιμήσει με αυτά τον μακαρίτη, της είχε πει η αδελφή της. Κλοπ κλοπ κλοπ έκαναν τα τσόκαρα στο λιθόστρωτο όταν τον συνόδευε στο νεκροταφείο.

Ζέστη έκανε πολλή. Είχε πάρει το λεωφορείο από την αφετηρία. Πάντα από την αφετηρία, έπιανε την πίσω θέση. Δίπλα της και μπροστά της δεν καθόταν ποτέ κανείς. Έτσι έγινε και σήμερα. Κατέβηκε στο Σύνταγμα. Τώρα πήγαινε στην τράπεζα. Κόσμος πολύς ερχόταν αντίθετα, όταν την έβλεπαν άνοιγε το ρεύμα στα δύο να περάσει, όπως η Ερυθρά Θάλασσα μπροστά στον Μωυσή. Κλοπ κλοπ.

Στην κηδεία πήγαινε μόνη μπροστά, ακολουθούσε το φέρετρο. Ο πολύς κόσμος, δηλαδή τι πολύς, πέντε-δέκα άνθρωποι, την ακολουθούσαν από απόσταση. Σαν σώμα φαίνονταν από μακριά, με μακρουλό κεφάλι, μέση ολόλεπτη και τεράστια λεκάνη. Η δικιά της λεκάνη ήταν στενή, ήταν στενή ολόκληρη, σα σωλήνας, πέρα από τα απολύτως αναγνωριστικά εξογκώματα, πεσμένα πια κι αυτά κι αφομοιωμένα από την ηλικία και την αχρηστία. Ίσως να έφταιγε το μαύρο τσίτι για την αφομοίωση, αυτό που τα τελευταία χρόνια το μαντάριζε όλο και τη στένευε.

Εξαφανίστηκε μέσα στην περιστρεφόμενη πόρτα.

Το υποκατάστημα της τραπέζης ανέδιδε ένα έντονο άρωμα χώρου βανίλια που προσπαθούσε μάταια να καλύψει μια άλλη μυρωδιά, μούχλας, κιτρινίλας που έφερνε κάπως σε πορδή. Θα είχε σίγουρα ξινίσει τα μούτρα της, αν μπορούσε να μυρίσει.

Πήρε χαρτάκι με τον αριθμό 125.

Με το που κάθησε, οι δυο κυρίες που κάθονταν πίσω και δίπλα της σηκώθηκαν σαν αυτόματα και μετά από σύντομη όρθια αμηχανία, βρήκαν καθίσματα αλλού. Εκείνη κοίταζε τη φωτεινή επιγραφή που έδειχνε τους αριθμούς και τα ταμεία. Είναι κάποιοι που κοιτάν τη φωτεινή επιγραφή με πραγματική προσήλωση και προσπαθούν να κάνουν νοερούς συνδυασμούς: 1 + 2 + 5 = οκτώ, αδιάφορο το οκτώ, αν όμως συνδυαστεί με το ταμείο νούμερο 3, τότε μας βγάζει έντεκα. «Έντεκα!» σκέφτεται ο πελάτης, «έντεκα είναι η ηλικία της μικρής μου κόρης!» και χαμογελά, καλός οιωνός, δε θα του τα ζαλίσει η υπάλληλος με τα διαδικαστικά, θα του επιτρέψουν την ανάληψη απ΄το δάνειο - και είναι πολύ πιθανό να έχει δίκιο.

125 -> 2

Πήγε στο ταμείο νούμερο 2 κι έτεινε το βιβλιάριο στον ταμία.

«Θέλω να δω πόσα έχει μέσα».

Πώς δεν ήξερε πόσα είχε μέσα. Κάπου πενήντα χιλιάδες ευρώ. Ίσως και παραπάνω. Οικονομίες μιας ζωής. Όχι πως είχαν κοπιάσει ιδιαίτερα. Παιδιά σκυλιά δεν είχαν. Λιγοφάγοι και οι δυο, δυο φαγητά την εβδομάδα κι αν, από αυτά που διατηρούνται. Ούτε είχαν εξόδους, ούτε καινούργια ρούχα. Ούτε τον κοίταξε καμιά Βουλγάρα τον άντρα της σαν αρρώστησε. Σαν μοναχά τους μαζεύονταν τα χρήματα, σα σπόρια, ένα ένα, και τώρα ήρθε ο καιρός της καταμέτρησης και συγκομιδής. Καταρχήν χρωστούσε στην αδελφή της δεκαπέντε ευρώ για τα καινούργια τσόκαρα, τα μαύρα.

Ο ταμίας την κοίταξε πίσω απ΄το τζάμι. «Δεν είναι δικό σας το βιβλιάριο».

«Είναι του άντρα μου. Δηλαδή ήταν. Πέθανε.». Έσπρωξε την ταυτότητά της προς το μέρος του υπαλλήλου για να βεβαιωθεί.

Ο ταμίας κοίταξε ξανά, πότε το βιβλιάριο, πότε την ταυτότητα. «Μισό λεπτό παρακαλώ». Σηκώθηκε έχοντας στα χέρια του τα έγγραφα και χώθηκε σε ένα διαχωριστικό.

Γύρισε σχεδόν αμέσως. «Ελάτε μαζί μου».

Άρχισαν να τη ζώνουν τα φίδια. Δεν τους ήξερε, αλλά τώρα άρχισε να καταλαβαίνει. Ήταν που την είδαν με λεφτά.

Το γραφείο του προϊστάμενου ήταν κρυμμένο από το κοινό. Ήταν μεγάλο και ξύλινο. Της έδειξαν μια καρέκλα να καθίσει. Ο προϊστάμενος φαινόταν καλός άνθρωπος. Σα να μαζεύτηκε λίγο όταν εκείνη κάθισε, αλλά φαινόταν καλός. Τη ρώτησε αν ήθελε κάτι να πιει κι εκείνη ένευσε αρνητικά.

«Απ΄ότι μου είπε ο συνάδελφος, θέλετε να κάνετε ανάληψη».
«Θέλω να δω τα λεφτά μου, πόσα έχει μέσα»
«Απλά έχουμε ένα μικρό πρόβλημα».
«Είμαι η σύζυγός του. Σας έδειξα ταυτότητα».
«Ναι, απλά δε σας έχει συνδικαιούχο. Στο βιβλιάριο. Εάν δεν είστε συνδικαιούχος δεν μπορείτε να κάνετε κίνηση, ούτε ενημέρωση, ούτε ανάληψη.»
«Δε σας καταλαβαίνω».

Ρέγγες, γαύροι, σαρδέλες. Έχουν λάδι ωμέγα 3. Φακές, ρεβύθια, φάβα. Τα όσπρια κάνουν καλό κι έχουν πρωτεϊνες. Και διατηρούνται μέρες στο ψυγείο. Τι παραπάνω ήθελε να τρώει. Γι αυτό έφτασε στα εβδομήντα και είναι κοτσονάτη. Όλοι οι άλλοι με ουρικά και τριγλυκερίδια. Και κατεβάζουν γάλα τα όσπρια, πολύ γάλα. Σάμπως τι το κανε αυτή το γάλα;

«Ναι, έχετε δίκιο, αλλά πώς να σας το πω…Δυστυχώς τα πιστωτικά ιδρύματα, οι τράπεζες δηλαδή, εμείς…υπάρχουν κάποιοι κανόνες, κάποιες διαδικασίες. Θέλω να πω εάν δεν είστε συνδικαιούχος, αν δεν είναι το όνομά σας γραμμένο στο βιβλιάριο, προς το παρόν …»

Ούτε στο κουδούνι της εξώπορτας ήταν γραμμένο. Ούτε στους λογαριασμούς. Ούτε στα προσκλητήρια για γάμους και βαφτίσια. Σάμπως δεν ήξερε τόσα χρόνια το σωστό και το πρέπον.

«….δεν έχετε δικαίωμα στα χρήματα».

Που κάτω απ΄το λιοπύρι μάζευαν με τα χέρια τα μπάζα απ΄τα θεμέλια του σπιτιού για να γλιτώσουν χρήματα. Και τώρα της λένε πως δεν της ανήκουν, δεν της ανήκουν.

«Μη με παρεξηγείτε», θέλησε γρήγορα να διορθώσει ο προϊστάμενος, «δεν είναι ακριβώς έτσι. Είστε νόμιμη κληρονόμος κι αφού ολοκληρωθούν κάποια διαδικαστικά, και μετά τη νόμιμη παρακράτηση, δικαιούστε τα χρήματα, περίπου τα μισά. Απλά μέχρι να ολοκληρωθούν τα διαδικαστικά αυτά…».

Ήταν η κυρά Σοφία που έμενε στον κάτω δρόμο. Την συναντούσε συχνά στο λεωφορείο τα Σάββατα που πήγαιναν στη λαϊκή. Και ξαφνικά δεν την έβλεπε πια. Μετά από κανα τρίμηνο μονάχα, μαυροντυμένη, και να χει μείνει η μισή. Είχε χάσει το μεγάλο της γιο σε τροχαίο. «Σώπα καημένη Σοφία και μη σπαράζεις, σου έμεινε κι ένας μικρός». Την είχε κοιτάξει η άλλη, δεν είχε πει τίποτα.

Τώρα την καταλάβαινε που της έμειναν κι κι αυτηνής τα μισά. Μια ζωή για τα μισά.

1+2+5+2=10

Μέσα σε δέκα λεπτά είχαν συμβεί τα πάντα, η αναμονή, το ταμείο, ο λόγος του προϊστάμενου, η νευρική κρίση, η κλήση του ΕΚΑΒ. Εκείνη βέβαια δεν είχε προσέξει το μοιραίο άθροισμα αφού ποτέ της δεν πρόσεχε τίποτα. Το παραλήρημά της για κάποιο παιδί που χάθηκε θα έφερνε σε απόγνωση την αδελφή της, τη μόνη που θα τη φρόντιζε μέχρι το θάνατό της. Ίσως όμως, ίσως, στο τέλος είχε γίνει δικαιούχος, κάτι όμορφου και σπασμένου κι ολόδικού της παρόλο που δεν το είχε ποτέ.

2 comments:

Anonymous said...

χμμμμμμμ

vangelakas said...

:-) μπράβο ποὺ ἔρχεσαι συχνά.