Sep 16, 2014

Δέκα χρόνια μετά

Κάθε φορά που πέφτεις χάμω ψηλώνεις έναν πόντο, μου έλεγαν όταν ήμουν μικρή για να με παρηγορήσουν. Η για να με τρομάξουν. Φρόντιζα έκτοτε διόλου να μην πέφτω και τα πήγα, φαίνεται, καλά. Εδώ που με κουβάλησαν, δεν τους πιάνω καθόλου χώρο, πολλές φορές γίνομαι αόρατη.

Και σήμερα μου είπαν πως μεγάλωσες.

Ποτέ δε θεωρούσα σκόπιμο να εξηγώ, να διαλευκαίνω τα πράγματα. Και πάντοτε αργούσα χαρακτηριστικά. Όταν μου έλεγαν «τι θες να κάνεις στη ζωή σου, τι θες να γίνεις» σιωπούσα. Αφήστε την, έλεγε η γιαγιά μου, μικρό παιδάκι είναι, έχει όλη τη ζωή μπροστά της.

Όταν τελείωσα το σχολείο, πάλι δεν ήξερα τι θα γίνω, κι όταν γνώρισα τον μπαμπά σου, μου άρεσε που ήταν στρατιωτικός και με κερνούσε πορτοκαλάδα μπλε, χωρίς να με ρωτήσει τί θα πάρω. Είχε την πλάκα του, ήταν φανερό ότι με περνούσε για κείνες τις κοπέλες κι όχι για τις άλλες. Την ημέρα του γάμου μου ήρθε η αναλαμπή, αλλά τότε ήταν αργά.

Τη στιγμή της εκτυφλωτικής γνώσης άστραψε το φλας, την έχει ακόμα ο πατέρας σου την φωτογραφία ή την πέταξε; Εγώ σαν σαστισμένο από προβολείς αυτοκινήτου τρωκτικό, εκείνος καμαρωτός, και όλοι να περιμένουν. Τι να έκανα, το νυφικό με έσφιγγε, βιαζόμουν να πάω σπίτι να το βγάλω, πέρασα κάτω από την αψίδα που έκαναν οι συνάδελφοί του με σπαθιά ,«να ζήσετε και καλούς απογόνους».

Μετά από πέντε μήνες ήρθες εσύ. Και ήμασταν οι δυο μας. Μάλλον οι πολλοί μας. Εμείς και οι άλλοι.

Θα λεν πως δεν ήξερα να σε ταϊσω και πως αν δεν ήταν αυτοί να σε συντρέχουν με γάλατα αγοραστά, θα είχες πεθάνει απ΄την πείνα. Πως κάθε τόσο σηκωνόταν η γειτονιά, έκλαιγες δυνατά και δεν ήξερα να σε κάμω καλά, κρυβόμουν κάτω απ΄τα τραπέζια και έκλαιγα μαζί σου. Πώς ο άντρας μου με ανεχόταν, αυτός ο άγιος άνθρωπος. Την τελευταία φορά που με έκανε να με βγάλει ο άγιος άνθρωπος από κάτω απ΄το τραπέζι άρπαξα μαχαίρι. Τότε με έφεραν εδώ και τελειώνει η ιστορία της ζωής μου, το κομμάτι που σου χρωστάω.

Τους ακούω να λεν ο καθείς την εκδοχή του, οι ειδικοί. Δεν ξέρω ποια είναι η συμφέρουσα για μένα, ή μάλλον ξέρω, γιατί αν δεν ήξερα δε θα καθόμουν εδώ πέρα δέκα ολόκληρα χρόνια. Εδώ έχω την ηρεμία μου, έχω και τη Μάγδα που την κουβαλά ο πατέρας της κάθε που την πιάνουν ψυχωσικά από την πρέζα. Έμπλεξε, πάει κι αυτή, έτσι θα λεν αυτοί που τους τρέφουν οι βεβαιώσεις, οι ακλόνητες πεποιθήσεις, που μιλούν για ζωές ρημαγμένες και για παιδιά που αρνούνται να μεγαλώσουν. Ετσι λεν, ενώ εγώ πίνω κοκτέιλ φαρμάκων και βρίσκομαι σε νησί έρημο κι εξωτικό, εγώ και η Μάγδα, το παρεάκι μου, και αγκαλιασμένες  βλέπουμε τα πλοία να περνούν από μπροστά μας.

Μου παν λοιπόν ότι μεγάλωσες και δεν ήξερα να βάλω στο γράμμα μου σορόπια. Πέρασα δέκα χρόνια να σε σκέφτομαι και να σε σφίγγω σ΄αδειοσέντονα, το σπυρί θέριεψε κι έσπασε κι έμεινε ξερό, να το αντικρίσεις που χάσκει σα λουλούδι κι ένα μοναχά πράγμα ελπίζω, να σε μεγάλωσαν καταπώς να εκτιμάς την ομορφιά.

Αυτό μένει , γιε μου. Η ομορφιά.






No comments: