Στέκομαι πίσω από τη μεσοτοιχία και χαζεύω. Τα πνευστά και τα κρουστά της μπάντας του Δήμου αντηχούν στα στενοσόκακα πέρα από τη σκονισμένη λεωφόρο. Κάποιοι που γνωρίζω περνούν μπροστά από τη σπίτι μου και με χαιρετούν με το κεφάλι. Του Αγίου Σπυρίδωνα σήμερα.
Στέλνω το βλέμμα μου στο απέναντι μπαλκόνι και μου το επιστρέφω: θέλω βάψιμο, η άσπρη ρίζα έχει βγει ξανά στο μαύρο. Έχω αδυνατίσει κι άλλο, η ρόμπα πλέει πάνω μου. Τρώω τα νύχια μου και σταματάω, άμα το συνειδητοποιώ. Κάποιος μαγειρεύει κουνέλι κοκκινιστό. Να περάσει άραγε η μπάντα κι από δω;
Το πρόσωπό μου έχει τη μακάρια ή ηλίθια έκφραση όλων των ηλικιωμένων γυναικών που έβλεπα και βλέπω στα παραθύρια της γειτονιάς μου. Μόλις σκέφτηκα για τον εαυτό μου ότι είναι ηλικιωμένος. Αυτό είναι καινούργιο. Έβαλα τον εαυτό μου μέσα στο μπουλούκι των γυναικών που έζησαν όλη τους τη ζωή εδώ, εδώ που τις έριξαν και τις ξέχασαν, άγκυρες κάθε λογής τραγωδιών. Άντρες ναυτικοί. Παιδιά χαμένα από μηνιγγίτιδα. Μιζέρια χειρότερη από φτώχεια. Αγάπες χαμένες, για κείνες που γνώρισαν τέτοιες πολυτέλειες. Αναμνήσεις πήζουν τον αέρα σαν το μαύρο σύννεφο που αμολά το εργοστάσιο καπνού.
Μένω σε μια συνοικία, προάστιο του Πειραιά. Μια από τις τόσες που απαρτίζονται από Σούλες, Κούλες και Λίτσες. Σε μια τέτοια γειτονιά, η μάνα μου με ονόμασε Γιολάντα.
Αυτό το όνομα το εξωτικό καθόρισε την τύχη μου, θα λεγα κάποτε. Τότε που δεν είχα ακόμα καταλάβει πως την τύχη μας την καθορίζουμε εμείς. Το όνομά μου και η κυρία Ειρήνη. Η κυρία Ειρήνη ήταν η δασκάλα μου στο δημοτικό κι έβλεπε πάνω μου μεγάλα χαρίσματα και σπάνια ταλέντα. Τα βλεπα κι εγώ μα δεν το έλεγα παραέξω. Εκείνη όμως πήγε κι έπιασε τη μάνα μου και της είπε για το χέρι μου και τα σκίτσα μου και το μαθηματικό μυαλό μου κι ότι θα γινόμουν σπουδαία, μάλλον αρχιτεκτόνισσα, μόνο που ήμουν ταπεινή και δεν είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και να με προσέξει εκείνη, η μάνα μου, μην πάω στράφι. Κι έλεγε, έλεγε της γυναικούλας, κι ό,τι αμφιβολία είχε ποτέ η μάνα μου ότι ήμουν κάτι σπάνιο κι εξαιρετικό εξαφανίστηκε μεμιάς.
Όταν πέθανε πέρσι η μάνα μου βρήκα στο πατάρι της τις παιδικές ζωγραφιές μου με την κορνίζα τους ακόμα. Κορνίζαρε τις ζωγραφιές και τις κρεμούσε στο σαλόνι, να τις θαυμάζουν οι μουσαφίρηδες. Και με έβαζε να τους λέω την προπαίδεια που την ήξερα φαρσί. Δεν είχα καμία όρεξη, αλλά δεν της χαλούσα το χατίρι.
Όλα έρχονταν ουσιαστικά να επιβεβαιώσουν το προαίσθημα της μάνας μου από τότε που είδε στο σβέρκο μου, στο μαιευτήριο ακόμα, το κόκκινο σημάδι. «Σημάδι Θεού», συνήθιζε να λέει.
Τέτοιο κόκκινο σημάδι είχε στο σβέρκο και ο Σπύρος, ο πρώτος μου γιος που σήμερα γιορτάζει. Πρώτος για δυο λεπτά, δηλαδή, αφού ο άλλος ακολουθούσε κατά πόδας. Ο γιατρός όμως δεν είπε για σημάδι Θεού, είπε για αιμαγγείωμα που σιγά σιγά θα έφευγε. Και, φαντάσου, ήθελα κι εγώ τόσο πολύ να πιστέψω πως το παιδί μου θα ήταν ξεχωριστό. Οι μεγάλες προσδοκίες περνούν από γενιά σε γενιά σα σκυτάλη ή σαν κατάρα. Oπως το βλέπει κανείς.
Στα δεκαπέντε είχα γίνει διάσημη. Στα φρουτάδικα, όπου έπαιζα πάκμαν κι έφτανα στο διηνεκές. Χέρι κι αντανακλαστικά, όχι αστεία. Ένιωθα τα πιτσιρίκια που τους έτρεχε η μύξα να μαζεύονται γύρω μου και να χαζεύουν, πώς έχαφτε ο πάκμαν τα φρουτάκια, πώς ξέφευγε από τα φαντάσματα, πώς έτρωγε τις πίστες μία μία. Μετά τα μεγαλύτερα παιδιά, «καλούλα είναι μωρέ» έλεγαν συγκαταβατικά, αλλά κάθε φορά ο καπνός απ΄τα τσιγάρα τους με φλόμωνε, έτσι που με κύκλωναν ασφυκτικά. Η μόνη φορά που έχασα πίστα, ήταν τότε που έπιασα τον Σάκη να με κοζάρει.
Όταν με πλάκωνε κάτω από το βάρος του, στην καρότσα που μύριζε κρεμμυδίλα και πατατόχωμα, γιατί ο Σάκης ήταν είκοσι και βοηθούσε τον μπαμπά του στη λαϊκή, γινόμουν ξανά το κορίτσι του μπαμπά μου. Ο μπαμπάς μου ήταν απλός άνθρωπος, δε με φόρτωνε με υψηλές φιλοδοξίες σαν τις άλλες. Οι μόνες του απαιτήσεις ήταν να είμαι καλό παιδί και να ολοκληρώνω ό,τι αρχίζω, είτε ήταν φαγητό, είτε διάβασμα. Ε, ολοκλήρωνα κι εγώ.
Δεκάξι προς δεκαεφτά λοιπόν, να μαι στην εκκλησιά με νυφικό κι έγκυος σε δίδυμα. Αν το θελα. Φυσικά και το θελα! Είχα φτάσει όπου ήταν να φτάσω. Στην αγάπη του Σάκη έβλεπα το αποκορύφωμα της ευτυχίας μου. Επιπλέον ήμουν το πρότυπο της κοπέλας της γειτονιάς, απολυτήριο λυκείου κι αμέσως παντρειά, αν κι απολυτήριο δεν πήρα ποτέ, και όλοι συμφωνούσαν πως ήμουν κομμάτι μικρή, αλλά δε βαριέσαι, αφού ήταν το τυχερό.
Στην αλήθεια αυτή υπήρχε και η άλλη πλευρά, η οποία ήταν επίσης αλήθεια: ότι ήμουν πολύ μικρή και δε μπορούσα να έχω όραμα και προοπτική. Ότι ο πατέρας μου με έδωσε λάχου λάχου στον πρώτο τυχόντα. Ότι αν η μάνα μου έκανε τα δικά της κουμάντα στα λεφτά και με είχε στείλει στο γιατρό για έκτρωση, η ιστορία μου θα ήταν διαφορετική. Καλύτερη ή χειρότερη, δεν ξέρω. Πάντως διαφορετική. Και καθώς τη θυμάμαι τη μάνα μου να κλαίει πίσω από τις κουρτίνες, αφού μας ευχήθηκαν «να ζήσετε» και μας ξεπροβόδισαν, να φύγω, να πάω σύζυγος στο σπίτι του αντρός μου, κάνω τα σταυρό μου και με τα δυο τα χέρια και δοξάζω κάθε μέρα το Θεό που εμένα δε μου έδωσε κορίτσια.
Ο Σάκης γνώρισε και τις δύο πλευρές της αλήθειας, ανάλογα τα φεγγάρια μας, τα δώδεκα χρόνια που περάσαμε μαζί, πριν με παρατήσει αμανάτι, με τα δυο παιδιά, και πάει να μείνει με κάποια άλλη. Βέβαια εγώ μένω ακόμα στο σπίτι του και για διαζύγιο ούτε λόγος, αν και τα παιδιά κοντεύουν να τριανταρήσουν. Έχω λοιπόν ακόμη το όνομά του και αυτός είναι ο λόγος που ο κόσμος ακόμα με χαιρετά, παρά τα άλλα.
Επίσης ο Σάκης είναι ο μόνος που παίρνει ακόμα τηλέφωνο. Κατά προτίμηση Σάββατο απόγευμα ή Κυριακή ξημερώματα να μου κόβει τον ύπνο. Η ερώτηση είναι ίδια κι απαράλλακτη: θα έρθει ο προκομμένος – αυτός είναι ο δεύτερος γιος μας – να τον βοηθήσει με τον πάγκο ή να πάρει τον Αλβανό; Η απάντησή μου επίσης ίδια κι απαράλλακτη «Και πού θες να ξέρω;», αλλά εκείνος δεν πτοείται, κάθε εβδομάδα το ίδιο βιολί, να με ταράζει και να με ανακουφίζει, όταν βλέπω στην αναγνώριση το όνομα του Σάκη, ξέρω πως όλα θα παν καλά και πως, όταν πεθάνω, κάποιος θα με ψάξει και θα με ανακαλύψει γρήγορα.
Εγώ δεν παίρνω τηλέφωνο κανέναν. Όχι γιατί είμαι ακατάδεκτη, αλλά γιατί δεν έχω ποτέ μονάδες. Κάθε μέρα τρώω πατάτες τηγανιτές και ό,τι με κερνά ο Ευτύχης τα βράδια. Συνήθως πάμε στον Καράμπαμπα για σουβλάκι. Μετά μου πιάνει τον κώλο. Δεν τον μπάζω στο σπίτι, να μη λέει ο κόσμος, το κάνουμε μέσα στο αυτοκίνητο, σαν τα μαθητούδια. Ευτυχώς είμαι αδύνατη και ευέλικτη. Μετά φεύγει και πάει στη γυναίκα του.
Στέκομαι πίσω από τη μεσοτοιχία, τα πνευστά και τα κρουστά έχουν σιγήσει, ρεμβάζω και αναλογίζομαι τη ζωή μου, χωρίς άγχος, σύμμαχος με τον χρόνο. Είχα κάποτε λίγο άγχος, τότε που έμεινα μόνη μου, με δυο μικρά παιδιά κι έβλεπα να ανοίγονται μπροστά μου οι δρόμοι της Αρετής και της Κακίας, καταπώς λέει ο μύθος, κι εγώ διάλεξα τον δεύτερο. Για χάρη της μάνας μου και της κυρίας Ειρήνης. Εγώ δε θα γινόμουν μεγάλη αρχιτεκτόνισσα ή ξέρω γω, αλλά δε θα πήγαινα και να ξενοδουλέψω, να κόβω τυριά στο σούπερ μάρκετ, να συντηρώ οικογένεια. Την υπόλοιπη ζωή μου θα με συντηρούσαν οι άντρες.
Ξεφυσάω τον καπνό απ΄το στριφτό. Μου το χει πάρει ο Σπύρος μου το μηχανάκι που στρίβουν το τσιγάρο. Είναι χαρά Θεού αυτό το παιδί, μηχανικός αυτοκινήτων, αρραβωνιασμένος, που με λατρεύει και όλο μου φέρνει μπιχλιμπίδια.
Έρχεται καμιά φορά κι ο άλλος ο γιος μου να με δει. Ο «προκομμένος». Που μου ρίχνει βλέμματα εχθρικά σα να φταίω εγώ για όλα. Για το ότι ο πατέρας του έφυγε, για τους γκόμενους, για τις τηγανιτές πατάτες, για το καζανάκι που πλημμύριζε την παιδική του ηλικία. Για τα χαλασμένα ηλεκτρικά, για τις μονάδες που δεν είχα ποτέ στο κινητό. Για το ότι εκείνος δεν είχε κόκκινο σημάδι στο σβέρκο, για το ότι έχει γίνει κλέφτης κι απατεώνας και είναι ένα βήμα πριν απ΄τη μπουζού.
Αυτά σκέφτομαι κι άντε εγώ να βγάλω συμπέρασμα για τη ζωή μου, τα σημάδια, να βάλω τις αλήθειες μου να αναμετρηθούν. Είτε δεν υπάρχει καν συμπέρασμα, είτε εγώ βαριέμαι να το ανακαλύψω, όπως βαριόμουν πάντοτε και τα υπόλοιπα. Εκτός από τον πάκμαν. Τη μεγάλη μου στιγμή και την εκκίνηση της αντίστροφης πορείας.
Θα βγάλω ένα συμπέρασμα πρόχειρο και συμβιβαστικό: αυτά που λεν για τα σημάδια είναι αλήθεια. Αλλά ο άνθρωπος γίνεται μεγάλος μόνο για τον εαυτό του. Και δε θέλει πολλά: ένα παιδί να τον προσέχει, έναν πρώην να τον νοιάζεται μην και ξαφνικά πεθάνει, έναν καλό σύντροφο και τους γείτονες να τον χαιρετούν. Και όλα τα άσχημα για να τον κρατούν ταπεινό και δεμένο στη γη. Μην ανεβαίνει πίστες και ζαλίζεται και μετά πέφτει και γκρεμοτσακίζεται.
Γκέγκε;