Εκλεισε το ξυπνητήρι που δεν είχε προλάβει να χτυπήσει. Είχε ξυπνήσει πέντε λεπτά νωρίτερα από την προηγουμένη. Οπως το περίμενε. Κάποτε ίσως να μη χρειαζόταν καθόλου ξυπνητήρι.
Εκανε το ντους της. Εφαγε γάλα με κορνφλέικς και ήπιε πορτοκαλάδα. Σιδέρωσε το ταγιέρ της, πρόλαβε ακόμη και να φορμάρει τα μαλλιά της.
Στην εξώπορτα θυμήθηκε τον Βασίλη. Δεν τον είχε ξυπνήσει, ούτε τον φίλησε για καλημέρα. Δυσανασχέτησε λίγο με τον εαυτό της. Είχε χαλάσει δεκαπέντε χρόνων εθιμοτυπικό. Την επομένη δε θα το ξεχνούσε.
Η Αιγύπτια δίπλα μαγείρευε. Πλιγούρι κοκκινιστό, πρωί πρωί. Η οσμή του σωταρισμένου κρεμμυδιού γέμιζε το διάδρομο, έμπαινε θαρρείς στους πόρους της. "Υπανάπτυκτοι", μουρμούρισε.
Στο αυτοκίνητο χάμω, είχε πατημένα χαρτομάντηλα. Τα κλώτσησε όπως όπως στο πεζοδρόμιο και ξεκίνησε. Οι ταχύτητες παιχνίδι στα χέρια της, ο δρόμος άδειος, μάλιστα το γκάζωσε. Εβγαλε κραυγούλες χαράς.
Αναψε τα φώτα στο γραφείο. Είχε φτάσει πρώτη εκείνη την ημέρα. Ανοιξε τα συρτάρια κι έβγαλε τα χαρτιά της. Δε σήκωσε καθόλου κεφάλι. Μόνο έπιασε κάποια στιγμή τον διευθυντή της, με την άκρη του ματιού, να σταυροκοπιέται, όταν την είδε. Πρώτη φορά έφτανε στο γραφείο πριν απ΄αυτόν.
Η μέρα κύλισε δίχως να το καταλάβει. Στο διάλειμμα για φαγητό έφαγε μόνο ένα μήλο. Στις τρεις και τέταρτο ακριβώς κλείδωσε τα συρτάρια της. "Πού πας, την άλλη βδομάδα παραδίδουμε τα αποτελέσματα", της φώναξε ο διευθυντής. "Το ωράριό μου τελείωσε, αν θέλετε να με προτείνετε για υπερωρίες".
Γύριε στο σπίτι κεφάτη. Είχε οργανώσει τη μέρα της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Σήμερα θα έφτιαχνε γεμιστά.
Βάζοντας το κλειδί στην πόρτα, είδε την Αιγύπτια με την κόρη της να βγαίνουν απ΄το διαμέρισμά τους. Δεν τη χαιρέτησαν. Καλύτερα. Η μικρή είχε βλέμμα τρομαγμένο.
Στο σαλόνι ακουγόταν η φωνή του Βασίλη. Στάθηκε στο χωλ κι έστησε αυτί.
"Εχει ξεφύγει. Δεν την αναγνωρίζω πια. Τί να σου πρωτοπώ...Να, σήμερα πήρε το αμάξι. Δεν ξέρει ρε μαλάκα να οδηγεί! Κι αυτό το βλέμμα...Την κοιτάζω και σα να βλέπω την εξαποδώ. Ρε μαλάκα, μη γελάς!"
Χαμογέλασε. Θα του ήταν δύσκολο να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση. Οχι ότι τον αδικούσε. Την επομένη έπρεπε οπωσδήποτε να τον ξυπνήσει γλυκά.
Προς το παρόν, άφησε αθόρυβα την τσάντα της στο χωλ και διέσχισε το διάδρομο. Να πάει στο δωμάτιο της εξαποδούς.
*****
Τη χάιδεψε στο κεφάλι κάπως στοργικά.
"Μαμά, πώς είσαι σήμερα;"
Η γριά την κοίταξε με βλέμμα που ήταν κάποτε δικό της. Της είπε "καλά, ευχαριστώ".
Εμαθε να λέει "ευχαριστώ". Αρα ήταν στην κρίσιμη καμπή.
Ολα τ΄άλλα της τα χε πάρει. Να σηκώνεται αργά, να παραπατάει απ΄τη νύστα, να πλακώνεται στο ζαχαρούχο γάλα, ελλείψει άλλων γλυκών στο σπίτι, οπωσδήποτε και οδόντων, απέκτησε ξαφνική συμπάθεια για τον γαμπρό της και την οικογένεια δίπλα και όλο ρωτούσε "Εκείνο το κοριτσάκι, γιατί δεν έρχεται πια να μας δει;" To αμάξι της - ήταν δεινή οδηγός η μαμά, όλοι είχαν να το λένε - το χε αφήσει σε αχρηστία από τα πρώτα στάδια της ασθένειας.
Είχαν έρθει τα πράγματα περίεργα τελικά. Ολο προσευχόταν και παρακαλούσε για τη μαμά, ετεροχρονισμένες τύψεις, φόβος, σε τίποτα δεν της είχε πάρει, τόσο δειλή αυτή και η μαμά τόσο ζωντανή, όλοι την φοβούνταν και την έτρεμαν, τόση δίψα για ζωή να πάει χαμένη, καλά της τα λεγε όμως ο Βασίλης από τότε "Μην κάνεις έτσι, οι νεκροί ζουν πάντα μέσα μας".
Τελικά έγιναν όλα όπως έπρεπε. Αλλωστε ζωή δική της δεν είχε ποτέ.
Εκανε το ντους της. Εφαγε γάλα με κορνφλέικς και ήπιε πορτοκαλάδα. Σιδέρωσε το ταγιέρ της, πρόλαβε ακόμη και να φορμάρει τα μαλλιά της.
Στην εξώπορτα θυμήθηκε τον Βασίλη. Δεν τον είχε ξυπνήσει, ούτε τον φίλησε για καλημέρα. Δυσανασχέτησε λίγο με τον εαυτό της. Είχε χαλάσει δεκαπέντε χρόνων εθιμοτυπικό. Την επομένη δε θα το ξεχνούσε.
Η Αιγύπτια δίπλα μαγείρευε. Πλιγούρι κοκκινιστό, πρωί πρωί. Η οσμή του σωταρισμένου κρεμμυδιού γέμιζε το διάδρομο, έμπαινε θαρρείς στους πόρους της. "Υπανάπτυκτοι", μουρμούρισε.
Στο αυτοκίνητο χάμω, είχε πατημένα χαρτομάντηλα. Τα κλώτσησε όπως όπως στο πεζοδρόμιο και ξεκίνησε. Οι ταχύτητες παιχνίδι στα χέρια της, ο δρόμος άδειος, μάλιστα το γκάζωσε. Εβγαλε κραυγούλες χαράς.
Αναψε τα φώτα στο γραφείο. Είχε φτάσει πρώτη εκείνη την ημέρα. Ανοιξε τα συρτάρια κι έβγαλε τα χαρτιά της. Δε σήκωσε καθόλου κεφάλι. Μόνο έπιασε κάποια στιγμή τον διευθυντή της, με την άκρη του ματιού, να σταυροκοπιέται, όταν την είδε. Πρώτη φορά έφτανε στο γραφείο πριν απ΄αυτόν.
Η μέρα κύλισε δίχως να το καταλάβει. Στο διάλειμμα για φαγητό έφαγε μόνο ένα μήλο. Στις τρεις και τέταρτο ακριβώς κλείδωσε τα συρτάρια της. "Πού πας, την άλλη βδομάδα παραδίδουμε τα αποτελέσματα", της φώναξε ο διευθυντής. "Το ωράριό μου τελείωσε, αν θέλετε να με προτείνετε για υπερωρίες".
Γύριε στο σπίτι κεφάτη. Είχε οργανώσει τη μέρα της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Σήμερα θα έφτιαχνε γεμιστά.
Βάζοντας το κλειδί στην πόρτα, είδε την Αιγύπτια με την κόρη της να βγαίνουν απ΄το διαμέρισμά τους. Δεν τη χαιρέτησαν. Καλύτερα. Η μικρή είχε βλέμμα τρομαγμένο.
Στο σαλόνι ακουγόταν η φωνή του Βασίλη. Στάθηκε στο χωλ κι έστησε αυτί.
"Εχει ξεφύγει. Δεν την αναγνωρίζω πια. Τί να σου πρωτοπώ...Να, σήμερα πήρε το αμάξι. Δεν ξέρει ρε μαλάκα να οδηγεί! Κι αυτό το βλέμμα...Την κοιτάζω και σα να βλέπω την εξαποδώ. Ρε μαλάκα, μη γελάς!"
Χαμογέλασε. Θα του ήταν δύσκολο να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση. Οχι ότι τον αδικούσε. Την επομένη έπρεπε οπωσδήποτε να τον ξυπνήσει γλυκά.
Προς το παρόν, άφησε αθόρυβα την τσάντα της στο χωλ και διέσχισε το διάδρομο. Να πάει στο δωμάτιο της εξαποδούς.
*****
Τη χάιδεψε στο κεφάλι κάπως στοργικά.
"Μαμά, πώς είσαι σήμερα;"
Η γριά την κοίταξε με βλέμμα που ήταν κάποτε δικό της. Της είπε "καλά, ευχαριστώ".
Εμαθε να λέει "ευχαριστώ". Αρα ήταν στην κρίσιμη καμπή.
Ολα τ΄άλλα της τα χε πάρει. Να σηκώνεται αργά, να παραπατάει απ΄τη νύστα, να πλακώνεται στο ζαχαρούχο γάλα, ελλείψει άλλων γλυκών στο σπίτι, οπωσδήποτε και οδόντων, απέκτησε ξαφνική συμπάθεια για τον γαμπρό της και την οικογένεια δίπλα και όλο ρωτούσε "Εκείνο το κοριτσάκι, γιατί δεν έρχεται πια να μας δει;" To αμάξι της - ήταν δεινή οδηγός η μαμά, όλοι είχαν να το λένε - το χε αφήσει σε αχρηστία από τα πρώτα στάδια της ασθένειας.
Είχαν έρθει τα πράγματα περίεργα τελικά. Ολο προσευχόταν και παρακαλούσε για τη μαμά, ετεροχρονισμένες τύψεις, φόβος, σε τίποτα δεν της είχε πάρει, τόσο δειλή αυτή και η μαμά τόσο ζωντανή, όλοι την φοβούνταν και την έτρεμαν, τόση δίψα για ζωή να πάει χαμένη, καλά της τα λεγε όμως ο Βασίλης από τότε "Μην κάνεις έτσι, οι νεκροί ζουν πάντα μέσα μας".
Τελικά έγιναν όλα όπως έπρεπε. Αλλωστε ζωή δική της δεν είχε ποτέ.
11 comments:
Ο τίτλος είναι στα σουηδικά?
Νορβηγικά. Σα να λέμε Burzum.
Οι νεκροί όντως ζουν ανάμεσά μας. Διαπιστευμένο.
Την έχεις ξαναδημοσιεύσει αυτή την ιστορία; Αν όχι, μοιάζει νομίζω με μια άλλη που είχες γράψει παλιά, δε θυμάμαι τον τίτλο..
P.S
Τα Σουηδικά μοιάζουν λίγο με τα Νορβηγικά, απλά η προφορά τους διαφέρει, π.x τα λένε λίγο πιο τραγουδιστά :)
Οχι, δεν την έχω ξαναδημοσιεύσει, αλλά μάλλον εννοείς την Υστερα φύγαν οι μέδουσες (ότι μοιάζουν).
Κατά κάποιο τρόπο, ίσως.
Ααφού το έψαξα λιγάκι...η ίδια έκφραση στα Σουηδικά είναι:
det som en gång var
οπότε η μόνη διαφορά είναι στη λέξη gång ή gang που μάλλον προφέρεται το ίδιο (γκόνγκ).
Πολύ αισιόδοξο θα έλεγα μου άρεσε.
:-)
Τους νεκρούς που μένουν ανάμεσά σας να τους παίρνετε από το χεράκι, να τους ανοίγετε την μπαλκονόπορτα και να τους λέτε κι ένα "καλό ταξίδι". Κρίμα να εγκλωβίζονται.
(Αγγελικούλα μου είχες λείψει......)
(smile)
Ομορφο.
Καλημέρα σου!
Κείμενο ακύρωση.
(για την πρωταγωνίστρια)
Post a Comment