Oct 19, 2014

Η συνωμοσία του Αδη

Το ρολόι.

Η νοσοκόμα.

Η μπάλα του οξυγόνου πάνω απ΄το κρεβάτι του.

Ο καθρέφτης του μπάνιου.

Το πρόσωπό της, όλο γωνίες κι απαλότητα.

Ξανθά μαλλιά.

Όλα αρμονικά συντεθειμένα στον πίνακα της παλιάς ζωής που θα κλειδαμπαρώσει στη ντουλάπα του θαλάμου. Διότι είναι πλέον ζήτημα ωρών, ίσως και λεπτών.

Ο γέρος στο κρεβάτι του ήρεμος, το χέρι του άδειο. Πέρασε τρεις μέρες ανταριασμένος, το βλέμμα του να τρυπάει τον τοίχο όλο αγωνία, τα δόντια του να τρίζουν. Τώρα το πήρε απόφαση κι όλα βαίνουν την πορεία τους. Θα ήθελε να της χάριζε ένα μόνο βλέμμα. Ένα βλέμμα μεστό νοήματος, ένα νόημα συμπυκνωμένο σε μια λέξη, εκείνη που δεν πρόφερε ποτέ. Η λύσσα μέσα της παλεύει την προσμονή της δεύτερης ζωής της, μια ρυτίδα χαράζεται στο μέτωπό της. Τη διώχνει με το δάχτυλο. Από δω και στο εξής θα έχει μόνο άνοιξη και καλοκαίρι. Φως.

Το μπάνιο του θαλάμου έχει άπλετο φως, ώστε να μπορεί να περιεργάζεται τον εαυτό της στον καθρέφτη. Απορούσε τόσα χρόνια, πώς έμενε ίδια και απαράλλακτη, όμορφη και ποθητή, σαν την μέρα του γάμου τους. Ύστερα κατάλαβε. Από παντού την περιέκλειαν καθρέφτες. Καθρεφτάκια σε μπιζουτιέρες, καθρέφτες σε περίτεχνα πλαίσια. Αντικείμενα που καθρέφτιζαν, σκούρα φιμέ γυαλιά και τζάμια αλεξίσφαιρα. Μάτια υγρά και πρόθυμα, έχιδνες υποτακτικές κι αυτός στο θρόνο του, σε ρόλο μαέστρου και συντονιστή. Όταν κάθε λεπτό καθρεφτίζεσαι, η εικόνα σου παγώνει και δεν καταλαβαίνεις τα χρόνια που περνούν.

Όταν το καταλαβαίνεις είναι αργά.

Μα δεν μπορεί να του καταλογίσει παρά μόνο το ήμισυ. Καταπώς λένε, πάντα φταίνε και οι δύο. Εκείνος ήταν έμπειρος και μηχανορράφος, αυτή νέα, πολύ νέα. Κάθε ροδόσπορος που της πρόσφερε έκρυβε και μια έκπληξη: ταξίδια σε σαλέ και σε χιονισμένα τοπία. Παχιά χαλιά και λικέρ μπροστά σε τζάκια. Υποσχέσεις ευμάρειας και αιώνιας ομορφιάς. Δικαίωμα γενναιοψυχίας απέναντι σε λιγότερο τυχερούς. Ξένα παιδιά που μεγάλωναν κάπου εσώκλειστα και μετά έκαναν τη ζωή τους μακριά. Λησμονιά.

Κάπου κάπου, έβλεπε το όνειρο. Ήταν, λέει, πάνω σε μια γέφυρα και κάτω από τα πόδια της έσκαγαν τα νερά ενός καταρράκτη. Oι σταγόνες απ΄την πρόσκρουση της δρόσιζαν το πρόσωπο, κοίταζε τα αφρισμένα νερά και η φωνή στο κεφάλι της έλεγε «κάντο!», να πηδήξει μέσα στο νερό, αυτό εννοούσε, σα να επρόκειτο για χρέος. Εκείνη όμως αρχικά ήταν δύσπιστη, έπειτα φοβόταν. Δεν το αποτόλμησε ποτέ. Το ασυνείδητό της την προειδοποίησε όμως εκείνη αρκέστηκε σε μια χούφτα ροδόσπορους.

Τέλος πάντων. Ο γέγονε, γέγονε, που λένε. Έχει ακόμα το προσωπείο της και τα ξανθά μαλλιά της. Τις σερβιέτες της που τοποθετεί κάθε μήνα ευλαβικά, μήπως και, και που τις αφαιρεί λευκές και άσπιλες. Κι έχει ελπίδα. Την ελπίδα να δει τη ζωή της να διαγράφεται σε νέες στροφές, χέρσες κι απροσδόκητες, το υγρό, φαίνεται, δεν ήταν το στοιχείο της.

Και πού ξέρεις; Καλό είναι να μην έχει κανείς πολλές επιλογές. Τα πράγματα περιπλέκονται.

Εκείνη γριά ετοιμοθάνατη, με οικογένεια στο πλευρό της, αγαπημένους και Ιούδες, ή και τα δύο μαζί, να βρίζει και να κλαίει «Πανάθεμα τη ζωή που έζησα, πανάθεμά σας και εσάς», η επιλογή η ανθρώπινη.

Εκείνη γριά ετοιμοθάνατη με ευεργετημένους μιλιούνια στο πλευρό της, να κλαιν και να σπαράζουν για τη μεγάλη απώλεια, η επιλογή της αγιοσύνης.

Εκείνη γριά, πεσμένη απ΄τα σκαλοπάτια, ανάμεσα στα παρτέρια της, να παίρνει ευωδιές από λεβάντες, αυτό ναι, θα άξιζε τον κόπο!


Εκείνη, πλάι στον άρχοντα του κάτω κόσμου, πεθαμένη δίχως να το ξέρει. Ο ρόγχος πνίγει την τελευταία «συγνώμη» του. Μια αχτίδα φωτός έρχεται να την ξυπνήσει, σαν φιλί, εκείνος διυλίζεται σε στάχτη. «Τελείωσε», της ανακοινώνει η νοσοκόμα. Και είναι μόνο η αρχή.

No comments: