Nov 10, 2014

Τρεις αστροναύτες

Βρίσκομαι στο κενό κάτω από τον πάγκο της ταμειακής.

Τα πρώτα πρωινά με ξυπνούσαν τακούνια. Αγχωμένα, στην αρχή, βιαστικά, μετά την τυρόπιτα, να προλάβουν το λεωφορείο. Διστακτικά, καθώς οι κάτοχοί τους αντίκριζαν την ταμπέλα. Κάποιοι δοκίμαζαν να ανοίξουν την τζαμένια πόρτα με τον ώμο. Στο τέλος πείθονταν. Και τα τακούνια έσβηναν στον ρυθμό της νεκρώσιμης πομπής: «Κρίμα…», «το ‘κλεισε κι αυτός».

Αν ήξερα ότι θα μαζευόταν τόσος κόσμος μετά θάνατον, θα είχα βάλει νωρίτερα λουκέτο. Στα ψέματα, για κανα τριήμερο. Κι όταν το πλήθος των βαρυπενθούντων θα άρχιζε να αραιώνει, τότε θα γυρνούσα την ταμπέλα στο «Ανοικτό». «Νεκροφάνεια, ήτανε παιδιά, έγινε λάθος!

Δε θα μπορούσα όμως ποτέ εγώ να κάνω τέτοια καραγκιοζιλίκια. Υπήρξα αξιοσέβαστος επιχειρηματίας. Μπήκα σε πολλών το μάτι.

Αυτό ήταν που η Βίκυ δε μπόρεσε ποτέ να καταλάβει. Η Βίκυ, η πρώην μου. Τα είχαμε δυο χρόνια. Έγινε «πρώην» πριν από δυο εβδομάδες. Τότε που έκλεισα το μαγαζί.

Μια μέρα σαν κι αυτή ήταν. Ήρθα να ανοίξω τον φούρνο, πρωί. Τους είχα διώξει όλους, έναν έναν, τους είχα αποζημιώσει. Ήρθα να μαζέψω. Έβγαλα τα κλειδιά, ξεκλείδωσα. Μπήκα μέσα. Έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Και ξανακλείδωσα.

Δεν το είχα προσχεδιάσει. Είπα, απλώς, να κάτσω λίγο. Δεν άντεχα να μαζέψω. Δεν άντεχα να κάνω τίποτα.

Το μαγαζί μύριζε ωραία κλειστό. Είχε όλες τις μυρωδιές συμπυκνωμένες, ζεσταινόμουν. Είπα, θα σκεφτώ.

Η Βίκυ έσπασε τα τηλέφωνα. Δε σήκωνα το κινητό. Και μετά μηνύματα: «Πού είσαι; Ανησυχώ». Τα κλασσικά. Και μετά ήρθε, αυτοπροσώπως. Δηλαδή δεν είδα πρόσωπο, μόνο πόδια. Καθόμουν πάλι εδώ, στο κενό, κάτω από τον πάγκο της ταμειακής και είδα τις γάμπες της. Γάμπες λεπτές κι ολίγον νευρικές. Μου ήρθε να πεταχτώ απ΄την κρυψώνα μου, τελευταία όμως στιγμή πρυτάνευσε το άλλο. Κι έμεινα στη θέση μου. Κι έκλεισα και το κινητό.


Τώρα λοιπόν, όταν θέλω κάπως να σκοτώσω τον χρόνο μου, έχω να διαβάζω είκοσι τέσσερα εισερχόμενα μηνύματα:

«Μωρό μου σ΄αγαπάω. Άσε με να σε βοηθήσω».

Δύο χρόνια ήμασταν μαζί και δεν κατάλαβε τίποτα. Η μάλλον θα το θελε πολύ. Να ‘μαι από κείνους τους τύπους. Τους ανυπεράσπιστους, που προσφεύγουν με ευγνωμοσύνη στη γυναικεία αγκαλιά. Ξέρουν αυτές. Να προσφέρουν ώμο και «ανιδιοτέλεια», να σου βγάζουν τα δόντια με χειρουργική τανάλια. Κι όταν πλέον είσαι έκθετος, να σε ξεκοκαλίζουν με την ησυχία τους και στο τέλος να σε πετάνε στα σκουπίδια.

"Δεν με εμπιστεύτηκες ποτέ".

«Τόσο λίγα λοιπόν σήμαινα για σένα; Πώς μπορώ πια να ξέρω αν με αγάπησες πραγματικά;”

Αυτό το «πραγματικά» με τρελαίνει. Σε αγάπησα Βίκυ «πραγματικά». Αλλά τότε ήμουν ο Κώστας. Δεν είχα περάσει τη τζαμένια πόρτα, δεν την είχα κλειδώσει πίσω μου. Τώρα ξεπέρασα το όριο. Τώρα έγινα ο άλλος.

Ο Κώστας ήξερε να εκτιμά τα όμορφα πράγματα της ζωής. Ήταν ζωντανός. Ο άλλος αποδείχτηκε ολιγαρκής. Αγρίμι. Τρώει λίγο και καπνίζει πολύ.

Έφαγε κάποια από τα κουλουράκια που ξέμειναν. Και ψωμιά. Και σπανακόπιτες. Στην αρχή του φαίνονταν ικανοποιητικά. Πεινούσε. Αλλά μετά το στομάχι του προσαρμόστηκε στη λιγοφαγία ή με το πέρας της πείνας βελτιώθηκε το γευστικό του κριτήριο. Αυτά που έτρωγε ήταν για πέταμα. Δίκιο είχαν οι πελάτες του φούρνου που αραίωναν. Μάταια ο τρίτος προσπαθούσε να τον πείσει ότι τα φαγητά ήταν απλώς πολυκαιρισμένα κι ότι θα έπρεπε να τα πετάξει ούτως ή άλλως. Ο άλλος δεν άκουγε τίποτα. «Είναι για πέ-τα-μα».

Κάποτε υπήρξα ο Κώστας. Τώρα βλέπω τις διαφορετικές εκδόσεις του εαυτού μου να τσακώνονται. Τον άλλον και τον τρίτο. Κρατώ τον ανύπαρκτο πλέον Κώστα επίτιμο, ώστε να δικαιολογεί την ύπαρξη του «τρίτου». Έχει πλάκα ο θάνατος, αυτό για κάποιο λόγο, πάντα το πίστευα.

Ο Κώστας, ο επίτιμος. Ο άλλος, ο στυγνός. Ο τρίτος, ο αγνός. Οι τρεις μας βρισκόμαστε στο κενό.

Όταν ήμουν μικρός έβλεπα ταινίες και ντοκιμαντέρ με αστροναύτες. Νομίζω ότι για ένα διάστημα ήθελα κι εγώ να γίνω αστροναύτης. Είχα πάντα την απορία, τι θα γινόταν αν, από κάποιο λάθος, ο αστροναύτης έχανε την πρόσδεση στο διαστημόπλοιο κι εξοβελιζόταν στο κενό. Και κανείς δεν μπορούσε να τον περισώσει. Κι έπρεπε να περιπλανιέται στο διάστημα, ανάμεσα σε αστερισμούς μέχρι να πεθάνει από πείνα και δίψα και φόβο και δέος. Φυσικά η ενηλικίωση έφερε και τη γνώση, μάλλον θα πέθαινε σε μερικά δευτερόλεπτα από την έλλειψη πίεσης. Αλλά ακόμα προτιμώ την πρώτη εκδοχή, της περιπλάνησης, του αργού θανάτου.

Δεν κατάλαβα πόσο καιρό μου πήρε εμένα να πεθάνω. Πόσους μήνες που περίμενα μάταια να γίνει ένα θαύμα. Να έρχεται πελατεία, να μπαίνουν στο ταμείο λεφτά. Που ερχόμουν κι επέβλεπα. Όλα για το τίποτα.

Αν ήταν άλλος, ένας από αυτούς που η πρώην μου θα εκτιμούσε, θα το χε κλείσει νωρίτερα το μαγαζί. Θα ‘ταν κανα λαμόγιο, από αυτούς που αφήνουν κόσμο απλήρωτο, τους υπαλλήλους τους, και θα άφηνε το Βικάκι να προτάξει τα στήθη του στους δανειστές και στους τοκογλύφους και στους προμηθευτές και στους εξαγριωμένους συζύγους των απολυμένων. Τέτοιο ρόλο επωφθαλμιούσε η κυρία, αλλά διάλεξε τον λάθος παρτενέρ.

Στους δικούς μου είπα ότι πήγα ταξίδι στο εξωτερικό. Και μη με ψάξουν στο κινητό. «Θα πληρώνουμε τα κέρατά μας με το ρόουμινγκ». Το ‘χαψαν. Φαντάζομαι τον μπούλη, τον γραβατάκια, τον μισθοσυντήρητο αδελφό μου, να μονολογεί μέσα απ΄τα δόντια του «Μα πού τα βρίσκει τόσα λεφτά, να τα τρώει στα ταξίδια». Είναι από τους ανθρώπους που χαίρονται με την επιτυχία του άλλου, αυτό να λέγεται. Κι έκανε και τρία παιδιά. Για να τα κάνει κι αυτά σαν τα μούτρα του.  

Τώρα που το σκέφτομαι, δεν ξέρω αν, πράγματι το ‘χαψαν ή αν τους βόλεψε να είμαι εξαφανισμένος. Αν με έθαψαν όλοι τους ήρεμα και διακριτικά, να με βγάλουν απ΄τη μέση. Ο τρίτος λυγίζει, ζητάει τη μαμά του με αναφιλητά. Ο άλλος κι ο επίτιμος τον καρπαζώνουν. Σκάσε ρε.

Το βουλώνει πάνω στην ώρα. Η Λίλη χτυπάει το τζάμι.

Ωραίο όνομα για πουτάνα, αξιοσέβαστο. Λίλη. Όχι Σβετλάνα, Λαρίσα ή Νατάλια. Λίλη, που θα μπορούσε να περάσει έως και για Παριζιάνα. Μας είδε απ΄τη τζαμένια πόρτα, μια νύχτα που έκανε πιάτσα έξω από το μαγαζί και κόντεψε να πάθει ανακοπή.

Κι από τότε, η Λίλη η Παριζιάνα η κεραμιδόγατα, γλιστρά μες στο σκοτάδι, μας φέρνει τσιγάρα στην απομόνωση και μας παίρνει και τους τρεις παρτούζα, αν και ο καπνός την ενοχλεί στο άσθμα. "Γκουχ γκουχ γκουχ, σβήστο το ρημάντι". 

"Λίλη, θες να το σκάσουμε μαζί; Σε μια καλύβα στην ακροθαλασσιά; Να ζούμε απ΄τα ψάρια; Να κάνουμε τέσσερα παιδιά; Να μπούμε στο μάτι ενός γραβατάκια που ξέρω;"


No comments: