Ο Θάνος είχε κλείσει τα πενήντα τον Ιούλιο. Ο Μήτσος ήταν είκοσι εφτά. Ο Θάνος ήταν παντρεμένος με την κυρά-Ντίνα. Ο Μήτσος ζούσε με έναν πατριό που περίμενε να πεθάνει για να τον κληρονομήσει. Κάθε μέρα που έφευγε για δουλειά με το ταξί, ο Θάνος πέρναγε κάτω απ΄το σπίτι του μικρού και κόρναρε: σε τρία λεπτά ο Μήτσος είχε κατέβει και ξεκινούσανε μαζί.
Σε κανέναν δε φάνηκε παράξενο τούτο το συνταίριασμα. Δεν είχε πιότερο μυαλό ο μεγάλος απ΄τον πιτσιρικά. «Ρεμπεσκέ», τον ανεβάζανε, «ρεμπεσκέ» τον κατεβάζαν στο χωριό, να μην ήτανε η Ντίνα που ‘πιανε την πέτρα και την έστιβε, καθώς λένε, και θα μένανε στην ψάθα. Και το ταξί για χόμπυ το χε πιο πολύ, ίσα να βγαίνουν τα τσιγάρα, να την αράζουνε μετά με τον μικρό στο καφενείο, να πιάνουν την κουβέντα και να πίνουνε τα ούζα. Χαμένα κορμιά. Η κυρά-Ντίνα τον είχε υιοθετήσει τον μικρό, κατά κάποιο τρόπο. Παιδιά, σκυλιά δεν είχανε με τον δικό της, τάιζε τον Μήτσο γεμιστά και στραπατσάδες, ίσα να νιώσει κι αυτή λίγο μαμά. Του έδινε και συμβουλές και τον νουθετούσε, αυτή που είχε την πείρα της ζωής.
Ήταν εκείνο το μεσημέρι του Σαββάτου που ο Μήτσος είχε έρθει πάλι για φαγητό. Τον είχανε χάσει κανά μήνα. Είχε βρει μια χωρισμένη με δύο παιδιά, που είχε σουβλατζίδικο στο απέναντι χωριό. Είχε «κολλήσει». Μπορεί να ήταν κι ενθουσιασμός. Έδειχνε στην κυρά-Ντίνα γυμνές φωτογραφίες που της είχε τραβήξει με το κινητό κι εκείνη τον ψευτομάλωνε. Κατά βάθος γούσταρε τα πιπεράτα.
Ηρθε η ώρα να σερβίρει. «Βρε Θάνο, τι χάλια έχει το τραπέζι, μάζεψέ το λίγο» «Γιατί, εκεί που τον ταϊζει η πουτάνα είν’ καλύτερα;»
Δε μίλησε κανείς για λίγη ώρα.
«Πώς την είπες;»
«Άμα την αγαπούσες, θ’ άλλαζε. Την αγαπάς, ρε;»
Η Ντίνα μπήκε στη μέση: «Πού να προλάβει το παιδάκι να την αγαπήσει, ακόμα δεν τη γνώρισε…»
Και άρχισαν να τρων. Έτσι ήταν ο Θάνος. Άλλο ήθελε να πει, κι άλλα του ξέφευγαν. Αλλά δεν ήταν να τον παρεξηγείς.
Μετά το φαί, ο Μήτσος και η Ντίνα άρχισαν να σηκώνουν το τραπέζι. Του άρεσε του μικρού που τη βοηθούσε στις δουλειές. Ήταν κι αυτή μπάνικη, παρά την ηλικία της. Ο Θάνος πήγε στην πολυθρόνα να διαβάσει αθλητικά. Είχε τη φυλλάδα ανοιχτή κοντά στο πρόσωπό του και το έκρυβε. Ντροπή να τονε δει κανείς, πενήντα χρονών άντρα και να κλαίει.
Σε κανέναν δε φάνηκε παράξενο τούτο το συνταίριασμα. Δεν είχε πιότερο μυαλό ο μεγάλος απ΄τον πιτσιρικά. «Ρεμπεσκέ», τον ανεβάζανε, «ρεμπεσκέ» τον κατεβάζαν στο χωριό, να μην ήτανε η Ντίνα που ‘πιανε την πέτρα και την έστιβε, καθώς λένε, και θα μένανε στην ψάθα. Και το ταξί για χόμπυ το χε πιο πολύ, ίσα να βγαίνουν τα τσιγάρα, να την αράζουνε μετά με τον μικρό στο καφενείο, να πιάνουν την κουβέντα και να πίνουνε τα ούζα. Χαμένα κορμιά. Η κυρά-Ντίνα τον είχε υιοθετήσει τον μικρό, κατά κάποιο τρόπο. Παιδιά, σκυλιά δεν είχανε με τον δικό της, τάιζε τον Μήτσο γεμιστά και στραπατσάδες, ίσα να νιώσει κι αυτή λίγο μαμά. Του έδινε και συμβουλές και τον νουθετούσε, αυτή που είχε την πείρα της ζωής.
Ήταν εκείνο το μεσημέρι του Σαββάτου που ο Μήτσος είχε έρθει πάλι για φαγητό. Τον είχανε χάσει κανά μήνα. Είχε βρει μια χωρισμένη με δύο παιδιά, που είχε σουβλατζίδικο στο απέναντι χωριό. Είχε «κολλήσει». Μπορεί να ήταν κι ενθουσιασμός. Έδειχνε στην κυρά-Ντίνα γυμνές φωτογραφίες που της είχε τραβήξει με το κινητό κι εκείνη τον ψευτομάλωνε. Κατά βάθος γούσταρε τα πιπεράτα.
Ηρθε η ώρα να σερβίρει. «Βρε Θάνο, τι χάλια έχει το τραπέζι, μάζεψέ το λίγο» «Γιατί, εκεί που τον ταϊζει η πουτάνα είν’ καλύτερα;»
Δε μίλησε κανείς για λίγη ώρα.
«Πώς την είπες;»
«Άμα την αγαπούσες, θ’ άλλαζε. Την αγαπάς, ρε;»
Η Ντίνα μπήκε στη μέση: «Πού να προλάβει το παιδάκι να την αγαπήσει, ακόμα δεν τη γνώρισε…»
Και άρχισαν να τρων. Έτσι ήταν ο Θάνος. Άλλο ήθελε να πει, κι άλλα του ξέφευγαν. Αλλά δεν ήταν να τον παρεξηγείς.
Μετά το φαί, ο Μήτσος και η Ντίνα άρχισαν να σηκώνουν το τραπέζι. Του άρεσε του μικρού που τη βοηθούσε στις δουλειές. Ήταν κι αυτή μπάνικη, παρά την ηλικία της. Ο Θάνος πήγε στην πολυθρόνα να διαβάσει αθλητικά. Είχε τη φυλλάδα ανοιχτή κοντά στο πρόσωπό του και το έκρυβε. Ντροπή να τονε δει κανείς, πενήντα χρονών άντρα και να κλαίει.
5 comments:
Nice to have you back
Θα συμφωνήσω με τον Λούθορα...
Νάις νάις, και ενδιαφέρουσα ιστορία με συμπληρώστε-το-τέλος κατά βούληση... Σ;)))))))
lex luthor: δεν μπορώ ποτέ να πάω αρκετά μακριά - καλώς ξαναβρεθήκαμε (smile)
pablito: εσύ που χάθηκες;
γατούλης: Μου φαίνεται ότι σ' αυτή την ιστορία χωράει μόνο ένα τέλος. Γλυκόπικρο. Thnx!
Ναι όντως είχε ένα πικρόγλυκο τέλος... μου άρεσε πολύ, αλλα ήταν too short ρε συ. ήθελα να συνεχίσει λίγο ακόμα η ιστορία.
Χαίρομαι που είσαι πάλι εδώ
φιλια
Post a Comment