Feb 28, 2011

Δύο γυναίκες

Η ευκαιρία της είχε παρουσιαστεί με τα μανταλάκια. Δεν το έκανε επίτηδες. Έσκυβε στο μπαλκόνι της να μαζέψει τα απλωμένα, την έπιανε ζαλάδα, της έπεφταν ένα δυο μανταλάκια απ΄τα χέρια, προσγειώνονταν στο μπαλκόνι της νοικάρισσας του ισογείου.

Ήταν τότε, μετά την αποβολή της, που ένιωθε πως πάταγε και δεν πάταγε στη γη. Που καμιά φορά έχανε τον κόσμο. Δεν πειράζει, της έλεγαν γνωστοί και φίλοι, έχετε όλον τον καιρό μπροστά σας, μα ούτε χρόνο παντρεμένοι δεν κλείσατε καλά καλά. Εκείνος την είχε προσέξει πολύ, της είχε σταθεί. Του ήταν ευγνώμων.

Όταν ήρθαν οι ένοικοι του ισογείου, μια κοπέλα και ο φίλος της, ήταν ακόμα στο νοσοκομείο. Της το είπε η μητέρα της όταν γύρισε σπίτι. Η μητέρα της ήταν η ιδιοκτήτρια της πολυκατοικίας, νοίκιαζε τρία διαμερίσματα. Πρωτοείδε την καινούργια ενοικιάστρια κανα μήνα αργότερα, καθώς περίμενε το ασανσέρ. Αλληλοσυστήθηκαν. Χάρηκαν στη διαπίστωση ότι ήταν συνάδελφοι, καθηγήτριες αγγλικών. Αν και σίγουρα το ήξεραν και οι δύο από πριν, η μητέρα της δεν ήταν διόλου φειδωλή στα λόγια όσο αφορούσε στα οικογενειακά κατορθώματα. Ευχήθηκε στην κοπέλα καλή διαμονή. Κι εκείνη τη ρώτησε «Μήπως χάνεις τίποτα μανταλάκια τελευταία; Έχω κάνει συλλογή». Ναι, φυσικά, χαχα. Αδέξια, όχι αστεία. Μήπως ήθελε να πάει μισό λεπτό μέσα να της τα φέρει; Όχι, καλέ, μην τη βάζει τώρα σε κόπο. «Αφησέ τα στη σκάλα, αύριο, μεθαύριο, και θα τα πάρω».

Την ώρα που ανέβαινε στον όροφό της, αναρωτήθηκε γιατί δεν περίμενε την κοπέλα να της δώσει τα μανταλάκια επί τόπου. Γιατί την έπιασε ξαφνικά ταχυκαρδία, εκεί στο ξένο κατώφλι, τόσο που δεν μπορούσε να περιμένει ένα λεπτό.

Είχε γυρίσει για τα καλά στην καθημερινότητά της. Τα πρωινά κοιμόταν μέχρι αργά. Η μητέρα της, που έμενε στον αποκάτω όροφο, εννοούσε να την αντιμετωπίζει σαν ανήμπορη. Της μιλούσε γλυκά, της μαγείρευε, της καθάριζε το σπίτι. Στην αρχή η κόρη είχε δυσανασχετήσει, αλλά τελικά αφέθηκε στην φροντίδα της. Τα απογεύματα πήγαινε στο φροντιστήριο να κάνει σε παιδάκια αγγλικά. Της έκανε καλό να βλέπει παιδιά, παρά τους αρχικούς της φόβους. Κατά περίεργο τρόπο βοηθούσαν να κλείσει η πληγή πιο εύκολα.

Τα βράδια πήγαιναν με τον σύζυγό της βόλτα στη μαρίνα. Έτρωγαν καμία κρέπα ή χοτ ντογκ και συζητούσαν. Κατά τις έντεκα γυρνούσαν σπίτι. Περίμεναν το ασανσέρ μπροστά από την πόρτα των ενοίκων του ισογείου. Μια βραδιά άκουσαν από μέσα να σπάει κάτι βαρύ. Και μετά σιγή. «Μάλλον έσπασαν την τηλεόραση», είπε ο άντρας της και κούνησε το κεφάλι του με αποδοκιμασία. Δε ήταν η πρώτη φορά που άκουγε κάτι τέτοιο.

Τα μανταλάκια συνέχισαν να της πέφτουν από τα χέρια. Όμως δεν τα ξαναβρήκε αφημένα στη σκάλα για να τα πάρει. Δοκίμασε την τύχη της αφήνοντας να της πέσουν πετσετάκια κουζίνας και, μετά από έναν εύλογο δισταγμό, ένα δαντελένιο κυλοτάκι. Τα βρήκε όλα πλυμένα και σιδερωμένα σε μια σακούλα στα χέρια της μητέρας της «μου τα έφερε η νοικάρισσα του ισογείου, χθες που ήρθε για τα κοινόχρηστα, μα καλά, γιατί δε μου λες να σου μαζεύω εγώ την μπουγάδα, αν δεν αισθάνεσαι καλά;»

Είναι μερικές ευκαιρίες στη ζωή που απλώς τις χάνεις.

Συνέχισε να ξυπνάει αργά. Να βρίσκει το πρωινομεσημεριανό της έτοιμο. Αυγά ποσέ. Ομελέτα στραπατσάδα. Φέτες ψωμί με ταχινόμελο. Συνέχισε να πηγαίνει στο φροντιστήριο στις πέντε. Η ιδιοκτήτρια την έπιανε ιδιαιτέρως και της έλεγε ότι η αμοιβή της θα καθυστερούσε λίγο ακόμα γιατί οι-γονείς-δεν-εχουν-να-πληρώσουν-με-αυτή-την-κρίση-κι-εγώ-δεν-μπορώ-να-πιέζω-συνοικιακό-φροντιστήριο-είμαστε. Εκείνη έλεγε «τέλος πάντων». Τα παιδιά της έσπαγαν τα νεύρα. Στα διαλείμματα έπιανε κουβέντα με τη γαλλικού που ήταν η καλύτερή της φίλη. Καμιά φορά πήγαιναν για σουβλάκι μετά το μάθημα. Έπαιρνε τον σύζυγό της στο κινητό και τον ειδοποιούσε, για να ξέρει πως είναι με τη φίλη της και πως θα αργήσει.

Όταν περίμενε το ασανσέρ μπροστά από την εξώπορτα των ενοίκων του ισογείου, άκουγε από μέσα κούφια χτυπήματα, έβλεπε με τα μάτια της φαντασίας της τασάκια και παντόφλες να εκσφενδονίζονται στον τοίχο, συνοδεία κραυγών «στο διάολο μαλάκα σε σιχάθηκα», «άει γαμήσου καριόλα», «να πας να γαμηθείς εσύ». Την ώρα που ο θάλαμος την ανέβαζε ασφαλή στον όροφό της, άκουγε την εξώπορτα στο ισόγειο να κλείνει με κρότο, προφανώς ο άντρας έβγαινε έξω για να ηρεμήσει ή να πικάρει τη φιλενάδα του, όπως θέλουν να σκέφτονται οι γυναίκες, και εκείνη, πάντα ασφαλής, έτοιμη να μπει στο διαμέρισμά της, ένιωθε τα θεμέλια της πολυκατοικίας να τρέμουν, όπως το ηφαίστειο που είναι έτοιμο να ξεράσει λάβα, η άλλη στο ισόγειο έκλαιγε με λυγμούς και οι λυγμοί της προκαλούσαν σεισμικές δονήσεις. «Αυτοί εκεί κάτω μια μέρα θα σκοτωθούν» έλεγε στον άντρα της, όταν ξάπλωναν στο κρεβάτι τους, «σιγά μη σκοτωθούν, τώρα που ερχόμουν τους άκουγα να το κάνουν, ακόμα κι όταν βγάζουν τα μάτια τους πρέπει να το ξέρει όλη η πολυκατοικία». Εκείνη χαμογελούσε, όπως χαμογελούσε στα παιδιά όταν έκαναν κάποια αταξία. Και χωνόταν στην αγκαλιά του άντρα της για να την πάρει ο ύπνος.

Υπνος-πρωινομεσημεριανό-φροντιστήριο-βόλτα-σουβλάκι-κρέπα-χοτ-ντογκ-οι-τσακωμοί-των-κάτω-ύπνος. Και όνειρα που βούλιαζαν σε κάτι υγρό και κολλώδες και ζωντανό, τόσο ζωντανό, που, μα την αλήθεια, πιο ζωντανά έκανε τα όνειρά της απ’ την πραγματικότητα.

Μια μέρα, συνάντησε τη νοικάρισσα του ισογείου στην είσοδο της πολυκατοικίας. Είχαν περάσει μήνες, η άλλη είχε βαρύνει, είχε στρουμπουλέψει. «Ξέρεις», της είπε η νοικάρισσα κάπως μαγκωμένα, «δε θα μείνουμε για πολύ καιρό ακόμα στην πολυκατοικία. Είμαι έγκυος και θα χρειαστώ βοήθεια με το μωρό. Θα μετακομίσουμε αλλού, κάπου πιο κοντά στη μητέρα μου. Είμαστε λίγους μήνες εδώ, το ξέρω, ήταν όμως απρόοπτο». Μα τι λέτε τώρα. Αυτά τα πράγματα είναι πολύ ευχάριστα. Θα λυπηθούμε βέβαια που θα φύγετε, αλλά πάνω απ΄όλα το μωρό.

Μια Κυριακή του Σεπτέμβρη οι ένοικοι του ισογείου έφυγαν. Είχαν έρθει οι μεταφορείς, τους έβγαζαν τα πράγματα από το παράθυρο, η μητέρα της γκρίνιαζε, ωραία πράγματα, να ρχονται και να φευγουν οι ένοικοι πατ κιουτ, και ποιος ξέρει τι ζημιές να κάνανε εκεί μέσα, κι όμως στην αρχή της είχαν γεμίσει το μάτι, πώς γελάστηκε έτσι αυτή. Τους έβλεπε στα σκαλιά να φεύγουν κι ακουγόταν από το πίσω τετράγωνο μια λατέρνα, σα να ‘ταν ελληνική ταινία του εξήντα, ο άντρας κρατούσε την κοπέλα από τον ώμο προστατευτικά, θα την παντρευόταν, θα κάνανε το μωράκι τους, θα βρίσκανε τον τρόπο να μονοιάσουν.

Περίμενε λιγάκι. Έπειτα κατέβηκε κάτω να ανοίξει το σπίτι, να αεριστεί, είχε ζητήσει απ΄τη μάνα της τα κλειδιά. Προς μεγάλη της απογοήτευση, ήταν απλά ένα άδειο σπίτι. Κανένα σημάδι ότι μέχρι πριν λίγες ώρες έμεναν άνθρωποι εκεί. Κανένα σημάδι στους τοίχους, χτυπούσαν με τον τρόπο τον μπάτσων, χωρίς να αφήνουν πληγές. Στο υπνοδωμάτιο στάθηκε μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη της ντουλάπας. Έμεινε να τον κοιτάζει ώρα πολλή.

Και μετά άνοιξε επιτέλους τα παράθυρα διάπλατα. Η λατέρνα ακουγόταν ακόμη.