Την θυμάσαι κι εσύ δεν ξέρεις από πότε. Ίσως από πάντα. Την έβλεπες μέσα στο σύννεφο μιας ανάσας διακεκομμένης σαν μέσα από θαμπό καθρέφτη κάτω απ΄τη μύτη της βαλμένο, για να ελέγξεις αν ζούσε ή αν επιτέλους ψόφησε. Δεν τη γνώριζες, αλλά ήταν οπωσδήποτε κακόγουστη: νυχτικό με δαντελίτσες, τα παντοφλάκια της εξαφανισμένα για κάποιο λόγο, μα θα ταν βυσσινί με χρυσή ρίγα, φαινόταν τέτοιος άνθρωπος - που θα αγόραζε τέτοιoυ είδους παντοφλάκια. Μόνο τα νύχια των ποδιών της πρόβαλαν κάτω απ΄τα σκεπάσματα, άκοπα και γυριστά σαν του αρπακτικού.
Την έβλεπες στον ύπνο σου και στριμωχνόσουνα στον τοίχο κουκουλωμένη με το σεντόνι για προστασία, αν μπορούσες θα κοιμόσουν κάτω απ΄το κρεβάτι ακόμα, για να μη σε βρει, αλλά δε θα της έκανες τη χάρη. Καμιά φορά έκλαιγες σιγά κι ερχόταν η μαμά να σε παρηγορήσει με ένα ποτήρι γάλα. Γι αυτό, ενώ όλες οι φίλες σου στο σχολείο ήταν αδύνατες, εσύ ήσουν στρουμπουλή και σε κορόϊδευαν. Πόσο καιρό έχεις να πιεις γάλα;
Τα μάτια της ήταν πάντοτε μισόκλειστα. Μια γαλάζια χαραμάδα να κολυμπά σε κίτρινο φορμόλης, στραμμένη πάντα πάνω σου σαν κάνη. Δεν φοβόσουν τον πατέρα σου όταν έκανες αταξίες. Ούτε τότε που τριγύρναγες μια μέρα ολόκληρη με τα λεωφορεία, για να γλιτώσεις το διαγώνισμα της φυσικής. Αυτήν μόνο, γιατί ήξερες ότι τη νύχτα δε θα γλίτωνες. Λίγο να λαγοκοιμόσουν έσταζε υγρή η απειλή, αμέσως ξυπνούσες και κοκάλωνε στον αέρα. Σύντομα έκοψες τον βραδινό ύπνο, «όσες ώρες κοιμάσαι, τόσες χάνεις απ΄τη ζωή σου» έτσι δε λεν;
Φυσικά απέτυχες στις εισαγωγικές. Σε πήρε ο ύπνος πάνω στην κόλλα, καταμεσής στην τάξη. Και, ω του θαύματος εκείνη τη φορά δεν εμφανίστηκε. Κακιά γριά, δειλή γριά, ώστε φοβάσαι να εμφανιστείς σε κόσμο, τώρα θα σου δείξω εγώ. Κι άρχισες τα βράδια να μπαίνεις στον μαγικό σου κύκλο, τον Παντελή, τον Νίκο, τον Γιάννη, τον άλλον Νίκο, τον Μάριο, τον Λάμπρο, τον Στάθη, τους έπαιρνες στη σειρά ή και ταυτόχρονα. Είχες άλλωστε λεπτύνει και ήσουν περιζήτητη - κι είχες κι ένα πορτατίφ με αστράκια, φυλαχτό για κάθε κακό. Όχι εικόνα της Παναγίας, εικόνα είχε εκείνη κρεμασμένη πάνω απ΄το κρεβάτι της, κι έναν σταυρό δεμένο στο κάγκελο με σπάγκο. Γι αυτό δεν πήγαινες ποτέ στην εκκλησία, την Παναγία σου στη χαρίζω, και όλους τους αγίους, κωλόγρια σαφρακιασμένη που σε έχει φάει η ζήλια, κάτσε τώρα, βλέπε, καύλωνε, να θυμηθείς πώς ήσουν πριν αρχίσεις να σαπίζεις.
Κι όμως το κακό ξορκίστηκε στην εκκλησία. Τότε που παντρεύτηκες τον Στάθη κι έκανες μωρό, μια κόρη. Στη θύμιζε μάλιστα αμυδρά, την ώρα που έπαιζες με τα χεράκια και τα ποδαράκια της κι ανέδιδε οσμή ανημπόριας ανακατεμένη με πούδρα, μόρφαζες αλλά η αλήθεια ήταν ότι σου έλειπε λιγάκι, δεν ερχόταν πια τα βράδια και την αναζητούσες, τις ώρες που στεκόταν η ευτυχία κόμπος στον λαιμό, κι έμπηγε το μωρό τα κλάματα και σηκωνόσουν σκουντουφλώντας να θηλάσεις.
Και κάποτε βγήκες κι άρχισες να τρέχεις. Πήγαινε βολίδα το αμάξι, καινούργιο, είχες πρήξει το Στάθη να βάλει γραμμάτια, να χεις και συ κάτι να κινείσαι. Κινιόσουν με 120 χλμ την ώρα και η λεωφόρος άδεια και η γριά κακάριζε στ΄αυτί σου σιγανά – πόσος καιρός είχε περάσει; - με στόμα κλειστό, όπως κακαρίζει κάποιος σε μηχανήματα καλωδιωμένος, με νυχτικό με δαντελίτσες, πόδια γυμνά και μια εικόνα Παναγίας στον τοίχο. Κι αυτή τη φορά δεν φοβήθηκες. Τη σιχαινόσουν, ναι, μα και την ήθελες, την έφτυνες κι ένιωθες συμπόνια, κι όλο πλησίαζες, όλο πλησίαζες, ώσπου στο τέλος τίποτα.
Τι έγινε μετά;
«Είναι μεγάλη η στιγμή, μα πρέπει να είστε πολύ προσεκτικοί. Θα είναι μεγάλο το σοκ γι’ αυτήν.»
Οπωσδήποτε θα πήγες σε άλλη πόλη, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, όπως το είχες προγραμματίσει τη νύχτα εκείνη. Θα έκανες τον γύρο της Ευρώπης με αμάξι, Λονδίνο, Παρίσι, Μόναχο, τέσσερα χρόνια παντρεμένη και ήσουν κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους. Θα βρήκες σίγουρα έναν πλούσιο εραστή, κάποτε θα βαρέθηκες να ζεις μποέμικα και θα πήγαινες στην Αιθιοπία με ανθρωπιστική αποστολή, να γίνεις προστάτιδα των κατατρεγμένων. Μα δε θυμάσαι, δε θυμάσαι τίποτα.
Μόνο ξέρεις πως σύντομα θα τη δεις ξανά.
«Mαμά;»
Όχι, δεν είναι η γριά. Είναι μια άγνωστη κυρία, μεσήλικη. Βρωμάει πατσουλί, μαλλί κουνουπίδι και μενταγιόν χρυσό, ο τύπος που – οπωσδήποτε – θα φόραγε βυσσινί παντοφλάκια με χρυσή ρίγα ή που θα τ’ αγόραζε δώρο σε άλλους. Βρε για δες. Η εικόνα στο μενταγιόν. Πόσο σου μοιάζει.
«Μανούλα, με ακούς;»
Αφού την ακούς, γιατί δεν μιλάς; Μόνο ανοίγεις το στόμα και βγάζεις ήχο άναρθρο, πονάς μάλιστα, oι λέξεις μπλέκονται με άμμο. Πώς στέγνωσε έτσι το στόμα σου, να ‘ναι απ’ την ανημπόρια να τη διαολοστείλεις (τι θέλετε, κυρία μου, δεν σας ξέρω), να ναι από φόβο, να ναι γιατί έχεις ξεχάσει πως μιλάν; Κουνάς το κεφάλι αρνητικά κι αυτό χτυπά σε έναν σταυρό στο κάγκελο δεμένο με σπάγκο.
Και το βλέπεις ήρεμα πια να ‘ρχεται καταπάνω σου.
Τη γριά που σου στοίχειωνε τον ύπνο. Τη γριά που σου έκλεψε τις μνήμες. Τη γριά που θα ταν θεία δίκη. Τη γριά που ήσουνα ΕΣΥ.
«Μανούλα, η κόρη σου είμαι. Είχες ατύχημα. Μια νύχτα με το αμάξι. Ήσουν πολύ άσχημα. Ήσουν σε κώμα πενήντα χρόνια».
Την έβλεπες στον ύπνο σου και στριμωχνόσουνα στον τοίχο κουκουλωμένη με το σεντόνι για προστασία, αν μπορούσες θα κοιμόσουν κάτω απ΄το κρεβάτι ακόμα, για να μη σε βρει, αλλά δε θα της έκανες τη χάρη. Καμιά φορά έκλαιγες σιγά κι ερχόταν η μαμά να σε παρηγορήσει με ένα ποτήρι γάλα. Γι αυτό, ενώ όλες οι φίλες σου στο σχολείο ήταν αδύνατες, εσύ ήσουν στρουμπουλή και σε κορόϊδευαν. Πόσο καιρό έχεις να πιεις γάλα;
Τα μάτια της ήταν πάντοτε μισόκλειστα. Μια γαλάζια χαραμάδα να κολυμπά σε κίτρινο φορμόλης, στραμμένη πάντα πάνω σου σαν κάνη. Δεν φοβόσουν τον πατέρα σου όταν έκανες αταξίες. Ούτε τότε που τριγύρναγες μια μέρα ολόκληρη με τα λεωφορεία, για να γλιτώσεις το διαγώνισμα της φυσικής. Αυτήν μόνο, γιατί ήξερες ότι τη νύχτα δε θα γλίτωνες. Λίγο να λαγοκοιμόσουν έσταζε υγρή η απειλή, αμέσως ξυπνούσες και κοκάλωνε στον αέρα. Σύντομα έκοψες τον βραδινό ύπνο, «όσες ώρες κοιμάσαι, τόσες χάνεις απ΄τη ζωή σου» έτσι δε λεν;
Φυσικά απέτυχες στις εισαγωγικές. Σε πήρε ο ύπνος πάνω στην κόλλα, καταμεσής στην τάξη. Και, ω του θαύματος εκείνη τη φορά δεν εμφανίστηκε. Κακιά γριά, δειλή γριά, ώστε φοβάσαι να εμφανιστείς σε κόσμο, τώρα θα σου δείξω εγώ. Κι άρχισες τα βράδια να μπαίνεις στον μαγικό σου κύκλο, τον Παντελή, τον Νίκο, τον Γιάννη, τον άλλον Νίκο, τον Μάριο, τον Λάμπρο, τον Στάθη, τους έπαιρνες στη σειρά ή και ταυτόχρονα. Είχες άλλωστε λεπτύνει και ήσουν περιζήτητη - κι είχες κι ένα πορτατίφ με αστράκια, φυλαχτό για κάθε κακό. Όχι εικόνα της Παναγίας, εικόνα είχε εκείνη κρεμασμένη πάνω απ΄το κρεβάτι της, κι έναν σταυρό δεμένο στο κάγκελο με σπάγκο. Γι αυτό δεν πήγαινες ποτέ στην εκκλησία, την Παναγία σου στη χαρίζω, και όλους τους αγίους, κωλόγρια σαφρακιασμένη που σε έχει φάει η ζήλια, κάτσε τώρα, βλέπε, καύλωνε, να θυμηθείς πώς ήσουν πριν αρχίσεις να σαπίζεις.
Κι όμως το κακό ξορκίστηκε στην εκκλησία. Τότε που παντρεύτηκες τον Στάθη κι έκανες μωρό, μια κόρη. Στη θύμιζε μάλιστα αμυδρά, την ώρα που έπαιζες με τα χεράκια και τα ποδαράκια της κι ανέδιδε οσμή ανημπόριας ανακατεμένη με πούδρα, μόρφαζες αλλά η αλήθεια ήταν ότι σου έλειπε λιγάκι, δεν ερχόταν πια τα βράδια και την αναζητούσες, τις ώρες που στεκόταν η ευτυχία κόμπος στον λαιμό, κι έμπηγε το μωρό τα κλάματα και σηκωνόσουν σκουντουφλώντας να θηλάσεις.
Και κάποτε βγήκες κι άρχισες να τρέχεις. Πήγαινε βολίδα το αμάξι, καινούργιο, είχες πρήξει το Στάθη να βάλει γραμμάτια, να χεις και συ κάτι να κινείσαι. Κινιόσουν με 120 χλμ την ώρα και η λεωφόρος άδεια και η γριά κακάριζε στ΄αυτί σου σιγανά – πόσος καιρός είχε περάσει; - με στόμα κλειστό, όπως κακαρίζει κάποιος σε μηχανήματα καλωδιωμένος, με νυχτικό με δαντελίτσες, πόδια γυμνά και μια εικόνα Παναγίας στον τοίχο. Κι αυτή τη φορά δεν φοβήθηκες. Τη σιχαινόσουν, ναι, μα και την ήθελες, την έφτυνες κι ένιωθες συμπόνια, κι όλο πλησίαζες, όλο πλησίαζες, ώσπου στο τέλος τίποτα.
Τι έγινε μετά;
«Είναι μεγάλη η στιγμή, μα πρέπει να είστε πολύ προσεκτικοί. Θα είναι μεγάλο το σοκ γι’ αυτήν.»
Οπωσδήποτε θα πήγες σε άλλη πόλη, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, όπως το είχες προγραμματίσει τη νύχτα εκείνη. Θα έκανες τον γύρο της Ευρώπης με αμάξι, Λονδίνο, Παρίσι, Μόναχο, τέσσερα χρόνια παντρεμένη και ήσουν κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους. Θα βρήκες σίγουρα έναν πλούσιο εραστή, κάποτε θα βαρέθηκες να ζεις μποέμικα και θα πήγαινες στην Αιθιοπία με ανθρωπιστική αποστολή, να γίνεις προστάτιδα των κατατρεγμένων. Μα δε θυμάσαι, δε θυμάσαι τίποτα.
Μόνο ξέρεις πως σύντομα θα τη δεις ξανά.
«Mαμά;»
Όχι, δεν είναι η γριά. Είναι μια άγνωστη κυρία, μεσήλικη. Βρωμάει πατσουλί, μαλλί κουνουπίδι και μενταγιόν χρυσό, ο τύπος που – οπωσδήποτε – θα φόραγε βυσσινί παντοφλάκια με χρυσή ρίγα ή που θα τ’ αγόραζε δώρο σε άλλους. Βρε για δες. Η εικόνα στο μενταγιόν. Πόσο σου μοιάζει.
«Μανούλα, με ακούς;»
Αφού την ακούς, γιατί δεν μιλάς; Μόνο ανοίγεις το στόμα και βγάζεις ήχο άναρθρο, πονάς μάλιστα, oι λέξεις μπλέκονται με άμμο. Πώς στέγνωσε έτσι το στόμα σου, να ‘ναι απ’ την ανημπόρια να τη διαολοστείλεις (τι θέλετε, κυρία μου, δεν σας ξέρω), να ναι από φόβο, να ναι γιατί έχεις ξεχάσει πως μιλάν; Κουνάς το κεφάλι αρνητικά κι αυτό χτυπά σε έναν σταυρό στο κάγκελο δεμένο με σπάγκο.
Και το βλέπεις ήρεμα πια να ‘ρχεται καταπάνω σου.
Τη γριά που σου στοίχειωνε τον ύπνο. Τη γριά που σου έκλεψε τις μνήμες. Τη γριά που θα ταν θεία δίκη. Τη γριά που ήσουνα ΕΣΥ.
«Μανούλα, η κόρη σου είμαι. Είχες ατύχημα. Μια νύχτα με το αμάξι. Ήσουν πολύ άσχημα. Ήσουν σε κώμα πενήντα χρόνια».
8 comments:
ευρηματικότατο
(αν και ήμουν ενημερωμένη για το τέλος :Ρ)
Και ευρηματικό και χορταστικό και καθηλωτικό και επεξηγηματικό και αληθινό και κυνικό και ρομαντικό και μαύρο και άραχνο.
Κοινός βρίσκομαι σε παράκρουση από το κείμενο Ρέντον. .
Με κάλυψε πλήρως το κολοκυθάκι
Απλά... κορίτσι μου, you have blown me away.
Ε-Ξ-ΑΙΡ-Ε-Τ-Ι-Κ-Ό
Hello, may friend!
I passed to desire a good week to you.
Until always
To ξέρεις ότι ΚΙ ΕΣΥ γερνάς;
Ότι και να γράφεις για να το ξορκίσεις, κοντή.
Το έχω διαβάσει απο την πρώτη ωρα που ανεβηκε αλλα δεν ειχα να κάνω κάποιο σχόλιο.
Τελικά αυτο το "Until Always" του David Santos, τα ειπε ολα.
Αριστοτεχνικά ανατριχιαστικό...
Hi great reading yourr post
Post a Comment