May 25, 2007

Βουγκολικόν

Προτού το Λυκοχώρι γίνει από τους πιο δημοφιλείς ταξιδιωτικούς προορισμούς, ήταν απλώς μια κουκίδα στο χάρτη της διαδρομής προς την Άνω Χώρα. Καμιά φορά ούτε καν. Την ξύλινη ταμπέλα με την επιγραφή "Ληκωχόρι" όλο την παίρναν οι αέρηδες και κανείς δεν την έβαζε ξανά στη θέση της, εξόν κι άμα έκανε περιοδεία κανάς υποψήφιος νομάρχης. Ήταν οι τελευταίοι στην περιοχή που τους βάλαν φως και νερό, αλλά ήταν τουλάχιστον ήσυχοι και δεν τους ενοχλούσε κανείς.

Η κατάσταση άλλαξε άρδην εκείνη την αποφράδα μέρα του Μαϊου. Τότε που ο Φώντας ο νεκροθάφτης κιτρίνισε και μετά άσπρισε και μετά ανέκραξε "Θαύμα, θαύμα". Που δυο γεροντοκόρες λιποθύμησαν πάνω από την ανοιγμένη κάσα. Τότε στην εκταφή του μπαρμπα-Σταύρου.

Και τόλεγε ο παπα-Γρηγόρης, απ΄την αρχή. Αυτό που πάγαιναν να κάνουν ήταν ιεροσυλία και πράμα του σατανά. Άλλωστε η κυρά-Λένα, η μητριά τους, ήταν μια κυρία καθώς πρέπει, κι άφηνε πεντοχίλιαρα και δεκαχίλιαρα κάθε Κυριακή στο παγκάρι. Αλλά ήταν νοστιμούλα και πολύ νεότερη από τον μακαρίτη τον μπάρμπα που της κληροδότησε όλα του τα κτήματα, όταν την άφησε μια βδομάδα πριν από ανακοπή. Οι κόρες του απ΄τον πρώτο γάμο όμως, η Μαλάμω και η Μυρτώ, ως καρακάξες έκρωζαν πως ο Σταύρος ήταν ταύρος, και πως η πουτάνα τον «έστειλε» λάχου λάχου για να του τα φάει.

Ούτε που περίμεναν να πέσει λίγο ο ήλιος όταν βγήκε τελικά η άδεια για την εκταφή και νεκροψία. Γι’ αυτό και το θέαμα ήταν οπωσδήποτε εντυπωσιακό όταν άνοιξε η κάσα: τα κόκαλα του μπάρμπα Σταύρου, άσπρα άσπρα και καθαρά σα να ταν γλειμμένα, άστραφταν εκθαμβωτικά κάτω απ΄το φως του μεσημεριού.

Ειδικοί από όλη την Ελλάδα πλακώσανε αμέσως στο χωριό. Τέτοια ταχύτητα σήψης ήταν πρωτοφανής στα παγκόσμια χρονικά. Ξήλωσαν τους τάφους με τη σειρά και το αποτέλεσμα το ίδιο. Οι νεκροί σε πλήρη αποσύνθεση, με κόκκαλα σα να τα είχανε βάλει στον κλίβανο και βερνικώσει. Ο παπά-Γρηγόρης δε μιλιόταν πια, μόνο έκανε "αχ, βαχ" που καταπατούσαν οι βέβηλοι τα χώματα τα αγιασμένα, μπέρδευε τα τροπάρια, ο κόσμος τον λυπόνταν και δε ζητούσαν άλλον ιερέα, στο τέλος όμως τον βρήκαν κρεμασμένο απ΄το πεύκο στην είσοδο του κοιμητηρίου. Η ύστατη πράξη διαμαρτυρίας απέδωσε. Κι οι ειδικοί έφυγαν απογοητευμένοι, μασώντας κάτι εξηγήσεις περί οξέων του εδάφους και δεν ξαναφανήκαν. Αν σας ενδιαφέρει, ο παπά-Γρηγόρης τάφηκε κανονικά, αφού όλοι απέκρυψαν την αυτοκτονία, η χήρα μέσα στην αναμπουμπούλα εξαφανίστηκε, τη μια την κόρη τη Μυρτώ, την έκλεισαν στο Δαφνί, αφού απέκτησε τη συνήθεια να ανεβαίνει στις στέγες και να πετά κεραμίδια στους περαστικούς, η δε αδελφή της η Μαλάμω, έγινε καλόγρια, που σύντομα προήχθη σε ηγουμένη. Μαθαίνω πως γράφει βιβλία για το θαύμα του Λυκοχωρίου που φεύγουν σαν τρελά και πως αυτοί που τη φθονούν για την πνευματική της πρόοδο την κατηγορούν για διαφυγόντα κέρδη.

Και οι ειδικοί μεν έφυγαν, όμως το Λυκοχώρι στεκόταν πια ανίσχυρο μπρος στον πολιτισμό. Η ταμπέλα ξαναγράφτηκε, "Λυκοχώρι", πλήθος ταξιδιωτών και περιέργων συνέρρεαν από όλα τα μέρη της μικρής μας χώρας. Μέσα σ' αυτούς ήταν και ο Φαίδων.

Ήταν χλωμός με πεταχτά δόντια. Μισακός, αυτή τουλάχιστον ήταν η πρώτη εντύπωση. Άμα τον έβλεπες δεύτερη φορά, τον έλεγες ίσως γλυκούλη. Πρωτευουσιάνος μάλλον, δε μίλαγε ποτέ για τους δικούς του - κι ένας που ξεχνά τις ρίζες του, μόνο πρωτευουσιάνος μπορεί να ναι. Με το που ήρθε, με μια μικρή βαλίτσα μοναχά, πήγε γραμμή στο πανδοχείο και ζήτησε δουλειά.

Ο κυρ-Νίκος, ο πανδοχέας, ήλπιζε σε λίγα ακόμα ένσημα για να αποσυρθεί. Παιδιά σκυλιά δεν είχε, το πόναγε βέβαια το πανδοχείο αλλά βρήκε το μπελά του με την ξαφνική κοσμοσυρροή. Τον έπιασε και η μέση του και ο ερχομός του Φαίδωνα ήταν δώρο Θεού. Όχι πως του γέμισε το μάτι στην αρχή.

"Παντρεμένος, παιδιά;" "Όχι, κυρ-Νίκο". "Καμιά γκόμενα;" "Εμ, "σύντροφος", θέλετε να πείτε..." τον διόρθωσε ο Φαίδων κατακόκκινος. Του πανδοχέα του καρφώθηκε στο μυαλό πως ο Φαίδων ήταν τοιούτος.

Τελικά όμως τα πήγανε περίφημα. Ο Φαίδων σηκωνόταν τα χαράματα, έκανε καθαριότητα, ετοίμαζε μόνος του τα πρωινά, τα μεσημεριανά, ήξερε πενήντα ειδών συνταγές με κρέας. Μμμμ, έκαναν οι κατάκοποι ταξιδιώτες μασώντας μπριζόλες από αγριογούρουνο που τις έσβηνε με κρασί, κόκκορα κοκκινιστό με μακαρόνια, μοσχαράκι λεμονάτο με πατάτες τηγανητές και άλλα που δεν τα ξέρανε. Κι όλο έρχονταν και ξανάρχονταν και ήταν χαρά Θεού να τον βλέπεις τον Φαίδωνα να τριφυρνάει σαν τη σβούρα, σκυφτούλης με τους δίσκους, αλλά πάντα χαμογελαστός με εκείνα τα πεταχτά δόντια.

Όταν ο κυρ-Νίκος έπεσε στο κρεβάτι με τη μέση του, ο Φαίδων ανέλαβε το πανδοχείο εξ ολοκλήρου. Έφερε μαστόρια, σηκώσανε ορόφους, το πανδοχείο "Ο Νίκος" έγινε το ξενοδοχείο "Η Γαλήνη". Όλα τα δωμάτια με τζάκι και κουρτίνες και καλύμματα σε παλ χρώματα, σιελ και ροζ, ή σε αποχρώσεις του πορτοκαλί. Ο κυρ-Νίκος γκρίνιαζε, πέταξε πια απροκάλυπτα πως όλα αυτά τα καμώματα ήταν αδελφίστικα, ναι, αυτή ήταν η γνώμη του, όμως το ξενοδοχείο ήταν πάντα φίσκα, όχι μόνο ξεπλήρωσαν τα δάνεια αλλά έβγαλαν τόσα λεφτά που δεν ήξεραν πια τί να τα κάνουν, κι εκείνο το βράδυ που πέθανε μετά από χίλια βάσανα, με τον Φαίδωνα στο πλευρό του ακοίμητο φρουρό, ήταν οπωσδήποτε ένας ευτυχισμένος άνθρωπος.

Ηρθε προσωπικό στο ξενοδοχείο. Υπάλληλοι στη ρεσεψιόν, σεφ, καθαρίστριες. Από τα ηχεία έπαιζε απαλή μουσική ή χιτ της εποχής που τα ήξεραν και τα σιγοτραγουδούσαν όλοι. Ο Φαίδων στριφογύριζε πάντα σαν αεικίνητη κι αθέατη σβούρα, καμιά φορά νόμιζες πως δεν ήταν εκεί, γύριζες, τον έβλεπες ξαφνικά και σου έκοβε τη χολή. Απέκτησε ιστοσελίδα στο ίντερνετ κι έκανε ο κόσμος ονλάιν κρατήσεις. Έρχονταν πια μόνο για το ξενοδοχείο "Γαλήνη" όπου έκαναν τα καλοκαίρια το μπανάκι τους στην τεράστια πισίνα, το χειμώνα τις περιηγήσεις τους στα χιόνια, με μια φωλιά όλο θαλπωρή να τους περιμένει. Το θαύμα του Λυκοχωρίου ξεχάστηκε στο τέλος εντελώς.

****

Ο Φαίδων απόψε κάθεται σε καρφιά. Οι τελευταίοι του πελάτες μόλις τελείωσαν το ποτάκι τους στο μπαρ και ανεβαίνουν σιγά σιγά στο δωμάτιο. Θα τους περιμένει μέχρι να βεβαιωθεί ότι έπεσαν για ύπνο.

Σβήνει την τηλεόραση στο χωλ, κλειδώνει και το μπαρ. Σβήνει όλα τα φώτα. Βάζει το παλτό του και βγαίνει έξω, κλείνοντας πίσω του αθόρυβα την πόρτα.

Ψυχρούλα, είναι άνοιξη και ο ουρανός ξάστερος. Θα βρέξει μάλλον αύριο. Προχωρά σιγά-σιγά από τον παλιό δρόμο, προσέχοντας μην κάνει θόρυβο στα χαλίκια.

Η πύλη του κοιμητηρίου είναι πάντα ανοιχτή. Ο παπάς κρεμάστηκε, λένε, εκεί, πριν δεκαπέντε χρόνια, και τώρα από σεβασμό; από φόβο; δεν την αγγίζει κανένας. Τί όμορφο που είναι το νεκροταφείο μέσα στη νύχτα, με τους λευκούς σταυρούς να φωσφορίζουν, τα γλαστράκια πάνω στα μάρμαρα, αλήθεια, αυτή είναι ιδανική νύχτα για πότισμα και θα έμπαινε στον πειρασμό να τα ποτίσει όλα με τη σειρά, αν δε βιαζότανε λιγάκι.

Αρχίζει να σκάβει ανυπόμονα. Το χώμα αφράτο ακόμα, νοτισμένο απ΄την υγρασία. Τα μάτια του λάμπουν από χαρά καθώς αποκαλύπτεται επιτέλους η κάσα. Ένα «ωωωπ», ανοίγει, και το γεύμα του φαίνεται λαχταριστό μπροστά του.

Νύχτα, ησυχία κι ο Φαίδων μασουλάει ευτυχισμένος. Ήταν μικρή κοπέλα που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό. Τι νόστιμο μπουτάκι, με λίγα λιπαρά, θρεμμένο στον αέρα της εξοχής. Γάλακτος.

Όταν είχε διαβάσει τότε για το θαύμα στις εφημερίδες, ήξερε πως οι παλιοί του σύντροφοι βρήκαν νέα αποικία. Δύσκολα βρίσκει κανείς γνήσιο βιολογικό κρέας στις μέρες μας. Δεν ήρθε χωρίς κίνδυνο. Ακόμα επικυρηγμένος είναι που απαρνήθηκε τη ράτσα του, μεγαλοπιάστηκε και ήθελε να γίνει ένα με τους ανθρώπους. «Γκούουλ γεννήθηκες, γκούουλ θα πεθάνεις τρισκατάρατε», έτσι τον αποχαιρέτησε η γκουουλίνα μάνα του καθώς τον έβλεπε να φεύγει. Μα αυτός, βαθιά το ήξερε, δεν άνηκε σε αυτούς.

Διακόπτει τις σκέψεις του για να κοιτάξει γύρω γύρω με προφύλαξη. Μπα, αυτοί δε βγαίνουν ακόμα. Συνήθως περιμένουν το κρέας να σαπίσει για τα καλά πριν εξορμήσουν. Βρωμιαραίοι.

Σαφώς δεν άνηκε σ’ αυτούς. Με τρόπους τόσο ραφιναρισμένους, τόσο καλός κι ευγενικός. «Κοίταξε το Φαίδωνα, κύριος, όχι εσύ που βρωμάς κατσικίλα κι όλο μπεκροπίνεις» κρυφάκουγε τις γυναίκες του χωριού. Όλο έρχονται και του κάνουν προξενιά. Ακόμα και την κόρη του δημάρχου.

Δεν πειράζει που δε θα βρει ποτέ του ταίρι. Φτάνει που γνώρισε τον κυρ-Νίκο, το γέρο φωνακλά με τις χοντράδες του, που όμως τόσο αγαπούσε. Φτάνει που άνθρωποι καλλιεργημένοι γεμίζουν την κάθε ημέρα του με φωνές, γέλια και αρώματα. Φτάνει που τον σέβονται και που τον έχουνε δικό τους.

Καθώς κοιτάζει τα αστέρια με ένα ξύγκι να κρέμεται από τον κάτω αριστερό κυνόδοντα και τα μάτια δακρυσμένα, σκέφτεται ότι αυτή είναι από τις νύχτες που θα ήθελε να γείρει και να μην ξυπνήσει ποτέ.

9 comments:

Μαύρος Γάτος said...

Ε;;;

Σ:((((((((((

angeliki marinou said...

ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ

Lex_Luthor06 said...

Πολύ έξυπνο.


Μια φυσιολογική ιστορια κοινωνικου περιεχομένου που σου τραβάει ένα χαστούκι και γινεται θριλερ.

Τά σπασε

:-D

Elias said...

Γράφε, γράφε ασταμάτητα.

herinna/ said...
This comment has been removed by a blog administrator.
herinna/ said...
This comment has been removed by a blog administrator.
angeliki marinou said...
This comment has been removed by the author.
numb said...

Renton, τώρα το είδα το κείμενο αυτό και δεν ξέρω τι σχόλιο θα βγει αφού είναι ακόμη under the influence. Να πω ότι είναι πολύ καλό; Ναι, θα μου, πεις, ευχαριστώ και τι μ' αυτό; Να πω ότι χάρηκα που έχω ερθει σε επαφή με το συγγραφικό σου χάρισμα; Ναι θα μου πεις, ευχαριστώ. Κοίτα, τις περισσότερες φορές οι λέξεις είναι αδύναμες για να περιγραψουν συναισθήματα, οκ? Το μόνο που έχω μάλλον να πω είναι ότι το κείμενο, αν και μου θύμισε λίγο Ζυράννα Ζατέλη και Μαφχούζ από το "σοκάκι της αμαρτίας", δεν παύει να είναι ολόδικό σου και τόσο- μα τόσο- καλογραμμένο. Η μόνη μου ίσως ένσταση είναι ότι το ύφος είναι πάρα πολύ πυκνό. Όμως είναι σε τελική ανάλυση γαμάτο και σίγουρα είναι ένα από τα κείμενα που υπερβαίνουν τη φόρμα μιας ημερολογιακής σελίδας και μπαίνουν μέσα σου και τα κουβαλάς για πολύ καιρό. Είναι ελάχιστα τα κείμενα που θυμάμαι από τα μπλογκς. Και πραγματικά χαίρομαι που επικοινωνώ με ανθρώπους που γράφουν τόσο καλά, γιατί τα κείμενά τους μου φτιάχνουν με έναν παράξενα "μουδιασμένο" τρόπο τη διάθεση. Τι να πω , να σαι καλά και να συνεχίσεις να γράφεις.

(δε θέλω λεφτά)

angeliki marinou said...

Μουδιασμένε, με μούδιασες. Τί να σου απαντήσω τώρα...

Λούθορα, κούνουπα να 'στε καλά.