Nov 27, 2016

Ο ασυγχώρητος





Καθώς σηκώθηκε από το κρεβάτι, τράβηξε βαθιά εισπνοή και πήγε στο μπάνιο. Η εικόνα του στον καθρέφτη του μπάνιου ήταν γεμάτη μαύρα στίγματα, σαν τηλεόραση που χάλασε, άφησε το τσιγάρο του στην εταζέρα από κάτω. Χρειαζόταν ξύρισμα, μα δεν ξυρίστηκε.

Κάθε φορά που έμπαινε στο πίσω δωμάτιο, εκεί που θα ζύμωνε και θα φούρνιζε το ψωμί μέχρι τις εξήμισι, ένιωθε βασιλιάς. Εκεί μέσα είχε τα πάντα. Περιοδικά, ένα στρώμα για να ξεκουράζεται κάθε που τον έπιανε η μέση του, και, κυρίως, βότκα που φύλαγε στην κατάψυξη του μικρού ψυγείου. Η βότκα κατευθείαν απ΄την κατάψυξη κατέβαινε στο λαρύγγι σα λάδι, σα βάλσαμο που έκαιγε όλες τις πληγές.

Τη βότκα την είχε μάθει από τον Τοντόρ. Εκείνος έφερνε, δυο και τρία μπουκάλια, κάθε που γύριζε από τις επισκέψεις στη μαμά του που έμενε στη Φιλιππούπολη. Κι όχι μόνο αυτά. Έφερνε και διάφορα μπιχλιμπίδια, κουλουράκια σε τάπερ και σε αλουμινόχαρτα, τη μυρωδιά του σπιτιού του στη χώρα που του δινε ψωμί. Όταν δούλευε ο Τοντόρ στο φούρνο, το τρίωρο στο πίσω δωμάτιο περνούσε γελαστά και τότε, θυμάται, η μέση του δεν τον πονούσε.

Μόνος πια, ζυμώνει το ψωμί με χέρια νοτισμένα από τη βότκα κι αναρωτιέται αν η νοστιμιά του ψωμιού οφείλεται ακριβώς σε αυτή τη μικρή, μα καθοριστική γευστική παρέμβαση και, προχωρώντας τη σκέψη του, αναρωτιέται αν η δύναμη της επίγευσης του οινοπνεύματος οφείλεται στον πόνο καρδιάς που συμπυκνώνει.

Παλιότερα δεν μπορούσε ν’ αναγνωρίσει κανέναν πόνο. Όλα μέσα του υπάγονταν σε έναν αυτόματο ευεργετικό μηχανισμό που του επέτρεπε να ζει την κάθε του μέρα αναίμακτα. Ξεχνούσε ή συγχωρούσε, και προχωρούσε καθαρός σαν παιδί.

Κάποια στιγμή όμως όλα άλλαξαν.

Σταματά το φούρνισμα και στήνει αυτί. Ακούει ένα γρατζούνισμα στον τοίχο, τον αρουραίο που πήρε τη θέση του Τοντόρ. Παίρνει από χάμω την παντόφλα του και την εκσφενδονίζει στο ζωντανό, ξερνώντας ένα «αι στο διάολο» . Φυσικά και αστοχεί, είναι ιδιαιτέρως προσεκτικός στο να αστοχήσει, μόνο ο αρουραίος του ‘χει απομείνει από τότε που ο Τοντόρ του έκανε τη μαλακία και πρέπει να τον προσέχει σαν τα μάτια του.

Όταν ο Τοντόρ του έκανε τη μαλακία την πρώτη φορά, εκείνος είχε δείξει μεγαλοθυμία, είχε βάλει σε λειτουργία τον ευεργετικό μηχανισμό της συγχώρεσης και της λησμονιάς. Τη δεύτερη φορά που του έκανε τη μαλακία, ο Τοντόρ πήρε πόδι. Κανείς δεν έμαθε πως και γιατί.

Γιατί; Σάμπως ο ίδιος ξέρει; Γιατί κάποια πράγματα είναι σημαντικά. Η τιμή, η αξιοπρέπεια. Το μαγαζί. Όλα όσα διακυβεύονται. Γιατί έτσι. Περιμένει τον υποβολέα, το Άγιο Πνεύμα, να του πει το γιατί.

Η βότκα είναι ο ενδιάμεσος για να εμφανιστεί το Πνεύμα, ωσότου όμως εκείνο εδεήσει να τον ανακουφίσει από το βάρος του, εκείνος θα έχει αποκτήσει μια ωραιότατη κίρρωση του ήπατος και τότε θα συγχωρεθεί μια και καλή.

Γιατί για τον Τοντόρ δεν έχει καμία αμφιβολία. Τον βλέπει συχνά στον ύπνο του, να καβαλάει τα σύννεφα σαν τον Τζέημς Ντην. Και ξυπνά γνωρίζοντας πως ο νεαρός Βούλγαρος, το απολωλώς πρόβατο, έχει συγχωρεθεί από θεούς κι ανθρώπους και συνεχίζει τα ταξίδια του. Η αμαρτία είναι προϋπόθεση για τη συγχώρεση. Εκείνος όμως δεν είχε τα κότσια ν΄αμαρτήσει.

Τώρα θα ήθελε ο Τοντόρ να ήταν παντρεμένος. Να τη στήσει στη γυναίκα του ένα βράδυ και να της εξηγήσει τ΄όνειρο. Θα ήθελε να είχε τον Τοντόρ μπροστά του, να του σπάσει όλα τα δόντια. Τώρα ξέρει πως ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι ο μόνος αληθινός θεός, γιατί για να συναντήσεις κάποιον στη γη πρέπει να πέσεις στο επίπεδό του, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, πρέπει η φιλία να αγιάζεται με αίμα. Αλλά ήρθε ο Χριστός, ο εξυπνάκιας, αυτό το κωλόπαιδο, να μπει στο μάτι του πατέρα του με θεωρίες περί αγάπης και μεγαλοθυμίας. Να γίνεσαι θεός στη θέση του Θεού. Και, μετά, θα συγχωρεθείς από ποιόν;

Κάθε φορά που κατεβαίνει στο πίσω δωμάτιο, εκεί που ξαπλώνει στο στρώμα και ξεφυλλίζει τα περιοδικά του, εκεί που κυνηγά τον αρουραίο και σερβίρει τον εαυτό του βότκα από την κατάψυξη, νιώθει λίγο ζωντανός νεκρός. Και περιμένει. Περιμένει αυτόν ή αυτό που θα τον κάνει επιτέλους να αναπαυθεί.

No comments: