Jan 17, 2008

Τα πάθη της Ευρυδίκης

Η Ευρυδίκη είναι μια όαση μέσα στην έρημο του Λυκοχωρίου. Δέρμα πάλλευκο, μάτια μαύρα σαν το κάρβουνο και ύφος σα να την μπουκώνουν ξινισμένο τραχανά. Αφιχθείσα από την πόλη, όχι και τόσο άρτι. Εβγαλε γαλλική σχολή θηλέων, έκανε πιάνο, πήρε το πτυχίο της γαλλικής φιλολογίας κι έγινε μια δεσποινίς με φόντα.

Ηταν ακριβώς οι όρκοι που είχε δώσει η μαμά στον εαυτό της, μετά την πρώτη νύχτα γάμου. Τη νύχτα του βιασμού της, σύμφωνα με τα Απόκρυφα, αν και δε θα μπορούσε κανείς να τον αποκαλέσει έτσι ακριβώς - μάλλον ανυπομονησία εκ μέρους του μπαμπά και χονδροκοπιά. Μα λίγο βοηθά η αντικειμενικότητα, η επιείκεια, στο να διάγει κανείς ζωή μεστή νοήματος. Το νόημα της ζωής της μαμάς της Ευρυδίκης ήταν να βασανίζει έκτοτε τον άντρα της: Ευφροσύνη βαφτίσαν τη μικρή, σαν την πεθερά, Ευρυδίκη τη ματαβάφτισε η μαμά, σαν γύρισαν στο σπίτι. Και τη στέρησε απ΄τον πατέρα της δεκατρία χρόνια ολόκληρα, στέλνοντάς την εσώκλειστη στη θεία της στην πόλη. Εσώκλειστη, ναι, η θεία ήταν γεροντοκόρη και κρατούσε την ανηψιά της μακριά απ΄τη βρωμιά του κόσμου.

Τα τελευταία χρόνια η Ευρυδίκη ζει στο πατρικό της. Κανείς πια δεν τα μετρά. Σηκώνεται κάθε πρωί στις εφτά. Κάνει την πρωινή της γυμναστική. Βάζει Νιβέα. Τρώει δυο φρυγανιές με μέλι. Μετά κλείνεται στο δωμάτιό της. Τί κάνει τόσες ώρες σε εκείνο το δωμάτιο, κανείς δεν πρόκειται να μάθει. Ισως τα Σάββατα, το ύφος της να μπουκώνει πιότερο. Είναι η μέρα που αδειάζει το βάζο με το γλυκό περγαμόντο, η μέρα που ο μπαμπάς σφίγγεται μέσα στο κοστούμι του το γαμπριάτικο, η μέρα που λήγει με τις οιμωγές της μαμάς πίσω από την κλεισμένη πόρτα. Ολόκληρος στρατηγός ήρθε να σε δει κι εσύ ούτε ξεμύτησες. Ούτε τον καθηγητή καταδέχτηκες, ούτε τον τραπεζικό. Τριάντα χρονών γαϊδούρα και σε ταϊζω, τί τριάντα, τριάντα-μην-τα-λέμε, ποιός θα σε νοιαστεί σαν κλείσω τα μάτια;

Και μετά έρχεται η Κυριακή. Μέρα Θεού, χαρά Θεού για τους συντοπίτες της, όταν η Ευρυδίκη βγαίνει με μαύρη φούστα εφαρμοστή, μπλούζα με βε και τσεμπέρι, για να πάει στην εκκλησιά. Λίγο κρατάει το όραμα, όσο να διασχίσει το προαύλιο, να προσκυνήσει τις άγιες εικόνες, να φιλήσει το χέρι του παπά και να χαθεί γρήγορα γρήγορα στον γυναικωνίτη - αλλά η αύρα της ακαταδεξιάς της μένει ξωπίσω πνιγηρή να ζαλίζει ό,τι μπαίνει στο πεδίο της σαν άρωμα της φτήνιας.

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου είχε μερακλή αγιογράφο. Τις αγιογραφίες του κυρίως ναού τις έβγαλε διαδικαστικά, στον γυναικωνίτη όμως έβαλε όλη του την τέχνη. Το εκλεκτό κοινό του γυναικωνίτη έχει τη μοναδική δυνατότητα να παρακολουθεί, να συγκλονίζεται και να συμπάσχει με τα πάθη των αγίων.

Η Αγία Αικατερίνα γυρνά στον τροχό που κομματιάζεται. Η Αγία Παρασκευή βράζει στο καζάνι με βλέμμα στραμμένο προς τα ουράνια. Η κεφαλή της Αγίας Βαρβάρας με το φωτοστέφανο κυλά στον λόφο, με μια μοναδική απόδοση αβίαστης κίνησης, ενώ ο δήμιος με αγριωπό, αντρίκειο βλέμμα ξεκουράζει στο βωμό τη ματωμένη του χατζάρα.

Κάποιος λόγος θα υπάρχει που όλες τους ήσαν γυναίκες. Η Ευρυδίκη απλώς κλείνει τα μάτια. Θυμάται εκείνο το μικρό βιβλίο από την αίθουσα μελέτης των καθολικών κοριτσιών, τότε που την έπιασαν να αντιγράφει και την κλειδώσαν τιμωρία. Η ιστορία μιας μικρής ορφανής. Μιας μικρής αγίας επί της γης που τράβαγε τα πάνδεινα απ΄τον ακόλαστο πατριό της. Μόνο μια σκηνή θυμάται καθαρά, που με μία αφορμή - μα τέτοιες σκηνές χρειάζονται τάχα αφορμές; - o αγροίκος μαστίγωσε τη μικρή αλύπητα. Και δεν την μαστίγωσε στην πλάτη, αλλά από μπροστά! Απορούσε η Ευρυδίκη, ποιός άρρωστος νους να συλλάμβανε τέτοιες ιστορίες, να διαβάζουν τα μικρά παιδιά και να ταράζονται. Μετάνοιωσε που δεν πήρε μαζί της τότε το βιβλίο. Τώρα πια δε θυμόταν ούτε τίτλο, ούτε συγγραφέα, ήταν αδύνατο στ΄αλήθεια να το βρει ξανά.

Σε έκσταση θύμησης βρισκόταν, σαν την αντίκρυσε ο Αρίστος τη μέρα εκείνη. Είχε φάει την εκκλησία να βρει την κόρη του - την είχε σύρει απ΄τα μαλλιά για εξομολόγηση και θεία μετάληψη. Μετάληψη ήδη έπαιρνε η μικρή στα βρωμοσόκακα και στις τουαλέτες του σχολείου απ΄τον Σάββα και είχαν γίνει ρόμπα οικογενειακώς στο χωριό και στα καφενεία. Ο πατέρας δεν ηρέμησε ούτε όταν πέτυχε τον εραστή στον δρόμο και τον έσπασε στο ξύλο. Πρέπει να μπει ο Χριστός στο σπίτι, ούρλιαζε η γυναίκα του, και δεν του πήγαινε να της αντιτάξει ότι η τσουλαρία είναι κληρονομική και μή ιάσιμη. Τον παρηγορούσε απλώς το ότι η κόρη έθετε από νωρίς υψηλότερα τον πύχη απ΄τη μάνα της - ο Σάββας ήταν ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς.

Ωστόσο, σύντομα η αμαρτωλή την είχε κοπανήσει χωρίς να γίνει αντιληπτή. Ετσι και τη βρω, θα τη σκίσω, μονολογούσε ο Αρίστος, οργώνοντας την εκκλησία, σπρώχνοντας τον κόσμο και μπουκάρωντας ακόμα και στο ιερό. Πουθενά. Στο τέλος θυμήθηκε τον γυναικωνίτη. Πώς τον θυμήθηκε, εκεί δεν πήγαινε ποτέ κανείς.

Οταν ανέβηκε το τελευταίο σκαλί μόλις που πρόλαβε να πνίξει μια κραυγή έκπληξης. Γιατί η μαύρη στενή φούστα βαρυγκομούσε απ΄το τέντωμα, εκεί ψηλά στα μπούτια, και το νευρώδες χέρι δοκίμαζε τις αντιστάσεις της ακόμα περισσότερο, καθώς η Ευρυδίκη το βύθιζε με μανία ανάμεσα στα σκέλια της, ολοσόβαρη φυσικά, με έκφραση κατάνυξης, κοιτάζοντας ίσια μπροστά την αναπαράσταση του μαρτυρίου του τροχού. Ο Αρίστος αμίλητος κατέβηκε πάλι κάτω.

Για το καλό της Ευρυδίκης, ο Αρίστος ήταν τάφος. Το μόνο που έκανε ήταν που την παραφύλαξε σαν γύριζε στο σπίτι μετά τη λειτουργία. Την κόρη του την βρήκε πια το απόγευμα, σαν γύρισε στο σπίτι. Ομως δεν την μάλωσε.

Οι Κυριακές έρχονται στο Λυκοχώρι, η μια μετά την άλλη. Μέρα Θεού, χαρά Θεού. Χαρά και η Ευρυδίκη που δεν χάνεται πια στον γυναικωνίτη μοναχή της. Σχεδόν δεν πατάει πια καθόλου εκεί. Το ύφος της έχει γίνει πιο καταδεχτικό. Σχεδόν την περικλείει το φωτοστέφανο της καλοσύνης. Μέχρι που πιάνει ψιλή κουβέντα με τις άλλες κυρίες. Μόνο το βάζο με το περγαμόντο αδειάζει μάταια, περιμένοντας τον γαμπρό. Αλλά αυτό δεν πειράζει πια και τόσο. Η Ευρυδίκη έχει βρει την ευτυχία της στην οδό του Κυριακάτικου μαρτυρίου, όταν ο Αρίστος τη βάζει στα τέσσερα και την ξεσκίζει, και δεν το λεγες βρε κοπελιά τόσο καιρό πως ήθελες ν' αγιάσεις, της λέει ίσως γλυκά, όταν με αγριωπό, αντρίκειο βλέμμα ξεκουράζει πάνω της την ματωμένη του...χατζάρα.

Κάθε που χωρίζουν, πώς της φαίνεται, σα να ακούει ψαλμωδίες από ψηλά.

12 comments:

Anonymous said...

Καταφέρνεις κάθε φορά και καταπλήττεις σε βαθμό που οποιοδήποτε σχόλιο είναι ιεροσυλία μεγαλύτερη και από της οσίας Ευρυδίκης.

Παπαρούνα said...

είναι κάποιες ιστορίες σου που χαράσσονται μέσα μου.

Παπαρούνα said...

κ μου άρεσε πολύ κ η γραφή του. νεράκι.

Anonymous said...

Αιρετική Κοντύλω

tsiailisworld said...

Όλα για τη γραφή, το λόγο, πρώτιστα τον ελληνικό αλλά και σε άλλες γλώσσες ας εκφραζόμαστε και να διεθνοποιούμε τη σκέψη την ελληνική.
Η σκέψη κι η καλλιτεχνία, σε όποια γλώσσα κι αν αποδοθούν, με οποιαδήποτε τεχνοτροπία, είν' το ένα και το αυτό.
Η φιλοσοφία θέλει οπαδούς κι ακροατές. Ας κάνουμε το διαδύκτιο ένα χώρο που να ενώνει το βαθυστόχαστο λόγο, εδώ που δεν υπάρχουμε εμείς ως οντότητες.
Σ' αυτό το χώρο δεν είθισται, ούτε και μπορούμε να είμαστε εγωτιστές και κενόδοξοι. Εδώ που είμαστε παρά μια ψηφιακή απεικόνιση του ίδιου μας του είναι.
Με όπλο το λόγο και την εικόνα, εγώ προτάσσω την ποίηση σαν όπλο μου. Να πολεμήσω στο πλάι σας θέλω, κι αν η διάλεκτός μου ειν' κυπριακή, την αρχαία και τη νέα ελληνική διδάκτηκα.
Θα ήθελα να γράφω, όσο μπορώ, πιο κοντά στο αμιγή λόγο τον ελληνικό, αφαιρώντας κάθε λογής ξενόφερτα στοιχεία και τρόπους σκέψης και έκφρασης. Όσο μπορώ.
Σας καλούμε να προτάξετε κι εσείς ό,τι ασκείτε ως τέχνη για να υπεραμυνθούμε την ελληνικότητα μπροστά στην απειλή της παγκοσμιοποίησης του λεκτικού διαδυκτίου.
Πίνακες, στίχους, ποιήματα, δοκίμια, ιστορίες, απόψεις. Ό,τι έχει ο καθένας ως όπλο.
Σας καλούμε να κράζετε σε όλα τα μπλογκς σε όλους τους φίλους σας την αγάπη σας για το λόγο τον ελληνικό γράφοντας αμιγώς ελληνικά. Όσο μπορείτε.

Μαύρος Γάτος said...

Αμήν!

Χαρά ας έιναι, κι ό,τι θέλει ας είναι- που έλεγε κι η γιαγιά της ¨Ελενας Ακρίτα, "παιδάκι μου, όπως την βρίσκει ο καθένας"...

Σ;-))))

vangelakas said...

Λίαν ημεριάρικο όνομα τό "Ευριδίκη"

angeliki marinou said...

ημεριάρικο; δηλαδή;

vangelakas said...

είμαι μαλ*κας. μέ γιώτα γράφεται... ΄Εκ παραδρομής όμως τό λάθος! Γκλούπ!

Ευθυμία Ε. Δεσποτάκη said...

Τι μου κανες μεσημεριάτικα, κοριτσάκι μου... Τι θαύμα ήταν, να προσπαράσω όλες τις άλλες και να σταθώ σ' ετούτη. Γράψε με στα τεφτέρια σου και πήγαινε μπροστά, ε΄γώ δυο βήματα πιο πίσω θα 'μαι.

angeliki marinou said...

Ευθυμία;;; Κι εσύ στα μπλογκολημέρια;

Καλά, τα περί δυο βημάτων το προσπερνώ, μακάρι να ανέβαζες τα παραμύθια σου στο μπλογκ σου για του λόγου το αληθές.

Anonymous said...

ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ
Μετάφραση Γεωργίου Χολιαστού



Copyright: PAu 2-001-963
Γιώργης Χολιαστός


ΗΣΙΟΔΟΥ
ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ



Εσείς που τα τραγούδια σας χαρίζουνε τη δόξα
ελάτε κι ας ακούσουμε από σας Πιέριες Μούσες
ύμνους για τον πατέρα σας να ψάλλετε το Δία'
το Δία το μέγα, που οι θνητοί, γιατί αυτός το θέλει
είναι γνωστοί είτε άγνωστοι, άσημοι ή δοξασμένοι.
Γιατί αυτός τη δύναμη κι εύκολα τηνε δίνει
μα κι εύκολα όποιον δυνατός είναι τονε συντρίβει.
Και, ο Δίας, που με δύναμη βροντάει και που μονιά του
έχει τα πιο ψηλότερα από τα παλάτια όλα,
κι όποιον αλαζονεύεται μικραίνει μ' ευκολία,
και κείνον που ασήμαντος είναι, τον ανυψώνει'
κι εύκολα ισώνει το στραβό και το θρασύ ζαρώνει.
Εσύ που βλέπεις και ακούς εισάκουέ μου Δία
και κάνε δίκιες και ορθές να 'ναι οι αποφάσεις.
Όσο για με κάποιες θα πω γυμνές στον Πέρση αλήθειες:
ποτέ δεν ήταν Έριδας ένα μονάχα είδος
μα είναι δυο πάνω στη γη. Κι όποιος τη μία νιώσει
τηνε παινεύει' και σκληρά την άλλη κατακρίνει.
Τόσο οι δυο διαφέρουνε. Το φοβερό η μία
τον πόλεμο η κατάρατη και τη διχόνοια φέρνει
και βέβαια άνθρωπος αυτήν κανένας δεν τη θέλει.
Αλλά σ' αυτήν την Έριδα τιμής μερίδιο δώσαν
η ανάγκη και η θέληση των θεών. Ως για την άλλη
που πρώτη η Νύχτα η σκοτεινή την έχει γεννημένη
την έχει αυτήν του Κρόνου ο γιος που κατοικεί στα ύψη,
του κόσμου ο διαφεντευτής, βαθιά στη γη ριζώσει'
και τον τεμπέλη ακόμα αυτή τον κάνει να δουλέψει.
Γιατί αν πλούσιο δει κανείς κάποιονε, που με ζήλο
πέφτει απάνω στη δουλειά και σπέρνει και οργώνει
και την περιουσία του τηνε νοικοκυρεύει,
τότε και κείνος της δουλειάς θα νιώσει την ανάγκη.
Γιατί ζηλεύει ο γείτονας το γείτονά του εκείνον
που να πλουτίσει προσπαθεί. Κι αυτή ακριβώς η Έρις
είναι καλή για τους θνητούς. Και, Πέρση, στο μυαλό σου
βάλτα όλα τούτα δω καλά ώστε να μη σου παίρνει
απ' τη δουλειά η Έριδα η χαιρέκακη το νου σου
και να σε κάνει όλονε το χρόνο σου να χάνεις
ακούγοντας και βλέποντας στην αγορά καυγάδες.
Καιρό δεν έχει για παρέες και για καυγάδες κείνος
που μες στο σπίτι του άφθονο στην ώρα του κομμένο
για να περάσει τη χρονιά δεν έχει αποθηκέψει
το στάρι που μας δίνει η γη, της Δήμητρας το σπόρο.
Έχε τον άφθονον αυτόν και ύστερα ν' αρχίζει
τις έχθρες και τους τσακωμούς για περιουσίες άλλων
Μα ευκαιρία δεύτερη όπως αυτή δε θα 'βρεις'
εμπρός λοιπόν! Ας λύσουμε τούτη τη διαφορά μας
χωρίς καιρό να χάνουμε, με μιαν από τις κρίσεις
τις δίκιες που του Δία οι πιο του είναι αγαπημένες.
Βέβαια την κληρονομιά την έχουμε μοιράσει'
αλλά συ άρπαξες πολλά. τα πήρες και τα πήγες
σαν δώρα στους αχόρταστους τους άρχοντες εκείνους
που στέργουν και δικάζουνε με τέτια δικιοσύνη.
Ανόητοι! Δεν ξέρουνε πως το μισό αξίζει
πιότερο από τ' ολόκληρο και ούτε πόση αξία
μέσα του ο ασφόδελος κρύβει και η μολόχα.
Γιατί του τα 'χουνε οι θεοί κρυμμένα όσα ανάγκη
στη ζήση του έχει ο άνθρωπος. Αλλιώς εύκολο θα 'ταν
να 'χεις για όλη τη χρονιά δουλεύοντας μια μέρα
κι ύστερα να καθόσουνα. Στο τζάκι το τιμόνι
τότε θα κρέμαζες κι εσύ κι ούτε που θα γνιαζόσουν
αν τα γερά μουλάρια σου ή τα βόδια σου δουλεύουν.
Μα η ψυχή του οργίστηκε και τα 'κρυψε ο Δίας
γιατί τονε ξεγέλασε ο πανούργος Προμηθέας.
Γι αυτό σχεδίασε δεινά για τους ανθρώπους πάθη
και τη φωτιά τους έκρυψε. Αλλά εκείνος πάλι
του Ιαπετ'ύ ο άξιος γιος είναΙ που από το Δία
την έκλεψε για τους θνητούς σ' ένα καλάμι κούφιο
χωρίς ο Δίας, που χαρά νιώθει να κεραυνώνει
και που βαθιάν έχει βουλή να τονε καταλάβει.
Κι ο συννεφοσυνάχτης Ζευς οργή γεμάτος του 'πε:
"Παιδί εσύ του Ιαπετού, που σ' όλα μέσα είσαι
χαίρεσαι που με γέλασες και τη φωτιά μου πήρες,
μ’ αυτή κατάρα και για σε τον ίδιονε θα φέρει
μα και για όσους θα 'ρθουνε μετά γενιές ανθρώπων.
Γιατί σ' αυτούς, για τη φωτιά, ένα κακό θα δώσω
που όλων θα χαίρεται η ψυχή μ' αυτό, αλλά που όμως
την ίδια τους τη συφορά σε κείνο θ' αγκαλιάζουν".
Έτσι ο πατέρας των θεών είπε και των ανθρώπων
και δυνατά εγέλασε. Τον κοσμοξακουσμένο
κατόπι διάταξε Ήφαιστο νερό και χώμα αμέσως
ν' ανακατέψει και μ' αυτό να φτιάξει ένα πλάσμα
κι ανθρώπου μέσα του φωνή και δύναμη να βάλει
και να του δώσει αθάνατης θεάς πρόσωπο να 'χει
και το λαχταριστό κορμί παρθένας νιας κι ωραίας.
Είπε μετά στην Αθηνά δουλειές να τηνε μάθει
και πολυξόμπλιαστο πανί με τέχνη να υφαίνει.
Της Αφροδίτης της χρυσής της είπε να κοσμήσει
με χάρη το κεφάλι της κι ακόμα να της δώσει
τον πόθο τοΝ μαρτυρικό και να της μάθει νάζια
τα μέλη που λιγώνουνε. Και στον αγγελιαφόρο
Ερμή, του Άργου το φονιά διάταξε να της δώσει
πόρνης αδιάντροπη ψυχή και κυνική μια σκέψη.
Έτσ' είπε κι όλοι υπάκουσαν στον άρχοντα το Δία
το γιο του Κρόνου: ο ξακουστός ευθύς ο κουτσοπόδης
από τη γη ένα είδωλο σεμνής παρθένας φτιάχνει
τέτιο, καθώς η θέληση του γιου του Κρόνου ήταν
κι η λαμπρομάτα η Αθηνά τη ντύνει, τη στολίζει
και οι θεές οι Χάριτες και η Πειθώ η αφέντρα
χρυσά τριγύρω στο λαιμό της βάλανε γιορντάνια
κι οι Ώρες με τα όμορφα μαλλιά, τη στεφανώσαν
με άνθη ανοιξιάτικα. Κι η Αθηνά η Παλλάδα
με όλ' αυτά της στόλισε ωραία το κορμί της.
Κι ο αγγελιαφόρος, ο φονιάς του Άργου, έχει βάλει
το ψέμμα μες στα στήθια της και τα γλυκά λογάκια
και το μυαλό το κυνικό, καθώς βουλή του Δία
ήταν του μεγαλόβροντου. Τέλος μιλιά της δίνει
ο αγγελιαφόρος των θεών και τη γυναίκα ετούτη
Πανδώρα την ονόμασε γιατί όλοι όσοι μέναν
στα Ολύμπια τ' ανάκτορα την είχανε σαν ένα
δώρο που δίνει συφορά χαρίσει στους ανθρώπους
με το ψωμί που τρέφονται. Κι όταν αυτόν το δόλο
τέλειωσε τον αμάχητο και φοβερό ο πατέρας
τον ξακουσμένο το φονιά του Άργου τονε στέλνει
μαντατοφόρο γρήγορο, να πάει του Επιμηθέα
το θεϊκό το χάρισμα. Κι απ' του Επιμηθέα
διόλου δεν πέρασε απ' το νου τι του 'πε ο Προμηθέας-
δώρο να μην εδέχονταν απ' τον Ολύμπιο Δία
μα πίσω να το γύριζε σ' αυτόν που το 'χε στείλει
μήπως εκείνο συφορά θα 'φερνε στους ανθρώπους'
παρά το δέχτηκε αυτός' και το 'νιωσε μονάχα
όταν τον βρήκε το κακό. Γιατί εζούσαν πρώτα
στη γη επάνω οι άνθρωποι χωρίς κακό κανένα.
Χωρίς τα μαύρα βάσανα και τις κακές αρρώστιες
που στους ανθρώπους φέρανε το θάνατο. Μα όμως
έπιασε με τα χέρια της και σήκωσε η γυναίκα
το κούπωμα του πιθαριού το μέγα, Kι όλα εκείνa
τα σκόρπισε, και θλιβερές απόλυσε έτσι έγνιες
για τους ανθρώπους. Έμεινε μονάχη εκεί η ελπίδα
στη φυλακή την άσπαστη μέσα, κατω απ' τα χείλη
του πίθου και δεν πέταξε σαν άνοιξε το πώμα
γιατί πριν βγει ξανάκλεισε το κούπωμα εκείνη
όπως του Δία ήταν βουλή του συnνεφοσυνάχτη
και του Αιγιδοκράτορα. Μ' από την άλλη πίκρες
αμέτρητες ανάμεσα γυρνάνε στους ανθρώπους.
Γεμάτη από κακά η γη κι η θάλασσα γεμάτη.
Οι αρρώστιες, άλλες τη νυχτιά ζυγώνουν τους ανθρώπους
κι άλλες τη μέρα, ακάλεστες, και στους θνητούς κομίζουν
κάθε κακό. Και σιωπηλές-γιατί την ομιλία
ο Δίας ο βαθύβουλος παρμένη τους την έχει.
Έτσι κανείς απ' τη βουλή του Δία δεν ξεφεύγει.
Κι αν θέλεις, την περίληψη κι άλλης μιας ιστορίας
σοφά κι ωραία θα σου πω. Και βάλε στο μυαλό σου
ότι κοινή καταγωγή έχουν θεοί κι ανθρώποι.
Και πρώτα πρώτα μια χρυσή γενιά θνητών ανθρώπων
έφτιαξαν οι αθάνατοι του Ολύμπου οι αφέντες.
Αυτό ήταν σα στον ουρανό βασίλευε ο Κρόνος.
Με την ψυχή τους ξέγνιαστη σαν τους θεούς εζούσαν
κΑι λεύτεροι απ' τα βάσανα κι από τους κόπους ήταν.
Και ούτε τ' άθλια γερατειά τους έβρισκαν, μα πάντα
τα πόδια και τα χέρια τους ολόγερα έχοντάς τα
έξω απ' όλα τα κακά χαρούμενοι γιορτάζαν.
Και πέθαιναν σαν να 'τανε σ' ύπνο παραδομένοι.
Κι είχανε όλα τα καλά. Η γης η ζωοδότρα

μόνη της έδινε καρπό και άφθονο και πλούσιο.
Και κείνοι, πράοι κι ειρηνικοί, και τα πολλά αγαθά τους
και τα έργα τους εχαίρονταν, πλούσιοι και σε κοπάδια,
και στην αγάπη των θεών. Κι όταν αυτό το γένος
το χώμα το εσκέπασε, θέλησε ο μέγας Δίας
και κείνοι πνεύματα θεϊκά γίνανε' κι αγαθοί 'ναι.
Και πάνω βρίσκονται στη γη,και τους κοινούς ανθρώπους
τους προφυλάνε απ' το κακό, και για τη δικιοσύνη
φροντίζουνε, και τις κακές τις πράξεις σημειώνουν,
σ' ομίχλης πέπλα έτσι καθώς αυτοί όντας τυλιγμένοι
πλανιούνται πάνω από τη γη. Και δίνουνε τον πλούτο.
κι αυτό 'ναι το βασιλικό προνόμιο που τους 'δόθη.
Δεύτερο γένος, μα πολύ χειρότερο κατόπι,
το ασημένιο πλάσανε του Ολύμπου οι αφέντες,
π' ούτε στο σώμα ούτε στο νου με το χρυσό ήταν όμοιο.
Αλλά για χρόνια το παιδί εκατό ανατρεφόταν
παίζοντας μες στο σπίτι του πλάι στη σεβάσμια μάνα
σαν ένα μέγα νήπιο. Μα σα να μεγαλώσουν
ήτανε, κι όταν έφταναν στα σύνορα της ήβης
λίγον καιρό εζούσανε. ταλαιπωρίες γεμάτοι
γιατ' ήτανε ανέμυαλοι γι' αυτό και δεν μπορούσαν
να διώξουν απ' τις σχέσεις τους την άλογην αυθάδεια
ούτε και στους αθάνατους λατρείες να προσφέρουν,
ούτε θυσίες στους βωμούς των μακαρίων να κάνουν,
όπως οι άνθρώποι που 'χουνε τάξη το συνηθίζουν.
κι έτσι τους εξολόθρευσε ο Δίας, ο γιος του Κρόνου,
θυμό γεμάτος επειδή καθόλου τους μακάριους
Ολύμπιους δεν τιμούσανε. Κι όταν κι αυτό το γένος
το κατασκέπασε η γη, αυτοί ονομαστήκαν
θεοί υποχθόνιοι μάκαρες, δεύτεροι αυτοί, μα όμως
μεγάλες είναι οι τιμές που έχουνε κι εκείνοι.
Ο Δίας πατέρας έπειτα, τρίτο θνητών ανθρώπων
έπλασε γένος, χάλκινο. Αυτό με το ασημένιο
σε τίποτα δεν έμοιαζε. Από μελιά φτιαγμένο,
πολεμικό και φοβερό. και γι άλλο δε νιαζόνταν,
παρά για του Άρη τις δουλειές τις στεναγμούς γεμάτες
και για βρισιές και προσβολές. Ψωμί ποτέ δεν τρώγαν.
Είχαν ατρόμητη ψυχή φτιαγμένη από ατσάλι.
και ήταν απλησίαστοι. Μεγάλη δύναμη είχαν
και φοβερά τα χέρια τους φύτρωναν απ' τους ώμους
του ρωμαλέου τους κορμιού. Χάλκινα είχαν τα όπλα
και χάλκινα τα σπίτια τους και ό,τι χρειαζόνταν,
από χαλκό το φτιάχνανε-γιατί το μαύρο ακόμα
το σίδερο δεν το 'χανε. κι αυτοί όμως απ' τα χέρια
τα ίδια τους χαθήκανε κι ανώνυμοι στου Άδη
τα κρυερά και τα υγρά κατέβηκαν παλάτια.
κι όταν το χώμα σκέπασε κι αυτό το γένος, άλλο
τέταρτο γένος έπλασε ο Δίας ο γιος του Κρόνου,
πιο δίκαιο και πιο καλό, το θείο ηρώων γένος
πα' στην πολύθροφη τη γη, που ημίθεους τους λένε'
ήταν η προηγούμενη γενιά από τη δική μας
που' χε φανεί πάνω στης γης την απεραντωσύνη.
Όμως ο μαύρος πόλεμος με τις σκληρές τις μάχες
κι αυτούς τους εξολόθρεψαν, είτε στη γη του Κάδμου-
στη Θήβα την εφτάπυλη μπροστά, σα για τα πλούτη
του Οιδίποδα εμάχονταν, είτε όταν με καράβια
τους έφερεν ο πόλεμος στην Τροία, πάνω απ' τα βάθια
της θάλασσας τ΄ανέσωστα, για χάρη της Ελένης
της ομορφόμαλλης' κι εκεί ,του μαύρου του θανάτου
είναι που άλλους σκέπασε το πέπλο κι άλλους πάλι
του Κρόνου ο γιος τους έβαλε, ο Δίας ο πατέρας,
στ' άκρια να μένουνε της γης, μακριά 'πο τους ανθρώπους
που τάξη κι άφθονο έχουν βιος. Και στων μακάρων ζούνε
τώρα εκείνοι τα νησιά χωρίς καμμίαν έγνια,
με δίπλα τους τον ωκεανό με τις βαθιές τις δίνες,
ήρωες όντας ευτυχείς που για δική τους χάρη
κάθε που έρχεται χρονιά καρπούς γλυκούς σα μέλι
τους ωριμάζει τρεις φορές η γης η ζωοδότρα.
Είθε να μη μετριόμουνα κι εγώ μέσα στο πέμπτο
το γένος το ανθρώπινο, μα ή πριν να 'χα πεθάνει
ή να γεννιόμουνα μετά. Γιατί το σιδερένιο
τώρα το γένος είναι αυτό. Ούτε για μία μέρα
οι πόνοι δε θα πάψουνε κι οι μόχθοι. Και οι έγνιες
οι φοβερές που οι θεοί δίνουνε στους ανθρώπους,
τις νύχτες θα τους λυώνουνε' και πάλι όμως έτσι
κι αυτοί, μαζί με τα κακά θα 'χουν και τα καλά τους.
Αλλά και τούτο το θνητό το γένος των ανθρώπων
από το Δία θα χαθεί παιδιά όταν θα γεννιούνται
που θα 'χουν άσπρα τα μαλλιά τριγύρω στους κροτάφους.
Τότε ο πατέρας άμοιαστος με το παιδί του θα 'ναι.
Κι όπως ως τώρα εγίνονταν αγαπητός ο ξένος
σ' αυτόν που τον φιλοξενεί, δε θα 'ναι, ούτε πάλι
ο αδερφός στον αδερφό κι ούτε στο φίλο ο φίλος.
Και τα παιδιά δε θα τιμούν τους γέροντες γονείς τους
μα θα τους βρίζουνε σκληρά κι αδιάντροπα τους δόλιους
χωρίς να βάζουνε στο νου τη θεία τιμωρία.
Και την τροφή που οφείλουνε να δίνουν στους γονείς τους,
γιατί τους αναθρέψανε, ούτε κι αυτή θα δίνουν.
Και τότε δίκιο θα 'ναι η βια και θα εξολοθρεύουν
ένας την πόλη τ' αλλουνού. Καμμιά τιμή δε θα 'χει
όποιος το λόγο του κρατεί-ο αγαθός κι ο δίκιος-,
μα στον κακούργο πιο πολύ και στον ανήθικο άντρα
θα δίνουνε τιμές αυτοί. Το μόνο δίκιο θα 'ναι
η δύναμη' κι αληθινό δε θα υπάρχει δίκιο.
Και θα συντρίβει ο δειλός το γενναιότερο άντρα
πανούργα λόγια λέγοντας που όρκο γι αυτά θα παίρνει.
Κι ο φθόνος τους ταλαίπωρους θα συντροφεύει ανθρώπους
χαιρέκακος, κακόγλωσσος και φοβερός στην όψη.
Και τότε απ' την πλατύδρομη θα φύγουνε τη γη μας
η Νέμεση και η Αιδώς στον Όλυμπο να πάνε,
κατω από άσπρα κρύβοντας τ' ωραίο κορμί τους πέπλα
και στους αθάνατους θα παν τον κόσμο παρατώντας.
Για τους θνητούς πια θα 'χουνε απομείνει τους ανθρώπους
οι θλίψες και τα βάσανα' και γιατρειά δε θα 'ναι
καμμιά γι αυτές τις συφορές. Και τώρα ένα μύθο
αν κι είναι βέβαια γνωστικοί, θα πω στους βασιλιάδες.
Καθώς μέσα στα νύχια του το είχε αρπαγμένο
και σε μεγάλα το 'φερνε, στα νέφη μέσα,ύψη,
στο πολυχρωματόλαιμο τ' αηδόνι ετούτα είπε
ο γέρακας-εμύρονταν λυπητερά εκείνο
μέσα στα νύχια τα γαμψά' και το γεράκι του 'πε
τα λόγια αυτά τ' αγέρωχα: "Τ' είναι δυστυχισμένο
που λάλησες; Κάποιος πολύ πιο δυνατότερός σου
σ' εξουσιάζει' όπου εγώ σε πάω, εκεί πηγαίνεις,
κι ας είσαι και τραγουδιστής. Κι αν έτσι μου αρέσει
το δείπνο μου θα γίνεις συ' ή αν θέλω θα σ' αφήσω.
Όποιος με δυνατότερους τα βάζει, άμυαλος είναι.
Χάνει τη νίκη και ντροπές και βάσανα περνάει".
Έτσι το γοργοπέταχτο μίλησε το γεράκι,
το μεγαλόφτερο πουλί. Στο δίκιο Πέρση όμως
να υπακούς και τ' άδικο εσύ να μην το στέργεις.
Ολέθριο είναι τ' άδικο για τους μικρούς ανθρώπους΄
και το σηκώνουν δύσκολα και οι μεγάλοι ακόμα
και τους λυγάει το βάρος του και συφορές τούς βρίσκουν.
Μα είναι προτιμότερος ο αντίθετος ο δρόμος-
στη δικιοσύνη που οδηγεί γιατ' η δικαιοσύνη
στην αδικιά ενάντια στο τέλος θριαμβεύει.
Μα τότε κι άμυαλος κανείς να είναι θα το μάθει,
γιατί όπου γ'ινονται άδικες κρίσεις, παρών κι ο Όρκος.
Κι ακούγεται ο θόρυβος που κάνει η δικιοσύνη,
που σέρνεται καθώς την παν άνθρωποι δωροφάγοι
που λύνουνε τις διαφορές με πληρωμένες δίκες.
Κι αυτή ακλουθάει κλαίγοντας στις πόλεις των ανθρώπων
και στα καλυβοχώρια τους,με καταχνιά ντυμένη
και φέρνει την καταστροφή σ' αυτούς που τηνε διώξαν
και τηνε στραβομοίρασαν. Όμως αυτούς που κρίνουν
σωστά και ξένους και δικούς, και διόλου δεν ξεφεύγουν
από του δίκιου τη γραμμή, κι η πόλη τους προκόβει
κι ανθεί εντός της ο λαός' ειρήνη έχουν στη γη τους
κι οι νέοι φτάνουν και γίνονται μεγάλοι γιατί ο Δίας
που μακριά βλέπει, ποτέ, γι αυτούς δεν προορίζει
το φοβερό τον πόλεμο. Κι ούτε ποτέ ανθρώπους
που κρίσεις κάνουν δίκαιες η πείνα θα τους έβρει,
ούτε καμμία συφορά' μα με χαρά γεμάτοι
θ’ απολαβαίνουν τους καρπούς των κόπων τους. Για κείνους
βιος δίνει άφθονο η γη' και τα βουνήσια δέντρα
έχουν βαλάνια στην κορφή και στον κορμό μελίσσια.
Και γέρνουνε τα πρόβατα από των μαλλιών το βάρος.
Και στον πατέρα τα παιδιά μοιάζουνε που οι γυναίκες
γεννάνε. Κι έχουν άφθονα πάντοτε τ' αγαθά τους.
Και τόσο η ζωοδότρα γη πλούσια σοδειά τους δίνει
που ανάγκη αυτοί δεν έχουνε να μπαίνουν σε καράβια.
Όσο γι αυτούς που άλλο τι δεν έχουνε στο νου τους
παρά τα έργα τα μιαρά και την κακή αδικία,
ο παντεπόπτης βέβαια του Κρόνου ο γιος, ο Δίας,
για κείνους την καλόπρεπη σχεδιάζει τιμωρία.
Και οι φορές είναι πολλές που ολόκληρη μια πόλη
από έναν άντρα χάθηκε κακόν, όταν εκείνος
ασέβησε και στ' άδικο δούλευε το μυαλό του.
Τότε η οργή πάνω σ' αυτούς απ' τα ουράνια πέφτει
του Δία του Κρονογέννητου: θανατικό και πείνα.
Και καταστρέφονται οι λαοί' στερφεύουν οι γυναίκες
και μία μια οι φαμελιές σβύνουν, καθώς τ' ορίζει
η ταιριασμένη πάντοτε βουλή του Ολύμπιου Δία.
Κι άλλη φορά του Κρόνου ο γιος τα τείχη τους χαλάει
ή πάλι πολυάριθμο στρατό τους κατσστρέφει,
κι άλλοτε μες στη θάλασσα τα πλοία τους χτυπάει.
Και,βασιλιάδες,ως και σεις αυτή τη δικιοσύνη
βάλτε καλά μες στο μυαλό.Γιατί πααρόντες είναι
μες στους θνητούς οι αθάνατοι κι έχουν το νου τους σ' όσους
μ' ανόσιες δίκες προσπαθούν να φάει ένας τον άλλο
καταφρονώντας του θεού τη δίκια τιμωρία.
Ναι! Γιατί υπάρχουνε στη γη πάνω την πολυτρόφα
τριάντα χιλιάδες φύλακες σταλμένοι από το μέγα
το Δία,αθάνατοι αυτοί για τους θνητούς ανθρώπους.
Και τριγυρνούν αόρατοι σ' όλη τη γη επάνω
κι άγρυπνα παρακολουθούν έργα άνομα και δίκες.
Κι υπάρχει και παρθένα μια,κόρη του Δία,η Δίκη,
που του Ολύμπου οι θεοί σέβονται και τιμούνε'
κι όποτε κάποιος άνομα κρίνοντας την προσβάλει
αμέσως στον πατέρα της το Δία κάθεται δίπλα
και του μηνάει τους στοχασμούς των άδικων ανθρώπων
για να πληρώσει ο λαός για τις αχρείες πράξεις
των βασιλιάδων που έχουνε στο νου τους άθλιες σκέψεις
και που με λόγια πονηρά διαστρέφουνε το δίκιο.
Μη,δωροφάγοι άρχοντες,ετούτα τ' αψηφάτε.
Να 'χετε γνώμη αληθινή.Ως για τις αποφάσεις
τις άδικες,μια και καλή ξεχάστε τες.Εκείνος
που σκάφτει λάκκο γι άλλονε πέφτει ο ίδιος μέσα'
κι η σκέψη βλάφτει πλιο η κακή εκείνον που την κάνει.
Στο μάτι και στο λογισμό του Δία κρυφό δεν είναι
κι αν το θελήσει το μπορεί να δει και τα δικά σας.
Και τι είδους μέσα κλείνεται στην πόλη δικιοσύνη
ούτε αυτό από κείνονε, αν θέλει, δεν ξεφεύγει.
Δε θα 'θελα ουτ' εγώ ποτέ ούτε και το παιδί μου
μες στους ανθρώπους να 'μαστε δίκαιοι-γιατί κακό 'ναι
για κάποιον να 'ναι δίκαιος αφού πιότερο δίκιο
βρίσκει ο άδικος. Αλλά, πράγματα τέτια, όχι,
να επιτρέψει ο σοφός ο Δίας δεν το πιστεύω.
Και συ αυτά βάλτα καλά μέσα στο νου σου Πέρση.
Άκου του δίκιου τη φωνή και ξέχνα κάθε βία.
Αυτό το νόμο όρισε ο γιος του Κρόνου στους ανθρώπους:
τα ψάρια και τα φτερωτά πουλιά και τα θηρία
το δίκιο μη γνωρίζοντας να τρώνε το 'να τ' άλλο.
Μα στους ανθρώπους έδωσε δικαιοσύνη, που είναι
απ' όλα το καλλίτερο. Κι όποιος τη δικιοσύνη
την ξέρει και τη διαλαλεί, σ' αυτόν την ευτυχία
ο παντεπόπτης δίνει Ζευς. Μα μάρτυρας αν κάποιος
όρκο θα πάρει ψεύτικο ξέροντας το τι κάνει,
αγιάτρευτα πληγώνοντας έτσι τη δικιοσύνη
τότε η γενιά του όσο πάει και πιο πολύ θα σβήνει'
ενώ εκεινού που αληθινό θα πάρει όρκο, αξαίνει.
Για το καλό σου σου μιλώ πολυανόητε Πέρση-
άφθονο βρίσκεις το κακό κι εύκολα γιατί ο δρόμος
που εκεί πηγαίνει ειν' ομαλός κι αυτό κοντά σου μένει.
Μα μπρος οι θεοί στην αρετή βάλανε τον ιδρώτα.
Άγριος, μακρύς κι ανήφορος ο δρόμος στην αρχή του'
Μ' αν και δυσκολοδιάβατος εύκολος μοιάζει να 'ναι
όταν τον έχεις πια διαβεί. Κι απ' όλους τους ανθρώπους
είναι αξιότερος αυτός που όλα μοναχός του
αφού θα κάτσει να σκεφτεί θα νιώσει ποιο απ' όλα
είναι που στο καλλίτερο θα τόνε βγάλει τέλος.
Άξιος κι αυτός που όποιον σωστά μιλάει τον ακούει.
Μα είναι άχρηστος κι αυτός που ούτε καταλαβαίνει
ούτε άλλονε ακούγοντας μπορεί μυαλό να βάλει.
Αλλά εσύ που από θεό, Πέρση, γεννοκρατιέσαι
τη συμβουλή μου μην ξεχνάς: εργάζου.Η πείνα έτσι
από τη μια θα σου ειν' εχθρός, ενώ από την άλλη
η ομορφοστεφάνωτη Δήμητρα η σεβάσμια
θα σ' αγαπάει και θα 'ναι βιος το σπίτι σου γεμάτο'
γιατ' είναι η πείνα πάντοτε το ταίρι του ακαμάτη.
Και οι θεοί κι οι άνθρωποι μισούνε τον τεμπέλη
που, όπως οι κοψονούρηδες κηφήνες, συνηθίζει
να ζει τρυγώντας άκοπα των μελισσών το μόχθο.
Μα συ στην εργασία σου τάξη και μέτρο να 'χεις
για να 'ναι τα κελάρια σου στην ώρα τους γεμάτα.
Μον' όσοι εργάζονται έχουνε και πλούτη και κοπάδια.
Και πιο πολύ κι οι αθάνατοι και οι θνητοί αγαπάνε
όσους δουλεύουνε γιατί τεμπέληδες δε θέλουν.
Ντροπή δεν είναι η δουλειά-ντροπή 'ν' η αεργία'
θα σε ζηλεύει ο άεργος αν δουλεύοντας πλουτίσεις
γιατί κι η δόξα κι η τιμή τον πλούτο ακολουθάνε.
Το πιο καλό είναι η δουλειά κι ας έχεις όποιον κλήρο.
Γι αυτό και πάρε το μυαλό μακριά το αλαφρό σου
από το βιος των αλλωνών καθώς σε συμβουλεύω
και τη δικιά σου πόρεψη και τη δουλειά σου κύττα.
Υπάρχει μια κακή ντροπή που το φτωχό ακλουθάει.
Και στους ανθρώπους η ντροπή φέρνει ωφέλεια ή βλάβη'
και πάλι, φτώχεια η ντροπή, πλούτο το θάρρος φέρνει.
Τα πλούτη τα καλλίτερα δεν είναι τα κλεμμένα
μ' αυτά που δίνει ο θεός. Γιατί με του χεριού του
τη βια, μπορεί πλούτη κανείς μεγάλα ν' αποκτήσει-
μπορεί και με τη γλώσσα του ακόμα να τα κλέψει-
τέτοια πολλά συμβαίνουνε όταν το νου του ανθρώπου
το κέρδος τόνε ξεγελά και όταν τη ντροπή του
την ξεγελά η αδιαντροπιά. Μα τότε μ' ευκολία
το κηλιδώνουν οι θεοί τ' όνομα αυτού του ανθρώπου,
μαραίνουνε το σπίτι του και λίγο μόνο χρόνο
κρατάνε πλούτη σαν αυτά. Και κρίμα ίδιο κάνει
αυτός που άσχημα φερθεί σε ξένο ή σε ικέτη
κι αυτός κρυφά που θ' ανεβεί στης γυναικαδερφής του
το στρώμα πάνω, ανήθικα να πράξει αποτολμώντας
κι αυτός που τόσο ειν' άμυαλος ώστε ορφανά παιδάκια
να τ' αδικεί. Αλλά κι αυτός το γέρο το γονιό του
που στο κατώφλι έφτασε των γερατειών των μαύρων
εχΘρεύεται και με βαριά τόνε πληγώνει λόγια.
Αγανακτεί με ολ' αυτά τότε ο Δίας ο ίδιος
και πληρωμή πολύ βαριά στ' άδικα έργα δίνει.
Συ όμως κράταγε μακριά από τέτοια το μυαλό σου'
και κάνε στους αθάνατους κατά τη δύναμή σου
θυσίες αγνές και καθαρές' και καίγε στους βωμούς τους
πλούσια τα μηροκόκκαλα' και να ζητάς ακόμα
τη θείαν εύνοια με σπονδές και με θυσίες κι όταν
για ύπνο πας κι όταν το φως τ΄άγιο του ήλιου βγαίνει,
για να τους έχεις συνεργούς και φίλους στις δουλειές σου.
Και θ' αγοράζεις τότε συ περιουσίες άλλων
και τη δική σου όχι αυτοί. Και όποιον σ' αγαπάει
να τον καλείς για φαγητό' και τους εχθρούς σου άστους.
Και να καλείς περσότερο κείνον που ζει κοντά σου.
Γιατί αν κάτι άσχημο στο σπίτι σου θα γίνει
οι γείτονες γυμνοί θα 'ρθουν αλλά οι συγγενείς σου
θα κάτσουν πρώτα να ντυθούν. Και γείτονα όταν έχεις
κακόν, αυτό 'ναι συφορά. Καλόν, ειν' ευλογία.
Μεγάλη τύχη αν καλός γείτονας θα σου τύχει.
Τότε ουτ' έχεις κίνδυνο ποτέ να χάσεις βόδι.
Μέτρα καλά ό,τι δανειστείς από το γείτονά σου
και δόστο πίσω ακριβώς και κάτι παραπάνω
αν το μπορείς, έτσι που αν πάλι βρεθείς σ' ανάγκη
πρόθυμο πάλι να τον βρεις. Τα βρώμικα τα κέρδη
φέρνουν ζημιά-μην τα ζητάς. Αυτόν που σ' αγαπάει
αγάπα τον, κι απόφευγε κείνον που σ' αποφεύγει.
Όποιος σου δίνει, δίνε του. Δε δίνει; Μην του δίνεις.
Στο Δότη όλοι δίνουνε, στον Κράτη όμως κανένας.
Το δόσιμο είναι καλό.Το άρπαγμα και κακό 'ναι
και φέρνει και το θάνατο. Κι όποιος με την καρδιά του
δίνει, τότε ακόμα κι αν το δόσιμο μεγάλο
χαίρεται όμως δίνοντας κι αγάλλεται η καρδιά του.
Μα κείνος που 'ναι αδιάντροπος κι αρπάζει κι αν ακόμα
μικρό ειν' ό,τι άρπαξε, πάγωσε την καρδιά του;
Στο λίγο που 'χει αν κανείς θα βάλει κι άλλο λίγο-
και τούτο γίνεται συχνά-τότε αυτό το λίγο
πολύ θα γίνει' κι αν κανείς προστέσει σ' ό,τι έχει,
τότε θα διώξει μακριά την καταλύτρα πείνα.
Και ούτε γνιάζεται κανείς για ό,τι στο σπίτι έχει'
ό,τ' είναι μέσα είναι καλό. Ζημιά το έξω είναι.
Ωραίο είναι ό,τι θες ν' απλώνεις να το παίρνεις.
Αλλ' αν δεν το 'χεις, τότε σκας. Στοχάσου ό,τι σου λέω.
Στο τέλος ή και στην αρχή του πιθαριού αν είσαι
μπορείς να πίνεις όσο θες' οικονομία θα κάνεις
στη μέση όταν βρίσκεται. Γιατ' η οικονομία
δεν ωφελεί όταν φανεί του πιθαριού ο πάτος.
Ό,τι αμοιβή συμφώνησε με φίλο, αυτή να δώσεις.
Και με τον αδερφό σου αφού τα πείτε με το γέλιο
να βάλτε κι ένα μάρτυρα γιατί κι η εμπιστοσύνη
κι η απιστιά, κατάστρεψαν το ίδιο τους ανθρώπους.
Κι ούτε καμμία κουνιστή καταφερτζού κοκκότα
με τα γλυκά τα λόγια της να μη σε κοροϊδέψει.
Αυτή την αποθήκη σου μονάχα έχει στο νου της.
Κλέφτη μπιστεύεται αυτός που μπιστευτεί γυναίκα.
Κι όλα θ' αξαίνουν τα καλά στο πατρικό σου σπίτι
αν θα γεννήσεις ένα γιο μονάχα' κι άλλον ένα
γέροντας πια, πεθαίνοντας, πίσω σου γιο ν' αφήσεις.
Αν και ο Δίας εύκολα μπορεί να τα πλουτίσει
ακόμα κι αν περσότερα παιδιά είναι στο σπίτι-
πολλά παιδιά, χέρια πολλά και η σοδειά μεγάλη.
Λοιπόν αν πλούτο λαχταρά στα στήθη σου η ψυχή σου
άκου με και τη μια δουλιά μετά την άλλη κάνε.
Όταν οι κόρες του Άτλαντα, οι Πλειάδες, ανατέλλουν
το θέρο αρχίστε. Κι όταν πια να βασιλέψουν πάνε
αρχίστε τότε τ' όργωμα. Μερόνυχτα σαράντα
κρυμμένες μένουνε αυτές μα φαίνονται και πάλι
καθώς γυρνάει πια η χρονιά, την ώρα που για πρώτη
κανένας το δρεπάνι του φορά ξανακονίζει.
Και να οι κάμποι νόμο ποιόν έχουνε, που ειν' ο ίδιος
και για όσους ζουν στη θάλασσα κοντά,και για όσους μένουν
μακριά 'πο κύμα θάλασσας σε δασωμένα πλάγια
κι εύφορη έχουνε τη γη: γυμνός όργωνε, σπέρνε
γυμνός και θέριζε αν θες όλες να τις τελειώσεις
στην εποχή τους τις δουλειές που η Δήμητρα ορίζει.
το κάθε τι στην ώρα του βλαστούς θα βγάλει τότε
κι ανάγκη συ για να χτυπάς δε θα 'χεις ξένες πόρτες
σαν το ζητιάνο-και χωρίς να καταφέρνεις κάτι'
όπως και τώρα ήρθες σ' εμέ. πολλά όμως σου 'χω δώσει
κι άλλο δεν παίρνεις τίποτε. Άμυαλε Πέρση εργάζου
στα έργα που έχουν στους θνητούς οι αθάνατοι ορίσει,
αλλιώς με λύπη στην καρδιά, σέρνοντας τα παιδιά σου
και τη γυναίκα σου μαζί τη ζητιανιά θ' αρχίσεις
απ' τους γειτόνους-αλλ' αυτοί θ' αδιαφορούν τελείως.
Μπορεί για μια ή δυο φορές να 'χεις επιτυχία.
Αν όμως να τους ενοχλείς θα συνεχίσεις, τότε
καμιά ωφέλεια όσα πολλά κι αν πεις δε θα σου φέρουν
γιατί τα λόγια σου άχρηστα θα βγαίνουν απ' το στόμα.
Όμως εγώ σου δείχνω πώς τρόπο να έβρεις κι έτσι
κι από την πείνα να σωθείς, κι όσα χρωστάς να δώσεις.
Κι η πρώτη πρώτη σου δουλειά σπίτι είναι ν' αποκτήσεις,
γυναίκα και καματερό-γυναίκα όχι με γάμο
μα σκλάβα, που αν θα χρειαστεί ν' ακολουθάει τα βόδια.
Και τα εργαλεία στο σπίτι σου να τα 'χεις έτοιμα όλα
να μη ζητάς απ' άλλονε και κείνος δε σου δίνει,
και συ δεν το 'χεις κι ο καιρός πάει της δουλειάς χαμένος.
Και γι αύριο ή μεθαύριο ποτέ μην αναβάλεις-
με αμέλειες και με αναβολές κελάρια δε γεμίζουν.
Για να προκόψει μια δουλειά χρειάζεται φροντίδα
κι όποιος αφήνει για μετά καταστροφές θερίζει.
Όταν του ήλιου το σκληρό ζεμάτισμα κοπάσει
και ο μαγαλοδύναμος τα πρωτοβρόχια ρίξει,
ο Δίας, τότε ο άνθρωπος το νιώθει το κορμί του
να γίνεται πολύ αλαφρό. Κι όταν τ' αστέρι ο Σείριος
λίγο τη μέρα κάθεται πάνω από το κεφάλι
των θανατόθρεφτων θνητών και πιο πολύ στης νύχτας
αφήνεται την αγκαλιά, τότε όποιο το τσεκούρι
ξύλο θα κόψει, απείραχτο απ' το σαράκι θα 'ναι.
Τα δέντρα τότε φυλλοροούν και παύουν να βλασταίνουν-
να ξέρεις, η ώρα έφτασε τότε του ξυλοκόπου.
Κοψ' ένα τρίποδο γουδί, τρίπηχο γουδοχέρι,
κι αξόνι φτιάξε εφτάποδο-καλλίτερα ταιριάζει'
κάνε και κόπανο αν βρεις οχτώ ποδιώνε ξύλο.
Για δεκαπάλαμη άμαξα τρίπηχο κόψε ψίδι
(ξύλα δρεπανολύγιστα πολλά θα σου χρειαστούνε).
Και ψάξε να 'βρεις σε βουνό ή και σε κάμπο μέσα-
και να το πας στο σπίτι σου-πουρνάρι για στιβάρι.
Το πιο γερό είναι αυτό για τ' όργωμα με βόδια,
αν ο τεχνίτης, που χρωστά στην Αθηνά τη γνώση,
στ' αλετροπόδι αφού γερά το μπήξει, πια το φέρει
και στέρεα στον άξονα το σφίξει με τις σφήνες,
Και να 'χεις δύο έτοιμα μέσα στο σπίτι αλέτρια
το ένα μονοκόμματο και τ' άλλο σε κομμάτια
που να μπορούν να ενωθούν-το πιο καλό αυτό 'ναι:

αν σπάσει το 'να, τότ' εσύ ζεύεις τα βόδια στ' άλλο.
Γι αξόνι ή δάφνη ή φτελιά' σαράκι δεν το τρώει.
Αλετροπόδι από δρυ, στιβάρι από πουρνάρι.
Και να προμηθευτείς βοδιών εννιάχρονο ζευγάρι'
Κι αρσενικά-γιατ' είναι αυτά στης νιότης τ' άνθος πάνω
κι έχουν μεγάλη δύναμη. Για τη δουλειά ειναι κείνα
τα πιο καλά: στ' αυλάκωμα πάνω δε θα μαλώνουν
τ' αλέτρι να σου σπάσουνε η δουλειά να μην τελειώσει.
Κι άντρας γερός ν' ακολουθεί πίσω τους σαραντάρης
που ένα καρβέλι στα οχτώ κόβοντας να 'χει φάει
κάθε κομμάτι και μπουκιά. Σ' ό,τι εκείνος κάνει
θα γνιάζεται, χαράζοντας ίσα γραμμή τ΄ αυλάκι.
Κι ούτε τριγύρω θα κοιτά να ψάχνει για παρέα
μα θα 'ναι ο νους του στη δουλειά. Πιο νέος όμως κάποιος
δε θα μπορεί κανονικά το σπόρο να μοιράσει
και θα χρειαστείς και δεύτερη σπορά. Γιατί του νέου
όλη του η σκέψη θα 'ναι πώς να πάει να βρει τους φίλους.
Και να προσέχεις τη φωνή του γερανού ν' ακούσεις
που από ψηλά 'π' τα σύννεφα κάθε χρονιά μας φτάνει-
φωνή που του οργώματος την ώρα σημαδεύει
που δείχνει ότι έφτασε ο βροχερός χειμώνας
και που όποιον δίχως βόδια βρει δαγκώνει την ψυχή του'
γιατί τα σφιχτοκέρατα τα βόδια πρέπει τότε
και να 'ναι μες στο σπίτι σου κλεισμένα και χορτάτα.
Βέβαια ειν' εύκολο να πεις: "δος μου τα δυο σου βόδια
και το αμάξι σου", αλλά, κι ειν' εύκολο ν' ακούσεις
"τα βόδια μου έχουνε δουλειά". Το να φτιαχτεί εν' αμάξι
κάποιος που ζει στα σύννεφα νομίζει εύκολο είναι.
Δεν ξέρει ο ανόητος ότι τ' αμάξι θέλει
ξύλα κομμάτια εκατό και πως αφού φροντίσει
να τα 'βρει, πρέπει έτοιμα στο σπίτι του να τα 'χει.
Κι όταν η ώρα της σποράς θα 'ρθεί για τους ανθρώπους
τότε ας στρωθούνε στη δουλειά κι αφέντες κι υπηρέτες'
και ή ξερή, ή νοτερή, τη γη να την οργώσουν
την εποχή του οργώματος.Κι εκείνοι που κινάνε
πρωί πρωί για τη δουλειά, γεμάτα τα χωράφια
θα είναι εκείνων με καρπό κι άμα τη διβολίσεις
τη γη το θέρος, τότε αυτή δε θα σε ξεγελάσει.
Και γύρνα την την Άνοιξη. Κι όταν αφράτο ακόμα
το χώμα έχει η χέρσα γη, τότε να τήνε σπέρνεις.
σε προφυλάει η χέρσα γη απ' το κακό το μάτι
και ησυχάζει τα παιδιά. Και προσευχή στο Δία
το χθόνιο, μα και στην αγνή τη Δήμητρα να κάνεις
να κάμουνε της Δήμητρας τ' άγιο να γέρνει στάρι
βαρύ βαρύ στο μέστωμα. Κάνε την προσευχή σου
σαν πρωταρχίζεις τ' όργωμα, στο χέρι ενώ αδράχνεις
του χερουλάτη τη λαβή κι ενώ με τη βουκέντρα
κεντάς την πλάτη των βοδιών καθώς τα δρύινά τους
τραβούν αυτά τα ζέματα. Ξοπίσω υπηρέτης
να 'ρχεται που 'ναι νεαρός κρατώντας μία τσάπα
και να σκεπάζει έτσι καλά το σπόρο, που να δίνει
κόπο μεγάλο στα πουλιά. Στον άνθρωπο είν' η τάξη
το πιο καλό. Και πιο κακό η αταξία είναι.
Έτσι τα στάχυα σου μεστά πάνω στη γη θα γέρνουν
αν έχει ορίσει ένα καλό γι αυτά ο Δίας τέλος.
Τότε από τα κελάρια σου θα βγάλεις τις αράχνες
και η ψυχή σου σίγουρα θα χαίρεται όταν παίρνεις
από δικό σου που 'ναι βιος. Καλοπερνώντας έτσι
θα φτάσει η Άνοιξη η λαμπρή χωρίς εσύ στους άλλους
να τρέχεις-οι άλλοι από σε θα 'χουνε τότε ανάγκη.
Αλλ' αν την άγια οργώσεις γη στο γύρισμα του ήλιου
τότε θερίζεις καθιστός το λίγο που αδράχνει
το χέρι σου κι ανάκατα τα στάχυα δεματιάζεις
σκόνη γεμάτος κι άκεφος. Και θα 'ναι λίγοι εκείνοι
που θα θαμάσουν όταν δουν τι έχεις στο πανέρι.
Αλλάζει όμως η βουλή του Αιγιδοκράτη Δία
και δύσκολο είναι στους θνητούς να τήνε καταλάβουν.
και να ποια είναι η γιατρειά σαν 'όψιμα θα σπείρεις:


όταν για πρώτηνε φορά μέσα λαλήσει ο κούκος
στα φύλλα της βαλανιδιάς και χαίρονται οι ανθρώποι
πάνω στη δίχως τέλος γη, να εύχεσαι να ρίξει
ο Δίας τότε μια βροχή για τρεις συνέχεια μέρες
ώστε ένα βοϊδοπάτημα ίσα ίσα να γεμίσει-
τότε το πρώϊμο μπορεί τ' όψιμο να το φτάσει.
Και στο μυαλό σου φύλα τα μέσα καλά ετούτα.
Και μη άπρακτη την Άνοιξη τη λευκοφόρα αφήσεις
να φύγει, ούτε τις βροχές που έρχονται όταν πρέπει.
Και μην όλο στα γύφτικα χώνεσαι το χειμώνα
όταν το κρύο τον άνθρωπο κρατάει απ' τις δουλειές του'
γιατί αν είσαι εργατικός μπορεί και τότε ακόμα
το σπίτι σου όφελος να δει ώστε να μην η φτώχεια
τ' αρπάξει και η απραξιά κάποιου κακού χειμώνα
και το λιανό το χέρι σου σφίγγει παχύ ποδάρι.
Ο άνθρωπος που 'ναι άεργος κούφιες ελπίδες έχει
κι ο νους του όλο το κακό σκέφτεται σαν πεινάει.
Η ελπίδα που 'χει ο φτωχός ειν' άρρωστη ελπίδα
όταν ενώ αρκετό φαί δεν έχει για να φάει
το ρίχνει στο κουτσομπολιό. Κι όταν το καλοκαίρι
ακόμα είναι στη μέση του λέγε στους υπηρέτες:
"Δε θα 'ναι θέρος πάντοτε! Μπρος-φκιάχτε τις καλύβες!"
Οι μέρες είναι άσχημες στο Ληναιώνα μήνα-
γδέρνουν το βόδι ζωντανό, Φυλάξου απ' αυτόνε
καθώς κι από τους φοβερούς τους πάγους που φυτρώνουν
πάνω στη γη, σαν ο βοριάς απ' την αλογοτρόφα
Θράκη περνώντας πέφτει απά' στης θάλασσας τα πλάτη
και την ταράζει ενώ στεριές μουγκρίζουνε και δάση.
Κι όπως ορμάει πάνω στη γη την πλυβοτανούσα
βαλανιδιές ρίχνει πολλές κορφοπρασινισμένες
παχιά σωριάζει έλατα κι όλο αντιβογγάει
το δάσος το απέραντο' και τα θεριά ριγούνε
και κάτω από τα σκέλια τους βάζουνε την ουρά τους,
και κείνα ακόμα που 'χουνε πολύμαλλο το δέρμα.
Μάλιστα! Τα περνάει κι αυτά-τόσο είναι παγωμένος
κι ας έχουνε πυκνόμαλλα τα στήθη τους. Κι ακόμα
περνάει το δέρμα του βοδιού' ν' αντισταθεί εκείνο
δεν το μπορεί. Μέχρι κι αυτή τη σκληροτρίχω γίδα
καλά την κάνει-μοναχά τα πρόβατα γλιτώνουν:
δεν τα περνάει του βοριά η μανία, γιατί έχουν
πολύ πυκνές τις τρίχες τους. Ως και οι γέροι ακόμα
για να γλιτώσουν τρέχουνε. Αλλά και την παρθένα
την τρυφερόκορμη, που πλάϊ στην ακριβή της μάννα
'συχάζει, δεν τήνε περνά γιατί στο βάθος μέσα
εκείνη μένει του σπιτιού μη ξέροντας ακόμα
της Αφροδίτης της χρυσής τα έργα. Καλολούζει
τ' ολάπαλό της το κορμί, το αλείφει πλούσια λάδι
κι ύστερα μένει πλαγιαστή μες στου σπιτιού το βάθος.
Κι είναι τις χειμωνιάτικες μέρες που το χταπόδι
στο σκοτεινό θολάμι του μέσα, καθώς συνήθειο
το 'χει της άθλιας του ζωής ,το πόδι του μασάει.
Γιατί ο ήλιος τη βοσκή πού είναι δεν του δείχνει
μον' στων ανθρώπων τριγυρνά τις πόλεις και τις χώρες
των μαύρων και οι έλληνες αργούν να φωτιστούνε.
Τότε του δάσου τα θεριά με κέρατα ή δίχως
τα δόντια απαίσια τρίζοντας να πάνε ξεκινάνε
στις δασωμένες ρεματιές, κι όλα στο νου τους έχουν
πώς καταφύγιο να 'βρουνε σε μια σπηλιά ή σε βράχο
ή να χωθούν σε μια σπηλιά που αέρας δεν την πιάνει.
Τότε να δεις που μοιάζουνε με τρίποδα οι ανθρώποι:
ράχη σπασμένη και στη γη να βλέπει το κεφάλι.
Έτσι για να γλιτώσουνε απ' τ' άσπρο χιόνι πάνε.
Καλά να το 'χεις το κορμί τότε ντυμένο πρέπει
με μία κάπα μαλακιά κι ένα μακρύ χιτώνα'
στημόνι να 'χουν λιγοστό και μπόλικο υφάδι
τα ρούχα που θα τυλιχτείς, οι τρίχες σου να στρώνουν
και μην ορθές σ' ολόκληρο στέκουνε το κορμί σου.
Και βολικά στα πόδια σου πέδιλα να φορέσεις
από το δέρμα ενός βοδιού που σφάχτηκε,αφού μέσα


το ντύσεις με πυκνό μαλλί. Κι όταν το κρύο φτάσει
πάρε από πρωτόγεννα κατσίκια τα τομάρια
και ράψτα με βοϊδόνευρο στην πλάτη να τα ρίχνεις
να σε φυλάν απ' τη βροχή. Και σκούφο στο κεφάλι
να προφυλάει βάλε τ' αυτιά. Γιατί βοριάς σαν πιάσει
το κρύο είναι παγερό κι απ' τ' αστροφόρα ουράνια
μια ομίχλη ξημερώνοντας ευλογημένη απλώνει
πάνω απ' τα σταροχώραφα των τυχερών ανθρώπων'
είναι η ομίχλη που τραβάει νερό από τα αιώνια
τα ρέματα των ποταμών και που η οργή του ανέμου
ψηλά την πάει, παν' απ' τη γη, κι άλλοτε από κει πάνω
σα βραδινή φτάνει βροχή κι άλλοτε σαν αέρας
ο θρακικός όταν βοριάς φυσάει μανιασμένα
πα' στα πυκνά τα σύννεφα, Μη τονε περιμένεις.
πριν φτάσει τέλειωσ' τη δουλειά και πήγαινε στο σπίτι
αν θες να μην το σκοτεινό σύννεφο σε τυλίξει
που 'ρχεται από τον ουρανό και μη σου πλημμυρίσει
τα ρούχα κι ως το κόκκαλο και σένανε μουσκέψει.
Φυλάξου από το μήνα αυτό γιατ' είναι του χειμώνα
ο μήνας ο χειρότερος. Σκληρός για τους ανθρώπους
σκληρός και για τα πρόβατα. Τότε ταγή στο βόδι
φτάνει μισή καθημερνά, μα το φαϊ τ' ανθρώπου
σαν το συνηθισμένο του και κάτι παραπάνω'
βοηθούν σ' αυτό οι στοχαστικές νύχτες που μεγαλώνουν.
Φύλαγε αυτές τις συμβουλές ως να τελειώσει ο χρόνος
τότε που οι νύχτες γίνονται με τις ημέρες ίσες
και που η μάννα όλων γη πλούσιους καρπούς θα δώσει.
Εξήντα μέρες ύστερα 'π' το γύρισμα του ήλιου
σα δώσει ο Δίας να κιωθούν οι μέρες του χειμώνα
το ιερό αφήνοντας του Ωκεανού το ρέμα
για πρώτη βγαίνοντας φορά το άστρο του Αρκτούρου
προβαίνει τότε λάμποντας στου σκοταδιού την άκρη.
Η κόρη του Πανδίονα τότε, η Χελιδόνα
ορθώνεται η στριγγόφωνη στο φως:για του ανθρώπους
η νια γεννήθηκε Άνοιξη. Τ' αμπέλια τότε αμέσως
κλάδεψε-ώρα πιο καλή γι αυτό δε θα 'βρεις άλλη.
Κι όταν στη φλούδα των δεντρών από τη γη ανεβαίνει
τις Πλειάδες αποφεύγοντας ο σπιτοκουβαλήτης
του αμπελοσκαψίματος πέρασε πια η ώρα.
Τώρα δρεπάνων τρόχισμα, ζωντάνεμα των δούλων.
Καιρός σαν είναι θερισμού ο ήλιος καίει το δέρμα-
τη σκιά μην πιάνεις και να μη τα πρωινά κοιμάσαι
μα να σηκώνεσαι νωρίς προτού η αυγή ροδίσει

και γρήγορα να κουβαλείς στο σπίτι τη σοδειά σου
για να 'χεις όλα τα καλά. Κρατεί 'αυγή το ένα
από τα τρία που η δουλειά στη μέρα έχει μερίδια.
Η αυγή και δρόμο και δουλειά τα κάνει να φτουράνε.
Κι είναι το φως της που θνητούς τόσους τους ξεπορτίζει
και που τη ζεύγλα στους λαιμούς τόσων βοδιών περνάει.
Και όταν στο κουραστικό μέσα το καλοκαίρι
ανθεί το γαϊδουράγκαθο και όταν το τζιτζίκι
στο δέντρο πάνω κάθοντας τρεμίζει τα φτερά του
ξεχύνοντας αδιάκοπα τ' ωραίο του τραγούδι
τότε ειν' οι γίδες πιο παχιές από ποτέ και είναι
υπέροχο και το κρασί. Τότε είναι που λυσσάνε
οι γυναίκες για τον έρωτα, ενώ από την άλλη
οι άντρες είναι αδύναμοι γιατί την κεφαλή τους
τους καίει και τα γόνατα ο Σείριος και ξεραίνει
το δέρμα τους.Ε! Τότε εγώ τη σκια θα 'θελα να 'χα
βράχου. Και βίβλινο κρασί' κρέας από δαμάλα
λειβαδερή, αγέννητη,και ρίφι πρώτη γέννα
και να 'χα και στρεφόγαλα και το ψωμάκι φρέσκο.
Κρασί διαμάντι να 'πινα στον ίσκιο καθισμένος
και με χορτάτη την ψυχή φαϊ, να 'χω στραμμένο
το πρόσωπο προς το δροσό του Ζέφυρου αγεράκι'
κι από πηγή μια καθαρή που αστέρευτα κυλάει
ν' ανακατώνω τρία νερού μέρη κι ένα κρασάκι..
Και βάλε μπρος τους δούλους σου ευθύς μόλις ο γίγας
Ωρίονας πρωτοφανεί ,της Δήμητρας το στάρι
τ' άγιο, να το λιχνίσουνε σ' αλώνι ένα επάνω
που να 'ναι καλοάνεμο κι ολοστρογγυλεμένο.
Κι αφού μετρήσεις το καλά, βάλτο στ' αγγειά σου μέσα.
Μετά κι αφού όλο σου το βιος καλά συμμαζεμένο
το βάλεις μες στο σπίτι σου, σε συμβουλεύω τότε
να πάρεις δούλο ανύπαντρο και μία υπηρέτρα
που να μην έχει όμως παιδιά γιατί μεγάλο βάρος
είναι γυναίκα με παιδιά. Και πάρε κι ένα σκύλο
που να 'χει δόντια κοφτερά και πλούσια τάιζέ τον
νυχτοπερπατητής κανείς το βιος σου μήπως κλέψει.
Και μάσε χόρτο τ' άχερο για να 'χουνε τα βόδια
και τα μουλάρια ολοχρονίς. Μετά τους υπηρέτες
άστους να ξεκουράσουνε τα δόλια γόνατά τους
και λύσε και τα βόδια σου. Και η Αυγούλα, Πέρση,
όταν η ροδοδάχτυλη αντικρύσει τον Αρκτούρο
και Σείριος και Ωρίονας όταν μεσουρανήσουν
τρύγησε τα σταφύλια σου και πήγαιν' τα στο σπίτι.
Στον ήλιο μέρες άπλωστα δέκα και δέκα νύχτες.
Και πέντε ημερόνυχτα συμμάζεψτα στον ίσκιο.
Το έκτο 'άδειασε στ' αγγειά του Διόνυσου το δώρο-
του χαροπλήμμυρου θεού. Και να βυθούν οι Υάδες
και οι Πλειάδες σα θα δεις κι ο Ωρίονας ο γίγας
τότε καιρός να θυμηθείς πως έχει έρθει πάλι
η εποχή για τ' όργωμα. Κι έτσι στη γην επάνω
θα 'χει ακόμα μια χρονιά το γύρισμά της κλείσει.
Κι αν πόθος για της θάλασσας τα πάθια σε κατέχει
μάθε πως όταν τρέχοντας οι Πλειάδες να ξεφύγουν
τον τρομερόν Ωρίονα στα σκοτεινά τα βύθη
θα πέσουνε της θάλασσας, τότε είναι που ανέμοι
φυσομανάν κάθε λογής. Τότε να μην αφήσεις
στην αφρισμένη θάλασσα πια μέσα το καράβι
αλλά τη γη όπως σου 'χω πει-θυμάσαι;-να δουλεύεις.
Και το καράβι στη στεριά τράβα και γύρω γύρω
καλά με πέτρες στέριωστο ν' αντέχει στων ανέμων
το νοτερό το φύσημα. Και βγάλε του τον πύρο
να μη σαπίσει απ' τη βροχή του Δία. Κι όλα τα ξάρτια
και τ' άρμενα, στο σπίτι σου μέσα να τα μαζέψεις,
κι όλα του πελαγόδρομου να καλοσυμμαζέψεις
του καραβιού σου τα φτερά. Τ' ομορφοδουλεμένο
τιμόνι πάνω απ' τον καπνό κρέμασε και καρτέρει
μέχρι που να 'ρθει ο καιρός και πάλι για ταξείδι.
Ρίξε το γρήγορο σκαρί στο κύμα τότε μέσα
και βόλεψε προσεχτικά μέσα του το φορτίο
για να γυρίσεις σπίτι σου με κέρδος, όπως, Πέρση,
έκανε ο πατέρας μας, αποξεκουτιασμένε
που θαλασσοδερνότανε τη φτώχεια να ξεφύγει.
Και με το μαύρο του κι εδώ καράβι κάποτε ήρθε,
μεγάλο αφού πέρασε της θάλασσας κομμάτι
την Κύμη την αιολική πίσω του παρατώντας
όχι γιατί εζήταγε τα πλούτη να ξεφύγει
ή την ωραία τη ζωή, παρά τη μαύρη φτώχεια
που δίνει ο Δίας στους θνητούς. Κι είχε στου Ελικώνα
μείνει κοντά ένα χωριό, την Άσκρα, παλιοχώρι
που το χειμώνα είναι κακό, το καλοκαίρι άθλιο,
και πάντοτε στενάχωρο. Και πάντα να θυμάσαι
πως έχει κάθε μια δουλειά, Πέρση, την εποχή της'

κι απ' όλες περισσότερο τα ναυτικά ταξίδια.
Μικρό καράβι παίνευε μα φόρτωνε μεγάλο:
φορτίο μεγαλύτερο, περσότερο το κέρδος
αν οι άνεμοι κρατήσουνε κι ενάντια δε φυσήξουν.
Αν θέλει η κούφια σου καρδιά λοιπόν με το εμπόριο
απ' την πικρή να λυτρωθεί την πείνα κι απ' τα χρέη
τότε της θάλασσας εγώ της πολύβουης τους νόμους
θα σου διδάξω, αν κι εγώ τίποτα δεν κατέχω
γιατί δεν εταξίδεψα ποτέ μου με καράβι
πα' στην πλατιά τη θάλασσα παρά μονάχα όταν
στης Εύβοια επήγαινα από την Αυλίδα, όπου
κάποτε περιμένανε τη θύελλα να πάψει
όταν στρατό οι Αχαιοί πολύ είχανε μαζέψει
απ' την Ελλάδα, την ιερή να πάρουνε την Τροία
που 'χε γυναίκες όμορφες. Κείθε για τη Χαλκίδα
επέρασα λοιπόν κι εγώ να πάω για τους αγώνες
του άξιου του Αμφιδάμαντα, που είχαν διαλαλήσει
του μεγαλόκαρδου οι γιοι πολλά έπαθλα πως βάλαν.
Και όπου, να το πω μπορώ-νίκησα μ' έναν ύμνο
και τρίποδο με δυο λαβές ήτανε το βραβείο
που το αφιέρωσα εγώ στις Ελικώνιες Μούσες,
εκεί που με πρωτόβγαλαν στο δρόμο τον καθάριο
του τραγουδιού τους. Άλλη εγώ από καράβια πείρα
δεν έχω τα γερόδετα. Κι έτσι ακόμα όμως
του Αιγιδοκράτη θα σου πω τους ορισμούς του Δία
αφού οι Μούσες μ' έμαθαν τ' ανείπωτα τραγούδια.
Πενήντα μέρες ύστερα 'π' το γύρισμα του ήλιου
κι ύστερ' απ' του κουραστικού καλοκαιριού το τέλος
τότε έρχεται η κατάλληλη του ταξιδιού η ώρα.
Μήτε το πλοίο θα τσακιστεί τότε, μήτε τους ναύτες
θα σου τους πάρει η θάλασσα, πλην αν ο Ποσειδώνας
θελήσει ο κοσμοτρανταχτής, ή αν των αθανάτων
ο βασιλιάς, να χαλαστείς, ο Δίας το εβουλήθη-
γιατί κι οι δυο έχουν δύναμη καλό ή κακό να κάνουν.
Στρώνουνε τότ' οι αγέρηδες κι η θάλασσα ησυχάζει.
Ανέγνιος όντας τοτε συ, μπιστέψου τους ανέμους.
Το γρήγορό σου τράβηξε στη θάλασσα καράβι
κι αφού όλο το φορτίο σου πάνω του βάλεις, βιάσου
όσο πιο γρήγορα μπορείς στο σπίτι να γυρίσεις.
Το νιο κρασί μην καρτερείς. Ούτε να περιμένεις
τις καλοκαιρινές βροχές ούτε και το χειμώνα
που 'ρχεται, ή τις άγριες τις θύελλες του Νότου
που ακολουθούνε τις βαριές βροχές του φθινοπώρου
που ρίχνει ο Δίας και που γερά τη θάλασσα ταράζουν
και φοβερό το πέλαγος απ' άκρη σ' άκρη κάνουν.
Μα υπάρχει και της Άνοιξης ακόμα το ταξίδι.
Γίνεται όταν ο άνθρωπος για πρώτη αντικρύζει
φορά στης αγριοσυκιάς την κορυφή να στέκουν
τόσο τρανά τα φύλλα της, όσο μετράει τ' αχνάρι
που η κουρούνα όπου πατεί στο χώμα αφήνει. Τότε
να τη διαβείς τη θάλασσα μπορείς-είναι η ώρα
του μπάρκου τ' ανοιξιάτικου. Μα τούτο το ταξείδι
εγώ δε θα το παίνευα γιατί μες στην ψυχή μου
την αναγάλλια δε σκορπά: το κυβερνάει η τύχη
και κάτι το δυσάρεστο δύσκολα θ' αποφύγεις'
Όμως στοχάζονται αναχλά οι άνθρωποι και το κάνουν-
στα χρήματα είναι ο νους των δύστυχων ανθρώπων.
Σκληρό είναι μες στα κύματα βέβαια να πεθαίνεις.
Μα στο μυαλό σου ολ' αυτά βάλτα καθώς στα είπα.
Μη βάνεις μες στα βαθουλά καράβια όλο το βιος σου.
Ν' αφήνεις έξω πιο πολλά και φόρτωνε πιο λίγα'
φριχτή 'ναι μια καταστροφή στης θάλασσας το κύμα'
όπως και αν φορτώνοντας στ' αμάξι μέγα βάρος
σπάσει ο άξονας και πάει χαμένο το φορτίο.
Το μέτρο κράτα κι όλα σου κάντα όταν ειν' η ώρα.


Η ηλικία η σωστή γύρω στα τριάντα είναι
να μπάσεις μες στο σπίτι σου γυναίκα. Για το γάμο
αυτή 'ναι η πιο καλή εποχή. Για τη γυναίκα πάλι
μετά την ήβη τέσσερες χρονιές' την πέμπτη γάμο.
Να παντρευτείς παρθένα μια για να της μάθεις τρόπους'
και μάλιστα κάποιαν που ζει πολύ κοντά σε σένα.
Μα κοίτα να 'ξετάσεις πριν κι όλα γι αυτή να μάθεις
ώστε με σε να μη γελούν στο γάμο σου οι γειτόνοι.
Τίποτα πιο καλλίτερο δεν είναι για τον άντρα
απ' τη γυναίκα την καλή. Και πιο κακό δεν είναι
απ' την κακή, που το φαϊ στο νου της έχει μόνο
που δίχως να χρειάζεται φωτιά, τον άντρα καίει
όση αντοχή κι αν έχει αυτός και που τόνε γερνάει
προτού να φτάσει η ώρα του. Προφυλαγμένος να ’σαι
απ' των θεών την όργητα. Και μη το φίλο βάλεις
ποτέ στη θέση του αδερφού' κι αυτό αν ποτέ το κάνεις
ο πρώτος να μην είσαι εσύ που το κακό θ' αρχίσεις
ή που φλυαρώντας ψέματα θα πεις. Αλλ' αν εκείνος
πρώτος αρχίσει και ή πει κάτι άσχημο ή κάνει
να το θυμάσαι και διπλά να του το ξεπληρώσεις.
Αν όμως δεις και προσπαθεί και πάλι να τα φτιάξτε
κι αν έχει για την αδικιά μετανοήσει, δέξου.
Γιατί αχρείος είναι αυτός που όλο αλλάζει φίλους.
Και να μην είσαι υποκριτής. Δικαίωμα μη δώσεις
να πουν ότι φιλοξενείς πολλούς ή και κανέναν.
Ή πως παρέα με τους κακούς κάνεις και πως αρχίζεις
με τους καλούς μαλώματα. Και μη ποτέ τολμήσεις
την άθλια φτώχεια, την ψυχή που τρώει του ανθρώπου
να κοροϊδέψεις-οι θεοί τη δίνουνε οι αιώνιοι.
Ο πλούτος είναι ατίμητος της μαζεμένης γλώσσς
κι η χάρη της περσότερη με μέτρο σα μιλάει.
Αν πεις κακό, αύριο κι εσύ θ' ακούσεις πιο μεγάλο.
Και σε τραπέζι που πολλοί κάθονται κι έχουν βάλει
το μερδικό του ο καθείς, κατσούφης να μη δείχνεις'
γιατί μικρό το έξοδο και η χαρά μεγάλη.
στο Δία και στους αθάνατους τους άλλους να μην κάνεις
ποτέ σπονδές ώρα αυγινή με άπλυτα τα χέρια
γιατ' οι θεοί τις προσευχές θα στις γυρίσουν πίσω.
Και μη ποτέ σου να ουρείς στραμμένος προς τον ήλιο.
Κι από τη δύση του ηλιού ώσπου να βγει και πάλι
να μην ουρήσεις-πρόσεξε-ούτε στο δρόμο, ούτε
έξω απ' αυτόν βαδίζοντας, ούτε γυμνός αν είσαι.
Οι νύχτες είναι των θεών. Φρόνιμος όποιος είναι
κι όποιος τα θεία σέβεται, ή καθίζει, ή στον τοίχο
ζυγώνει μιας καλόχτιστης μάντρας. Κι αν είσαι σπίτι
και στην εστία κάθεσαι κοντά να 'χεις την έγνια
μη σου φανούν τ' απόκρυφα με σπέρμα λερωμένα.
Κι όταν γυρνάς από καμμιά -έξω από μας!- κηδεία
παιδιά μη σπέρνεις' κάνε το σαν από φαγοπότι
κάποιας γιορτής γυρνάς θεών. Ποτέ να μην περάσεις
τ' ομορφοκύλιστο νερό των ποταμών των αιώνιων
το βλέμμα σου αν γυρίζοντας στ' ωραίο τους το ρέμα
δεν κάνεις πρώτα προσευχή κι αν μέσα στο νερό τους
τ' άσπρο και πολυπόθητο τα χέρια σου δεν πλύνεις.
Όποιος ποτάμι θα διαβεί με άνιφτα τα χέρια
και με συνείδηση βαριά, μ' αυτόν αγανακτούνε
οι αθάνατοι και συφορές αργότερα του δίνουν.
Σε φαγοπότι των θεών χαρούμενο σαν είσαι
μη με το μαύρο σίδερο κόβεις το ξεραμένο
απ' το πεντάκλαδο χλωρό. Και την κρασοκανάτα
ποτέ μη την τοποθετείς απάνω απ' το κροντήρι
την ώρα του πιοτού γιατί μεγάλη γρουσουζιά 'ναι.
Και μη το σπίτι ατέλειωτο τ' αφήσεις όταν χτίζεις
γιατί έτσι οι φλύαρες παντου θα κρώζουν οι κουρούνες.
Αν με θυσία εν' αγγειό δεν είναι αγιασμένο
μη φας σ' αυτό και μη λουστείς, αλλιώς κακό θα σ' έβρει.
Σε τάφους δωδεκάχρονο πάνω να κάτσει αγόρι
κάνει κακό-γιατί άναντρος γίνεται τότε άντρας.
Ούτε το δωδεκάμηνο. Γιατί το ίδιο είναι

Και ούτε μέσα στο νερό που λούστηκε γυναίκα
πρέπει ο άντρας να λουστεί. Τότε η τιμωρία
θα 'ρθει αργά και φοβερή-σίγουρα όμως θα 'ρθει.
Ουτ' ένας άντρας που βρεθεί μπρος σε φωτιά θυσίας
να κοροϊδεύει τα ιερά γιατ' οι θεοί θυμώνουν.
Στα μέρη που στη θάλασσα χύνονται τα ποτάμια
και στις πηγές, να μην ουρείς-πάντα να τ' αποφεύγεις'
ούτε ν' αποπατείς γιατί δεν είναι για καλό σου.
Άκου τα αυτά κι απ' την κακή μακριά να στέκεις φήμη.
Σηκώνεται εύκολα η κακή-γιατί αλαφριά 'ναι-η φήμη
μα είναι μεγάλο βάσανο μαζί σου να την έχεις
κι ακόμα δυσκολότερο μακριά σου να τη διώξεις.
Ποτέ δεν αφανίζεται ολότελα η φήμη
σαν ειπωθεί από πολλούς. Μία θεά κι αυτή 'ναι.
Από το Δία έρχονται οι μέρες κι άμα θέλεις
να τις φυλάς κανονικά, μάθε τους υπηρέτες
πως η τριακοστή ειν' η πιο καλή του μήνα μέρα
για να ’ξετάσεις τις δουλειές που κάνανε, κι ακόμα
για να τους δώσεις το μιστό του μήνα, ώστε οι ανθρώποι
να ζούνε δίκια κρίνοντας με το σωστό το μέτρο.
Να του βαθύσοφου λοιπόν ποιες ειν' του Δία οι μέρες:
Η μέρα η πρώτη, η τέταρτη κι η έβδομη άγιες είναι'
την έβδομη γεννήθηκε ο χρυσόσπαθος Απόλλων
απ' τη Λητώ. Η όγδοη κι ή ένατη, δυο μέρες
της γέμισης του φεγγαριού, ειν' έξοχες ημέρες
για ν' ασχολούνται οι άνθρωποι με τις πολλές δουλειές τους.
Εντέκατη δωδέκατη καλές κι η μια κι η άλλη
για το προβατοκούρεμα και για το θέρισμα είναι
των γεννημάτων που χαρά μας δίνουνε' μα όμως
καλλίτερη η δωδέκατη απ' τη εντέκατη είναι
γιατ' η αεροπερπάτητη πλέκει η αράχνη τότε
το δίχτυ της. Μακρύτερες αυτές οι μέρες είναι
και τότε ο άντρας που 'χει νου θερίζει τη σοδειά του.
Τότε ας στήσει αργαλειό η γυναίκα να υφάνει.
Στις δεκατρείς απ' την αρχή του μήνα ν' αποφύγεις
αρχή να κάνεις της σποράς. Μα είν' η μέρα ετούτη
ημέρα που το φύτεμα που κάνεις προοδεύει.


Η έκτη απ' τη μεσομηνιά κακή για να φυτέψεις
αλλά καλή για τ' αγοριού τη γέννα. Για κορίτσια
ειν' άσχημη αντίθετα-και για να γεννηθούνε
και για να παντρευτούν σ' αυτή. Καλή δεν ειν' ουτ' η έκτη
από του μήνα την αρχή να γεννηθεί κορίτσι
αλλά γι αρνιών και κατσικιών μουνούχισμα καλή 'ναι,
μα και για μάντρα ολόγυρα να φτιάξεις, ώστε ασφάλεια
να έχει το κοπάδι σου. Καλή ακόμα είναι
αγόρι για να γεννηθεί σκληρή που θα 'χει γλώσσα
που θαν' όλο γλυκόλογα και ψέματα θα λέει
και τα κρυφαγκαλιάσματα πολύ θα του αρέσουν.
Το βαριομουγκανιάρικο το βόδι και ο κάπρος
την όγδοη μουνουχίζονται τη μέρα. Τα μουλάρια
τη μέρα τη δωδέκατη τα υπομονή γεμάτα.
Και τη μεγάλην εικοστή, την πιο μακριάν ημέρα
ο άντρας που θα γεννηθεί, σοφός, γιατί θε να 'χει
μυαλό γερό και φρόνιμο. Καλή αντρογεννήτρα
η δέκατη είναι. Και καλή για κοριτσιών τη γέννα
η τέταρτη είναι σα μετράς απ' την αρχή του μήνα.
Τη μέρα ετούτη χάΐδευε, για να τα ησυχάζεις
τα βόδια τα στριφτόκερα που σερνοπερπατούνε,
τ΄ακούραστα μουλάρια σου, το σουβλοδόντη σκύλο.


Απόφευγε προσεχτικά τις ψυχοφάγες πίκρες
την τέταρτη απ' την αρχή του μήνα κι απ' το τέλος.
Γιατί πλαντάει το ριζικό μέσα σ' αυτές τις μέρες.
Και πρώτα αφού συμβουλευτείς τα ιερά σημάδια
που 'ναι γι αυτό τα πιο καλά, την τέταρτη του μήνα
στο σπίτι τη γυναίκα σου μέσα να οδηγήσεις
Κι οι μέρες να σε βάζουνε σ' έγνια οι πέμπτες όλες.
Είναι σκληρές και τρομερές. Γιατί όπως λεν η πέμπτη
η μέρα, είναι που βόηθησαν οι Ερινύες στου Όρκου
τη γέννα, που η Έριδα τον γέννησε για να 'ναι
μαστίγιο στους επίορκους. Ως για το άγιο στάρι
της Δήμητρας, με προσοχή προσέχοντας μεγάλη
ρίχνε το στ' ολοστρόγγυλο τ' αλώνι έβδομη μέρα
μετά 'πο τη μεσομηνιά. Τότε κι ο ξυλοκόπος
ξύλα για χτίσιμο σπιτιού ας κόψει και δοκάρια
για το σκαρί των καραβιών. Για τα μικρά καράβια
από του μήνα τα μισά καλά τα δειλινά της'
κι η ένατη από την αρχή του μήνα ειν' εκείνη
που βλάβη αυτή ποτέ καμμιά στον άνθρωπο δε φέρνει.
Είναι για φύτεμα καλή κι από άντρα και γυναίκα
κι είναι καλή να γεννηθεί κι αγόρι και κορίτσι.
Και δε θα βρεις ποτέ κακή να 'ναι μια μέρα σ' όλα.
Λίγοι ακόμα ξέρουνε πως πιο καλή απ' όλες
η εικοστή ειν' η έβδομη ν' αρχίσεις το βαρέλι
ή για να βάλεις το ζυγό στα βόδια, στα μουλάρια,
στ' άτια τα γοργοπόδαρα και για να ρίξεις μέσα
γοργό στη μαύρη θάλασσα πολύσκαρμο καράβι.


Και λίγοι όνομα σωστό δίνουν σ' αυτή τη μέρα.
Πιθάρι μέρα τέταρτη άνοιγε- ή τέταρτ' είναι
μετά από τη μεσομηνιά η πιο ιερή απ' όλες.
Και πάλι αυτό-δεν ειν' πολλοί που έχουνε τη γνώση
πως ύστερ' απ' την εικοστή του μήνα, η τέταρτ' είναι
η μέρα, πιο καλή πρωί, χειρότερη το βράδυ.
πολύτιμες είναι αυτές οι μέρες στους ανθρώπους
που κατοικούν πάνω στη γη. Ασήμαντες οι άλλες,
κενές και δεν προσφέρουνε τίποτα στους ανθρώπους'
κι αν άλλος άλληνε παινά, λίγοι γνωρίζουν όμως.
στον άνθρωπο άλλοτε μητριά, άλλοτε μάννα η μέρα.
Μακάριος και τρισευτυχής κείνος που αυτά τα ξέρει
κι εργάζεται χωρίς στους θεούς μιαν αφορμή να δώσει
και τους οιωνούς προσέχοντας τα σφάλματα αποφεύγει.-



George Holiastos