«Λυπάμαι, Άννα. Λυπάμαι πολύ. Δεν ξέρω πώς…μετά από τόσα
χρόνια…να είμαι εγώ που θα στο πω….»
Εκείνη γέμιζε τα αποσιωπητικά του όμορφα, παρηγορητικά και
τρυφερά. Τα τελευταία δεκατρία χρόνια τον είχε τμηματάρχη, είχαν πιει τους
καφέδες τους, ήταν φίλοι. Κατά κάποιον τρόπο ήταν τυχερή που εκείνος της το
ανακοίνωνε.
Ύστερα πέρασε από το λογιστήριο και μετά στο δρόμο.
Βρέθηκε ελεύθερη έξω στον καθαρό αέρα. Αυτή ήταν η πρώτη
λέξη που της ήρθε. Ελεύθερη. Θα έπρεπε να το χαρεί πριν της έρθουν οι επόμενες.
Χρεωμένη.
Ξεκρέμαστη.
Μάνα πλήρους απασχόλησης.
Κι όμως, τόσο καιρό που φοβόταν την απόλυση, τόσα ξημερώματα
που ξυπνούσε και κοίταζε το ταβάνι, όλα αυτά που σκεφτόταν, φαίνονταν τώρα
μακρινά. Σαν ο φόβος της που έγινε πλέον γεγονός αδιάψευστο, έκανε κάθε έγνοια
να εξανεμιστεί. Ήταν ένα όμορφο, δροσερό πρωινό, είχε στην τσέπη της
την παχυλή επιταγή της αποζημίωσης, τόσα μαζεμένα λεφτά όσα δεν είχε ονειρευτεί
ποτέ της και θα το σκότωνε (αξιοποιούσε, ανέλαβε ο αυτόματος διορθωτής)
πίνοντας καφέ στο Μοναστηράκι.
Εκεί που απολάμβανε τον φρέντο καπουτσίνο της, σκέφτηκε να
στείλει μήνυμα στην κολλητή της. Δε θα το έλεγε στον Παναγιώτη, όχι ακόμα.
Εκείνος θα της έλεγε «αχ μωρό μου» και «πωπω», μπορεί και να της μαγείρευε
σήμερα εκείνος ή να έβαζε και πλυντήριο και θα της ερχόταν πλακωμάρα, άσε
καλύτερα, ήθελε να περάσει μερικές ώρες ευχάριστα μέχρι το απόγευμα που θα του
το ξεφούρνιζε υποχρεωτικά.
Είχε γράψει το μήνυμα και το κοίταζε, όμως δεν αποφάσιζε να
το στείλει. Η Στέλλα θα την έκανε σίγουρα να ξεχαστεί. Θα της
έλεγε ότι γλίτωσε απ΄το κάτεργο κι ότι φαινόταν κιόλας σα να φύγαν δέκα χρόνια
από πάνω της. Κι άλλα πολλά. Τέτοια έλεγε η Στέλλα, το αστέρι που φώτιζε τις
ζωές των άλλων, εκείνη όμως είχε ήδη αποφασίσει πως εκείνο το πρώτο πρωινό ελευθερίας,
θα το περνούσε μόνη της.
Με θετικές σκέψεις.
Θα πήγαινε να πάρει το παιδί απ΄το σχολείο το
μεσημέρι. Η μικρή θα έτρεχε να την αγκαλιάσει και θα την ρωτούσε «Πώς και έτσι;».
«Η μανούλα θα έρχεται τώρα, αγάπη μου, κάθε μέρα, και θα σε συνοδεύει σπίτι».
Καταστρώνοντας σχέδια. Το άγχος είναι κακός σύμβουλος. Τι χρειάζεται. Λίγη σύνεση. Λίγο πνεύμα οικονομίας. Να μαζευτούν λίγο τα περιττά.
Σιγά σιγά θα έρθει και η καινούργια δουλειά.
Καθώς πιπίλιζε το παγάκι που είχε ξεμείνει χαμηλά στο
ποτήρι, θυμήθηκε ξάφνου ότι δεν είχε πια πονόδοντο. Της είχε σπάσει ένα
σφράγισμα κι έπρεπε να το φτιάξει, όμως όλο και το άφηνε και πρηζόταν το ούλο
της. Τώρα όμως δεν την πονούσε, όπως κάθε φορά που ένας καινούργιος πόνος αναπληρώνει
τον παλιό.
Ένας πόνος στο στήθος χαμηλά. Όχι, δεν ήταν η ιδέα της. Ήταν ένας πόνος οξύς, ξαφνικός, ενοχλητικός.
Δεν την πείραξε που βρίσκονταν κι άλλοι άνθρωποι μπροστά,
καθώς ψηλαφιζόταν. Το εύρημα την έκανε σχεδόν να βάλει τα γέλια. Είχε σπάσει η
μπανέλα του σουτιέν της. Το σίδερο υποστήριξης είχε βγει από το ύφασμά του και
τρυπούσε τον θώρακά της.
Χαρούμενη κι ανακουφισμένη από την άμεση διαλεύκανση του
ζητήματος, πλήρωσε και σηκώθηκε να φύγει. Δεν είχε κάτι άλλο να κάνει εκεί.
Προσπερνούσε βιαστικούς, τουρίστες, αστέγους, ταμπέλες,
«Ηφαίστου», «πωλείται», «πεινάω», κατευθυνόμενη προς την Ομόνοια.
Μπήκε στο μεγάλο εμπορικό κέντρο.
Κρατούσε καλά την τσάντα της. Άφησε να την ψεκάσουν με τα
καινούργια αρώματα. Ανέβηκε στον τρίτο,
στο τμήμα των εσωρούχων.
Η υπεύθυνη πελατείας έλειπε. Εκνευρίστηκε. Ποτέ της δεν το κατάλαβε
αυτό το πράγμα. Να ζητάς κάποιον απελπισμένα κι εκείνος να λείπει.
Διάλεξε τρία σουτιέν. Ένα μαύρο που θα έκανε αντίθεση με την
επιδερμίδα της. Ένα στο χρώμα του δέρματος για να ταιριάζει με όλα τα ρούχα,
ακόμα και τα δύσκολα, τα διαφανή πουκάμισα. Ποιά πουκάμισα, πού θα τα φορούσε
τώρα τα πουκάμισα. Τέλος πάντων, ένα σουτιέν στο χρώμα του δέρματος πάντα
χρειάζεται. Κι ένα εμπριμέ, παιχνιδιάρικο, με φιογκάκια και δαντέλες. Θα είχε
πλάκα να το δοκιμάσει.
Ήταν πολύ περίεργο που και τα τρία, άλλο περισσότερο, άλλο
λιγότερο, ήταν σαν καμωμένα για εκείνη. Το δίλημμα ήταν μεγάλο, αλλά εκείνη
είχε μια τσάντα με λεφτά. Μπορούσε να τα αγοράσει όλα, όλον τον όροφο. Το
πνεύμα οικονομίας, η σύνεση...όχι, όχι.
«Περισσεύουν πολλοί. Οι υπηρεσίες αυτοματοποιήθηκαν.
Αποσκοπούμε στη μείωση του λειτουργικού κόστους. Η εταιρία οφείλει να
προσαρμοστεί στις περιστάσεις.» Μειώσεις, σύνεση, ακρωτηριασμός. Το στομάχι της
πονάει, σφίγγει τις γροθιές, δεν τις νιώθει. Σαν παλιά μέλη που περίσσευαν.
Ζαλίζεται. Έπρεπε να στείλει εκείνο το μήνυμα στη Στέλλα. Ίσως και όχι. Τώρα το
βλέπει καθαρά, πρέπει να προσαρμοστεί στις περιστάσεις. Τα χέρια πια δεν ωφελούν.
Με τα δόντια μασουλάει, ξεσκίζει, ακρωτηριάζει τα ταμπελάκια με τις τιμές, τα
κλιπς ασφαλείας των σουτιέν πριν τα χώσει βαθιά στην τσάντα της.
No comments:
Post a Comment